Δεν
πέρασε όμως, αρκετός καιρός και ο υποτακτικός του Οσίου Παϊσίου, όταν
θυμήθηκε την χάρη που έχασε, άρχισε να κλαίει για τη μεγάλη ζημιά που
έπαθε. Γι’ αυτό παρακαλούσε τον Γέροντά του, να του δώσει την άδεια, να
πάει ξανά σ’ εκείνον τον άνθρωπο, που καθόταν στην κοπριά. Ο όσιος του
έλεγε να μην πάει, αλλά αυτός δεν πειθόταν με τίποτα. Και ήθελε
οπωσδήποτε να τον συναντήσει, γιατί τον ενοχλούσαν οι λογισμοί.

Ο
μαθητής τότε, πήγε με προθυμία και τρέχοντας στο βόρειο μέρος της χώρας
εκείνης και αφού βρήκε τον τάφο μπήκε μέσα. Και αφού είπε στον
κεκοιμημένο αυτά που του παρήγγειλε ο δάσκαλός του, ω του θαύματος!
Αμέσως αναστήθηκε ο νεκρός και του είπε: Γιατί δεν πείστηκες σ’ αυτά που
σου είπα, να κάνεις υπακοή στον γέροντα σου; Πήγαινε, λοιπόν, και
υποτάξου χωρίς κανέναν δισταγμό σ’ αυτόν και αν θέλεις να σωθείς, άκουγε
αυτά που σου λέει! Γιατί όποιος δεν πείθεται στα λόγια εκείνου,
εναντιώνεται πράγματι στα λόγια του Χριστού. Αφού είπε αυτά ο νεκρός
κοιμήθηκε ξανά.
Ο
δε μαθητής, θαυμάζοντας γι αυτά που έζησε, επέστρεψε στον ιερό Παΐσιο
και του διηγήθηκε τα πάντα. Και από τότε και εις το εξής ειρήνευσαν οι
λογισμοί του και φρόντιζε με την υπακοή να αποκτήσει εκείνα τα αγαθά τα
οποία έχασε με την παρακοή. Και έτσι, αύξανε σε προκοπή και τελειότητα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου