Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: Το πολίτευμα του Σταυρού


Κάθε ανθρώπινη πολιτεία έχει ένα νομικό πλαίσιο μέσα στο oποίο κινείται, γιατί είναι γεγονός ότι μετά την πτώση του ανθρώπου οι συνθήκες ζωής γίνονται δύσκολες. Ο άνθρωπος περιέπεσε στον σκοτασμό του νου και άλλαξαν οι σχέσεις του και με τον Θεό και με τον συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος με σκοτισμένο νου γίνεται ιδιοτελής, φίλαυτος, αυτάρκης, εμπαθής και αυτό έχει τραγικές συνέπειες για την ζωή της κοινωνίας. Γι’ αυτόν τον λόγο εμφανίσθηκαν πολλοί νομοθέτες που αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται να κάνουν υποφερτές τις κοινωνικές συνθήκες.


Το πολίτευμα όμως της Εκκλησίας είναι σταυρικό. Στηρίζεται πάνω στον Σταυρό του Χριστού. Παρακαλούμε τον Θεό να φυλάττη το δικό Του πολίτευμα δια του Σταυρού. «Και το σον φυλάττων διά του σταυρού σου πολίτευμα». Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι ο Σταυρός είναι η βάση του ορθόδοξου εκκλησιαστικού πολιτεύματος και ότι το ορθόδοξο πολίτευμα είναι σταυρικό.

Θα ήταν, λοιπόν, καλό να χαραχθούν μερικές απλές σκέψεις για το κρίσιμο αυτό θέμα, αφού μάλιστα πιστεύω ότι αν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτήν την μεγάλη αλήθεια θα μπορέσουμε να εισδύσουμε στο πραγματικό και βαθύτερο νόημα της Ορθοδοξίας.

Κατ’ αρχάς ο Σταυρός στην πατερική διδασκαλία, εκτός του ότι είναι το ξύλο πάνω στο οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του και θριάμβευσε εναντίον των δυνάμεων του σκότους, συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε τους ανθρώπους προ του Νόμου, μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού και μετά από αυτήν.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε μια ομιλία του αναπτύσσει αυτήν την θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας. Τονίζει ότι Σταυρός είναι «η της αμαρτίας κατάργησις». Επίσης, υπογραμμίζει την αλήθεια ότι ο Σταυρός του Χριστού «προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως».

Έτσι ο Σταυρός του Χριστού προτυπωνόταν μυστικώς στην Παλαιά Διαθήκη και στην πραγματικότητα, όπως λέγει στην συνέχεια της ομιλίας του ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, βιώνονταν από όλους τους Προπάτορας και τους Προφήτας. Πραγματικά, «φίλοι Θεού πολλοί των πρό νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος». Έτσι «και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και πρό του τελεσθήναι».

Βεβαίως, το σχήμα του Σταυρού πάνω στον οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του είναι τίμιο και προσκυνητό, γιατί είναι εικόνα του εσταυρωμένου. Έχει μεγάλη αξία διότι, πάλι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός με την θνητή και παθητή σάρκα που προσέλαβε από την Παναγία «τον μεν αρχέκακον όφιν θεοσόφω δελέατι δια του σταυρού αγγιστρεύσας το υπ’ αυτού δουλούμενον άπαν ηλευθέρωσε γένος». Γι’ αυτό διά του Σταυρού ήλθε η σωτηρία σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Επομένως, ο Σταυρός είναι το όργανο εκείνο διά του οποίου ο Χριστός απέθανε και με το οποίο νίκησε τις δυνάμεις του σκότους, αλλά συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε και σώζει τους ανθρώπους προ του Νόμου και μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως και μετά την ενανθρώπηση του Χριστού.

Η Εκκλησία του Χριστού στηρίζεται πάνω στον Σταυρό και όλη η εκκλησιαστική ζωή, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι στην πραγματικότητα σταυρική ζωή. Οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να προσκυνούμε τον τύπο του Σταυρού, διότι είναι σημείο και τρόπαιο μέγιστο του Χριστού εναντίον του διαβόλου και όλης της αντικειμένης φάλαγγος, «διο και φρίττουσι (οι δαίμονες) και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Θα ήθελα στην συνέχεια να τονίσω τρεις πραγματικότητες στις οποίες φαίνεται ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό, δηλαδή στηρίζεται πάνω στον Σταυρό.

Πρώτον, τα Μυστήρια της Εκκλησίας που αποτελούν το κέντρο της πνευματικής ζωής γίνονται με την ενέργεια του Σταυρού. Το νερό της κολυμβήθρας αγιάζεται με την σημείωση του Τιμίου Σταυρού, αφού όχι μόνον ο Σταυρός, αλλά και το σχήμα του Σταυρού είναι θείο και προσκυνητό και, επομένως, είναι αγιαστικό. Όταν εισερχόμαστε στην ιερά κολυμβήθρα βαπτιζόμεθα στον θάνατο του Χριστού, που σημαίνει μετέχουμε της δυνάμεως του Σταυρού. Ο ιερεύς μας χρίει με το Άγιο Μύρο σχηματίζοντας επάνω μας το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι βίωση και μέθεξη του Τιμίου Σταυρού. Κατά την θεία Λειτουργία δεν ενθυμούμαστε τα θαύματα που έκανε ο Χριστός όσο ζούσε, αλλά τον Σταυρό, τον θάνατο και την ανάστασή Του.

Και όταν ο ιερεύς παρακαλή τον Θεό Πατέρα να στείλη το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλη τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού σχηματίζει πάνω από τα Δώρα τον Τίμιο Σταυρό. Το ίδιο γίνεται με όλα τα Μυστήρια και όλες τις τελετές της Εκκλησίας. Κατά την διάρκεια της «στέψεως» όχι μόνον σχηματίζεται στους νεονύμφους ο Τίμιος Σταυρός, αλλά και όλη η ζωή του χριστιανικού ανδρογύνου, όπως περιγράφεται στις ευχές του Μυστηρίου του Γάμου, είναι σταυρική. Και πραγματικά αν δούμε την οικογενειακή ζωή έξω από τον Σταυρό, τότε αποτυγχάνουμε να την ερμηνεύσουμε και να την κατανοήσουμε ορθόδοξα.

Δεύτερον, όλη η ζωή του Χριστιανού είναι στην πραγματικότητα σταυρική. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ερμηνεύοντας την εντολή του Χριστού να αίρουμε τον Σταυρό μας, αναφέρει δύο περιπτώσεις άρσεως του Σταυρού. Η μία είναι όταν παραδίδουμε την ζωή μας υπέρ της ευσεβείας κατά τον καιρό των διωγμών της Εκκλησίας και έτσι περιφρονούμε την ίδια την βιολογική ζωή για την δόξα του Χριστού. Η άλλη είναι — κατά τον καιρό της ειρήνης της Εκκλησίας — όταν ο άνθρωπος ζώντας την ζωή της ευσεβείας αγωνίζεται να σηκώνη τον Σταυρό, σταυρώνοντας τα πάθη και τις επιθυμίες.

Όλη η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από προτροπές γι’ αυτήν την εργασία. «Νεκρώσατε τα μέλη υμών τα επί της γης», τονίζει ο Απόστολος Παύλος (Κολ. γ’, 5). Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει λόγο για τον σταυρό της πράξεως και της θεωρίας. Βέβαια, οι λέξεις πράξη και θεωρία στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα από ό,τι έχουν προσδώσει σ’ αυτές οι δυτικοί Χριστιανοί. Οι τελευταίοι όταν μιλούν για πράξη εννοούν την ιεραποστολή, δηλαδή όλη την προσπάθεια να «ευαγγελίσουν» τον λαό, και όταν μιλούν για θεωρία εννοούν τους στοχασμούς και τις σκέψεις που κάνουμε γύρω από τον Θεό και όλα τα θέματα της χριστιανικής διδασκαλίας. Αλλά στην Ορθόδοξη Παράδοση όταν κάνουμε λόγο για πράξη εννοούμε κυρίως την μετάνοια, διά της οποίας καθαίρεται η καρδιά του ανθρώπου, και κάνοντας λόγο για θεωρία εννοούμε τον φωτισμό του νου, που εκφράζεται με την νοερά προσευχή και την θέα της ακτίστου δόξης του Θεού. Τόσο η πράξη όσο και η θεωρία είναι βίωση του Σταυρού.

Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να ακούση τον λόγο του Θεού: «έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου» (Γεν. ιβ’, 1), δηλαδή καλείται να νεκρώση την πατρίδα και τον κόσμο, να βλέπη πέρα από αυτές τις κτιστές πραγματικότητες, όταν αγωνίζεται να εφαρμόση την παραγγελία του Θεού: «λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου» (Εξ. γ’, 5), δηλαδή να αποθέση τους δερματίνους χιτώνας τους οποίους φόρεσε και διά των οποίων ενεργεί η αμαρτία και να νεκρώση το φρόνημα της σαρκός που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός, και όταν καλήται να ανέβη στο όρος της θεωρίας του Θεού μετά από νόμιμη άθληση, αυτό είναι βίωση του μυστηρίου του Σταυρού. Γιατί, όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που ερμηνεύει τα πιο πάνω, «και η εν Θεώ θεωρία του Σταυρού μυστήριον εστι, του προτέρου εκείνου μυστηρίου μείζον». Έτσι βίωση του Σταυρού είναι η φυγή του ανθρώπου από την αμαρτία καθώς επίσης και η φυγή και η νέκρωση της αμαρτίας από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό λέμε ότι όλη η χριστιανική ζωή είναι βίωση του Σταυρού.

Τρίτον, όλη η ατμόσφαιρα που υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ζωή σταυρική. Συνιστά το πολίτευμα του Σταυρού.

Η θεολογία είναι έκφραση της σταυρικής ζωής, προϋποθέτει μιά νέκρωση του παλαιού ανθρώπου. Δεν μπορεί κανείς να θεολογήση αν δεν βιώση τον Θεό, και δεν μπορεί να φθάση στην κοινωνία και την ενότητα με τον Θεό, αν προηγουμένως δεν καθαρθή, γιατί, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «τέλος αγνείας θεολογίας υπόθεσις». Τόσο η λεγομένη άποφατική θεολογία όσο και η λεγομένη καταφατική θεολογία προϋποθέτουν κάθαρση του ανθρώπου και νέκρωση των σαρκικών δυνάμεων.

Ακόμη, οι λειτουργικές τέχνες, που είναι έκφραση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, είναι σταυρικές. Η ορθόδοξη αγιογραφία, η ορθόδοξη αρχιτεκτονική, η ορθόδοξη υμνογραφία και ψαλτική προϋποθέτουν τον Σταυρό. Η βάση όλων των λειτουργικών τεχνών είναι στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, δηλαδή η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Αν βλέπουμε αυτές τις λειτουργικές τέχνες έξω από την υπόστασή τους, τότε μάλλον ματαιοπονούμε και δεν βοηθούμεθα στην προσπάθεια να σωθούμε.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει νόημα όταν αντικαθιστούμε τις δυτικές θρησκευτικές τέχνες με τις λεγόμενες βυζαντινές, όταν παράλληλα δεν αγωνιζόμαστε να βρισκόμαστε στην προοπτική της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Το να ψάλλη κανείς ορθόδοξα και παραδοσιακά προϋποθέτει ένα ήθος. Και αυτό το ήθος δεν το κάνει η εξωτερική συμμόρφωση προς μια παράδοση, αλλά κυρίως και προ παντός ο βαθμός της συμμορφώσεώς μας προς την θεραπευτική αγωγή που διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Άλλωστε, από την ορθόδοξη διδασκαλία γνωρίζουμε καλά ότι οι εικόνες αγιάζουν τον άνθρωπο που τις προσκυνά με δύο βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι ο αγιασμός είναι μέθεξη της θείας Χάριτος, δυνάμει της υποστατικής ταυτότητας της εικόνας με το τεθεωμένο αρχέτυπό της. Η δεύτερη είναι ότι οι εικόνες αγιάζουν δυνάμει της πνευματικής καταστάσεως του προσκυνούντος. Αν ο άνθρωπος είναι στο στάδιο της καθάρσεως, τότε βοηθείται για την κάθαρση, αν βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού βοηθείται για την τελείωση αυτού του σταδίου και αν βρίσκεται στο στάδιο της θεώσεως αναπτύσσεται περισσότερο σ’ αυτό.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι η προσκύνηση μιας εικόνας, έστω κι αν είναι βυζαντινή, χωρίς να υπάρχουν αυτές οι απαραίτητες προϋποθέσεις, χωρίς, δηλαδή, να γίνεται μέθεξη της θείας Χάριτος, και χωρίς να ακολουθή ο άνθρωπος την θεραπευτική – ασκητική αγωγή της Εκκλησίας δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Το ίδιο ακριβώς γίνεται με όλες τις λειτουργικές τέχνες, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών.

Γενικά η ορθόδοξη ζωή προϋποθέτει την νέκρωση των εξωτερικών αισθήσεων για να εμφανισθούν και να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές αισθήσεις, την αποβολή της φιλαυτίας προς χάριν της αγάπης, την υπέρβαση του ατομισμού και την μετάβαση του ανθρώπου από την αγάπη που ζητεί τα εαυτής στην αγάπη που δεν ζητεί τα εαυτής, και την μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε από το παρά φύσιν να οδηγηθούν στο κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Όλη αυτή η ζωή, που συνιστά την μετάνοια, λέγεται σταυρική και πολίτευμα του Σταυρού. Δεν πρόκειται απλώς για μιά τιμητική εξωτερική προσκύνηση του Σταυρού, αλλά για μυστηριακή βίωση της ακτίστου ενεργείας, δηλαδή της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.

Εδώ τίθεται ένα μεγάλο πρόβλημα: ένα Κράτος, έστω κι αν είναι χριστιανικό, έστω κι αν προσπαθή να συντονισθή με το πολίτευμα του Σταυρού, μπορεί στην πραγματικότητα να βιώση αυτήν την σταυρική ζωή;

Η εκκλησιαστική ιστορία έχει αποδείξει καθαρά ότι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων βίωναν τον σταυρό της πράξεως και της θεωρίας. Η ανάγνωση των κειμένων της Αγίας Γραφής και των Αποστολικών Πατέρων το φανερώνει καθαρά. Επίσης, κατά την διάρκεια των διωγμών υπήρχε βίωση του μυστηρίου του Σταυρού. Αλλά όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του Κράτους εισήλθαν κάποιες σκοπιμότητες και έτσι, παρά τις υπάρχουσες εξαιρέσεις, άρχισε να εξασθενή το πολίτευμα του Σταυρού. Μιλάω για πολιτικές σκοπιμότητες γιατί η λεγομένη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε κάνει την επιλογή της, ότι δηλαδή η Ορθοδοξία έπρεπε να αποτελή το στοιχείο ενότητος των κατοίκων της.

Ακριβώς όμως εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε ο Μοναχισμός που είναι καρπός και αποτέλεσμα της εκκοσμικεύσεως της ορθόδοξης ζωής. Γι’ αυτό οι πρώτοι Μοναχοί όταν συναντούσαν Χριστιανούς προερχομένους από τον κόσμο τούς ερωτούσαν αν υπάρχη Εκκλησία στον κόσμο. Βέβαια, γνώριζαν πολύ καλά ότι υπήρχαν Ναοί, όπου τελούνταν τα Μυστήρια, αλλά αυτοί ρωτούσαν αν υπάρχη το σταυρικό πολίτευμα, αν οι Χριστιανοί βίωναν την πράξη και την θεωρία της χριστιανικής ζωής.

Επίσης η διατύπωση τόσων όρων, αλλά και η δημιουργία τόσων Κανόνων δείχνει ότι άρχισε τότε η εκκοσμίκευση στην χριστιανική ζωή, οπότε η Εκκλησία διά των αγίων Πατέρων της ήθελε να δημιουργήση τα όρια που θα δείχνουν την αλήθεια από την πλάνη.

Μπορεί να φανή παράξενο αυτό που θα πω στην συνέχεια. Η προβολή της διδασκαλίας του ησυχασμού, που έγινε τον 14ον αιώνα από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ήταν αρίστη προετοιμασία του λαού υπό του Θεού να αντιμετωπίση την δυσκολία της υποδουλώσεως στους Τούρκους.

Και επειδή κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας έχουμε την επάνοδο στην ασκητική διάσταση της Ορθοδοξίας, στην βίωση του πολιτεύματος του Σταυρού, γι’ αυτό στην πραγματικότητα η ημέρα της υποδουλώσεώς μας στους Τούρκους μπορεί να θεωρηθή Κυριακή της Ορθοδοξίας. Τότε χάθηκαν τα εξωτερικά στηρίγματα, η εξωτερική περίλαμπρη επιφάνεια και άρχισε να φαίνεται και να βιώνεται το εσωτερικό μεγαλείο, δηλαδή άρχισε να βιώνεται η πτωχεία με όλη την ορθόδοξη σημασία της λέξεως.

Σήμερα, δυστυχώς, παρατηρούμε, ότι οι περισσότεροι από μας δεν βιώνουμε το πολίτευμα του Σταυρού. Έχουμε θρησκειοποιήσει τον Χριστιανισμό, τον έχουμε εκκοσμικεύσει. Όχι μόνον ζητάμε προστασία από το Κράτος, αλλά χάσαμε την ασκητική ζωή. Η θεολογία, η λατρευτική ζωή, ο τρόπος ζωής μας δεν είναι έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά έκφραση μιας αντισταυρικής ζωής. Κυριαρχούν οι εξωτερικές αισθήσεις, η λογική, το δικαίωμα και το θέλημα. Από εκεί προέρχονται όλα τα δεινά.

Δεν θέλω να απαριθμίσω διάφορα περιστατικά της σύγχρονης ζωής, ακριβώς γιατί είναι γνωστά σε όλους μας. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι αν δεν μάθουμε τι είναι ο Σταυρός κι αν δε βιώσουμε το μυστήριο του Σταυρού, δεν θα μάθουμε ποτέ τι είναι Ορθοδοξία και ποιά πρέπει να είναι η θέση μας μέσα σ’ αυτήν. Και, φυσικά, δεν θα μάθουμε τι είναι ανάσταση της ψυχής, ούτε τι είναι σωτηρία του ανθρώπου. Και, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, ένας ο οποίος δεν γνωρίζει εκ πείρας τον Θεό, δεν έχει γνώση της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αυτός στην πραγματικότητα είναι άθεος. Άθεοι δεν είναι μόνον εκείνοι που δεν πιστεύουν στον Θεό, αλλά και εκείνοι που δεν έχουν προσωπική πείρα του Θεού.

Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό, δηλαδή στηρίζεται πάνω στον Σταυρό και διαποτίζεται από αυτόν. Και ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι σταυροφόρος, καρφωμένος πάνω στον Σταυρό. Εκεί αισθάνεται αναπαυμένος. Και επειδή είναι σταυρωμένος γι’ αυτό είναι και ελεύθερος.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

Αντιμετωπίζουμε διαρκώς το πρόβλημα πως υπάρχουν πολλοί ευσεβοθεληταί Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: “Εμπειρική Δογματική”


Αντιμετωπίζουμε διαρκώς το πρόβλημα πως υπάρχουν πολλοί ευσεβοθεληταί

Σε αντίθεση με τον δυτικό Χριστιανισμό, στους Πατέρες της Εκκλησίας δεν γίνεται λόγος για μία αυτόνομη ηθική, για μια ηθικολογία, που συνδέεται με μια εξωτερική βελτίωση της ζωής, αλλά κυρίως για ασκητική.



Κατ’ αρχάς, όπως προαναφέρθηκε, η λεγόμενη ηθική συνδέεται με την δογματική, δεν στηρίζεται δηλαδή σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές ιδέες, αλλά στις αποκαλυφθείσες αλήθειες.

«Εδώ φαίνεται σαφώς, ότι εξ επόψεως ανθρωπολογικής δομής ότι υπάρχει μια ειδική αντίληψη της λειτουργίας της ανθρώπινης προσωπικότητας που βέβαια έχει έναν χαρακτήρα που ομοιάζει με την ηθική, αλλά δεν είναι καθόλου ηθική, διότι είναι ασκητική».

Διαβάζοντας τα πατερικά κείμενα, διακρίνουμε καθαρά ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονταν την ηθική, όπως νοείται σήμερα. Όταν χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο στα συγγράμματα τους, τα λεγόμενα ηθικά, στην πραγματικότητα εννοούσαν την ασκητική. Έδιναν μεγάλη σημασία στον νου του ανθρώπου, που διαφοροποιείται από την λογική και είναι ο οφθαλμός της ψυχής.

«Οι Πατέρες δεν δέχονται ηθική, δεν υπάρχει ηθική στους Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν εννοώ ότι οι Πατέρες διδάσκουν την ανηθικότητα, αλλά αυτό που σήμερα λέμε ηθική, στους Πατέρες λέγεται ασκητική.

Λοιπόν, για τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι:

Είναι άνθρωποι που έχουν εσκοτισμένον τον νουν και, επειδή έχουν εσκοτισμένον τον νουν, έχουν την όψη ανήθικων ανθρώπων, αυτό που λέμε σήμερα είναι κακοί άνθρωποι, ανήθικοι άνθρωποι· αλλά οι Πατέρες το εννοούν ως σκοτασμό του νοός. Και είναι οι άνθρωποι που έχουν φωτισμό νοός».

Επομένως, το κέντρο της ασκητικής είναι ο φωτισμένος η εσκοτισμένος νους και όχι απλώς μια εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου.

«Και ποιος είναι ο σκοπός της ασκητικής; Ο σκοπός της ασκητικής είναι απλούστατος. Διαβάστε όλα τα τροπάρια, διαβάστε την ακολουθία του Βαπτίσματος, διαβάστε τα τροπάρια της Εκκλησίας, την Μεγάλη Εβδομάδα, όλη την περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, διαβάστε όλα τα λειτουργικά βιβλία προσεκτικά. Ποιος είναι ο σκοπός; Ο σκοπός είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νοός.

Και κάτι άλλο. Ο Χριστιανισμός υπάρχει με μοναδικό σκοπό να περνάει τους ανθρώπους από την κάθαρση και να τους οδηγεί στον φωτισμό. Υπάρχει κανένας άλλος σκοπός του Βαπτίσματος; Αυτός είναι ο σκοπός. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός».

Κάθε ηθικό σύστημα έχει διαφορετικά κριτήρια που καθορίζουν το ηθικό και το ανήθικο. Στην Ορθοδοξία συμβαίνει κάτι διαφορετικό.

«Δεν μπορείς να βασίσεις ένα ηθικό σύστημα σε αυτό, ότι δηλαδή αυτό είναι ηθικό και αυτό είναι ανήθικο. Δεν έχει καμία σχέση με την ηθική από αυτής της απόψεως. Ορθόδοξη ηθική δεν υπάρχει, υπάρχει μόνον ασκητική».

Τα κριτήρια στην Ορθόδοξη παράδοση είναι ασκητικά. Έτσι δικαιολογούνται οι ξαφνικές αλλαγές πόρνων και τελωνών. Στην ακολουθία της Μ. Τρίτης λέγεται για την πόρνη γυναίκα: «Η πρώην άσωτος γυνή εξαίφνης σώφρων ώφθη, μισήσασα τα έργα της αισχράς αμαρτίας». Πρόκειται για αλλαγή που γίνεται με την Χάρη του Θεού.

«Υπάρχει, ας πούμε, μια αίσθηση ιστορική μέσα στην παράδοσή μας, η οποία δεν βασίζεται πάνω σε ηθικά κριτήρια, αλλά βασίζεται σε ασκητικά κριτήρια. Διότι, εκείνος ο οποίος μπορεί να είναι βουλιαγμένος, ας πούμε, μέσα σ’ αυτού του είδους την αμαρτία κλπ., άξαφνα, με μία αλλαγή, γίνεται άγιος της Εκκλησίας.

Έχουμε τέτοια παραδείγματα αρκετά στην Ορθοδοξία. Εδώ για να δη κανείς μια διαφορά βλέπει ότι στην δική μας Εκκλησία μπορεί μία πόρνη να γίνει καλόγρια σ’ εμάς, δηλαδή, και μάλιστα κι ευπρόσδεκτη κιόλας».

Άλλωστε, και αυτή η πτώση του ανθρώπου δεν είναι ηθική, αλλά πραγματική, που συνετέλεσε στην διαφθορά όλου του ανθρώπου, επηρέασε ακόμη και την κτίση. Η πτώση εκφράζεται ως σκοτασμός του νου, ως στέρηση «της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ’, 23).

«Πολλοί εννοούν την πτώση σήμερα ως ηθική πτώση, ενώ όταν μιλάει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος για πτώση δεν εννοεί ηθική πτώση, διότι δεν έχει ηθική ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος είναι ασκητής. Διδάσκει ασκητική κι όχι ηθική και σκέφτεται ασκητικά και όχι ηθικά. Εννοεί ότι έχουν γίνει τώρα Επίσκοποι άνθρωποι που δεν έχουν νοερά προσευχή. Αυτό εννοεί. Γι’ αυτό είναι σαν τους παλαιοτέρους λαϊκούς, που δεν είχαν ακόμα νοερά προσευχή, που ήσαν νεοφώτιστοι, αλλά όχι φωτισμένοι ακόμα».

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ομιλεί για θέωση και όχι για μια ηθική.

«Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, λέει, για να γίνει κανείς Δεσπότης, έπρεπε την θεολογία να την κάνη βίωμα. Τώρα το διαβάζουμε αυτό και νομίζουμε ότι θέλει να πη ότι κάνοντας βίωμα την θεολογία, σημαίνει ότι γινόμαστε καλά παιδιά. Όσοι τα βλέπουν σήμερα αυτά ταυτίζουν το βίωμα της θεολογίας με την ηθική. Ναι, αλλά το βίωμα δεν είναι ηθική. Το βίωμα της θεολογίας είναι η νοερά προσευχή και η θέωση, όχι η ηθική».

Επίσης, όταν κάνη λόγο ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος για το ότι οι Κληρικοί έχουν εκπέσει, δεν εννοεί απλώς τα ηθικά παραπτώματα, αλλά ότι έχασαν αισθητώς την Χάρη του Θεού.

«Δεν εννοεί ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι οι παπάδες και οι δεσποτάδες έχουν γίνει ανήθικοι, παλιάνθρωποι, μουντζουρωμένοι κ.ο.κ.».

Έτσι, η ηθική δεν χωρίζεται από το δόγμα της Εκκλησίας και είναι καθαρά ασκητική. Γι’ αυτό διαφέρει σαφέστατα η Χριστιανική ηθική, όπως επικράτησε στην Δύση, από την ασκητική.

«Κανένας από τους Πατέρας της Εκκλησίας δεν ήταν φιλόσοφος και ο τρόπος της θεολογίας τους ήταν καθαρά αντιορθολογικός, δηλαδή νοερά προσευχή κλπ. Η άσκηση δεν ήταν ηθική. Υπάρχει διαφορά μεγάλη μεταξύ ηθικής και ασκητικής. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διότι η άσκηση είναι θεραπευτική, ενώ η ηθική δεν βοηθά σε τίποτα. Η ηθική οδηγεί στην κόλαση στο τέλος τέλος. Δεν εννοώ, να είναι κανείς ανήθικος, όχι υπό αυτή την έννοια.

Η Ορθόδοξη ηθική είναι ασκητική, αλλά δεν έχει τα θεμέλια της φιλοσοφίας. Δεν έχει καμία σχέση με την φιλοσοφική ηθική. Ούτε με την θρησκευτική ηθική των δυτικών Χριστιανών, σχολαστικών, προτεσταντών κλπ. Καμιά σχέση με αυτό το φαινόμενο. Στην Ορθοδοξία, ο χειρότερος άνθρωπος μπορεί να καθαρισθεί και να φθάσει στην φώτιση».

Η ασκητική δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε ηθική, αφού στην βάση της είναι θεραπευτική της όλης προσωπικότητος του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη ασκητική ομοιάζει περίπου με την μέθοδο της συγχρόνου ψυχιατρικής, διαφέρει, όμως, ως προς τον τρόπο και τον σκοπό.

«Άλλο είναι να διδάξει κανείς ηθικολογικά τα θέματα και άλλο να προσφέρει κανείς την θεραπεία της Ορθοδόξου παραδόσεως. Γι’ αυτό τον λόγο τονίζω πολλά χρόνια τώρα ότι δεν υπάρχει Ορθόδοξη ηθική, υπάρχει μόνο ασκητική.

Και ότι η Ορθόδοξη ασκητική μπορεί κάλλιστα να περιγραφή ως πνευματική ψυχιατρική, απλούστατα διότι η ενέργεια του νοός ή η καρδιά όπου προσεύχεται το Πνεύμα το Άγιο κ.ο.κ., είναι μια φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου, δηλαδή είναι φυσιολογικό μέρος της προσωπικότητος του ανθρώπου, δεν είναι ξένο προς την προσωπικότητα του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος φυσιολογικά έχει την ικανότητα να δέχεται αυτήν την προσευχή μέσα στον χώρο της καρδιάς».

Εφ’ όσον ο σκοπός του ανθρώπου είναι να φθάσει στην ανιδιοτελή αγάπη, αφού απαλλαγή από την φιλαυτία, αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά θεραπευτικό.

«Ο προορισμός του ανθρώπου, καθαρά από την Αγία Γραφή, φαίνεται ότι είναι πώς θα φθάσει στην ανιδιοτελή αγάπη. Το πρόβλημα είναι ηθικό ή θεραπευτικό; Φθάνει με άσκηση ηθική ή άσκηση θεραπευτική;».

Ασφαλώς το πρόβλημα είναι θεραπευτικό και όχι ηθικό, όπως εννοούν οι άνθρωποι σήμερα την ηθική.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ανευρίσκει κανείς απλώς ηθικά συστήματα, αλλά θεραπευτική αγωγή, δηλαδή εκτίθενται τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι θεραπεύονται. Βεβαίως, δεν πρόκειται για εξωτερικούς τρόπους, αλλά για συνεργεία Θεού και ανθρώπου, αφού η Χάρη ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.

Πρόκειται για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Αλλού θα γίνει ανάλυση αυτής της θεραπευτικής πορείας, αλλά εδώ θα εντοπισθεί επιγραμματικά για να προσδιορισθεί με συντομία πώς εννοούμε την ασκητική, η οποία ταυτίζεται με την θεραπευτική αγωγή και είναι το αντίθετο της Χριστιανικής ηθικής, την οποία μπορεί να βρει κανείς και σε άλλες Χριστιανικές ομολογίες.

Οι άνθρωποι, κατά τους Πατέρες, δεν χωρίζονται σε ηθικούς και ανήθικους, σε ευσεβείς και ασεβείς με κριτήρια ανθρωποκεντρικά και ηθικολογικά.

«Αντιμετωπίζουμε διαρκώς το πρόβλημα πως υπάρχουν πολλοί ευσεβοθεληταί, αυτοί που ή κάνουν τον ευσεβή ή ομιλούν για την ευσέβεια ή την ηθική, που χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς.

Στην Ορθόδοξη παράδοση η ανθρωπότητα δεν χωρίζεται σε καλούς ή κακούς ανθρώπους, σε ηθικούς και ανήθικους. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν στάδια τελειότητας. Όχι ηθικός-ανήθικος, καλός-κακός».

Μερικοί μετέτρεψαν, όμως, την Ορθοδοξία σε ένα ηθικό σύστημα για την βελτίωση και την συγκρότηση της κοινωνίας, που συνεργάζεται με την αστυνομία για την βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

«Πήγαν να μεταβάλουν την Ορθοδοξία σε μια ηθική θρησκεία. Αυτό είναι η ουσία του θέματος. Έλεγαν ότι το έργο της Εκκλησίας είναι να βοηθάει προληπτικά. Προμηθεύς ήταν η Εκκλησία και επιμηθεύς η Αστυνομία. Η Εκκλησία προσπαθεί να φτιάξη καλούς πολίτες και η Αστυνομία κάθεται να ελέγχει αν έγιναν πράγματι καλοί πολίτες κ.ο.κ.

Έτσι, δημιουργήθηκε μια Ορθοδοξία που ομοιάζει πολύ με την Ορθοδοξία της Ρωσίας, που μπορεί να σταθεί μόνο με την βοήθεια του στρατού και της αστυνομίας».

Γενικά, το δόγμα συνδέεται με την ηθική και κατά ακριβολογία με το ήθος του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει απλώς ηθική, όπως το βλέπουμε στα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και δυτικά Χριστιανικά συστήματα, αλλά έχει ασκητική. Δια της Ορθοδόξου ασκητικής που απορρέει από το Ορθόδοξο δόγμα και είναι η κάθαρση και ο φωτισμός, ο άνθρωπος βιώνει το δόγμα, δηλαδή το δόγμα γίνεται βίωμα και ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση. Η Ορθόδοξη ασκητική είναι συνεργεία του ανθρώπου στην άκτιστη ενέργεια του Θεού.

π. Ι. Ρωμανίδης

Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: “Εμπειρική Δογματική”

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός: Η Ύψωση Του Τιμίου Σταυρού


Ἡ γιορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ παλαιά. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρχε ἤδη τὸν Ε΄ αἰώνα καὶ καθιερώθηκε ὡς ἀνάμνηση ἑνὸς μεγάλου γεγονότος – τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου.

Ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο, διότι μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ οἱ Ρωμαῖοι δύο φορὲς κατέστρεψαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ ἁγία Ἑλένη στὴ θέση της ὑπῆρχαν μόνο ἐρείπια.
Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἀδριανός, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τεχνητὸς λόφος στὴ θέση τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ φτιαχτεῖ πάνω του ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης.

Ἡ ἁγία Ἑλένη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει τὴν ἔρευνά της. Τότε ὁ Κύριος τῆς ἔστειλε ἕναν ἡλικιωμένο Ἑβραῖο ποὺ ὀνομαζόταν Ἰούδας καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ὁ Σταυρὸς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ αὐτοκράτειρα διέταξε νὰ ἰσοπεδωθεῖ ὁ εἰδωλολατρικὸς ναὸς καὶ τότε βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τρεῖς σταυρούς. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε πάνω του τὴν ἐπιγραφὴ καὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, διότι ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς στὸν ὁποῖο πάνω ἔβαλαν τὸν Σταυρό. Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος τὸν ὕψωσε γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Ταυτόχρονα ὅλος ὁ λαὸς μὲ χαρὰ ἔψαλλε˙ «Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!» Ἔτσι ψάλλαμε καὶ ἐμεῖς χτὲς στὴν παννυχίδα.

Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σημερινῆς γιορτῆς. Καὶ κάνοντας ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐνθυμούμενοι τὴν σταύρωση καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Σταυροῦ.
Γιὰ τὴν σημασία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους. Ἀκοῦστε τὸν λόγο του καὶ προσπαθῆστε νὰ καταλάβετε τὴν σημασία του˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Κορ. α´18).
Μωρία καὶ τρέλα εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ ἐκείνους ποὺ χάνονται, γιὰ μᾶς ὅμως εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ «γέγραπται γάρ˙ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω» (Α΄ Κορ. α´19). Τὸ ἔλεγε ἤδη ὁ προφήτης Ἠσαΐας. «Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. α´ 20).
Ἔκανε μωρία ὁ Θεὸς ὅλη τὴν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ παλαιὰ χρόνια ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς λαοὺς θεωροῦνταν οἱ Γερμανοί. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν φορέας ὅλης τῆς κοσμικῆς σοφίας. Ἀπὸ μέσα του βγῆκαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Κάντιος, ὁ Φίχτε καὶ ὁ Γέγελ. Στὴ Γερμανία ἡ ἐπιστήμη προχώρησε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης.

Εἴδατε πῶς κατήσχυνε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν σοφία τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ μωρία. Ὑπῆρχε ποτὲ μωρία φοβερότερη ἀπ’ αὐτὴ τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἤμασταν μάρτυρες; Εἶχε φτάσει ποτὲ κανένας λαὸς σὲ τέτοιο σημεῖο τρέλας, ὥστε νὰ ἐξοντώνει μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ νὰ καταστρέφει τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ;

Δὲν πραγματοποιήθηκε πάνω στὸν γερμανικὸ λαὸ ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει˙ «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας, ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν» (Α΄ Κορ. α´ 20-22).
Πολλὲς φορὲς ἀκούσατε στὸ Εὐαγγέλιο πὼς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ τοὺς δείξει σημεῖα, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε, ζητοῦσαν ἀπ’ Αὐτὸν θαύματα.
Ποιά ἄλλα θαύματα ἤθελαν, ἀφοῦ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε συνεχῶς; Ἦταν τυφλοί, γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ ἄλλα θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν νὰ ἀποδείξει ὁ Κύριος τὴν ἄνω κλήση του.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν». Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν λαὸς πολὺ βαθυστόχαστος. Ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτοῦ τοῦ λαοῦ βγῆκαν οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ σήμερα παραμένουν ἀξεπέραστοι.
Ὁ Ἀριστοτέλης, παραδείγματος χάριν, εἶναι φορέας μιᾶς ἀξεπέραστης σοφίας καὶ βαθύτατος νοῦς. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ἕνας λαὸς ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἕνας λαὸς ποὺ διψοῦσε νὰ ἀκούει κάθε τί τὸ σοφό, λαὸς ποὺ οἱ ἐκπρόσωποί του ἄκουγαν μὲ προσοχὴ στὸν Ἄρειο Πάγο τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖνος μιλάει γιὰ κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν.
«Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α΄ Κορ. α´ 22-23). Οἱ Ἰουδαῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία περίμεναν ἕνα μεγάλο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θὰ γινόταν ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ὑπέτασσε σ’ αὐτὸν ὅλο τὸν κόσμο. Ἦταν σκάνδαλο γι’ αὐτούς, ν’ ἀκοῦνε ὅτι Μεσσία θεωροῦν Αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι σταύρωσαν.
Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ ἦταν μωρία καὶ μὲ πολλὴ περιφρόνηση μιλοῦσαν ἐκεῖνοι γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στοὺς πρώτους αἰῶνες. Περιέπαιζαν τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸ ὅτι θεωροῦν Θεὸ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, Αὐτὸς ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ σοφία.
Γιὰ ὅλους ἐμᾶς κήρυγμα γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο Ἰησοῦ εἶναι κήρυγμα γιὰ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σοφία του. Διότι, πεῖτε μου, ποιός ποτὲ σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φανέρωσε τέτοια δύναμη ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι μόνο μὲ τὸ δικό του κήρυγμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ φοβερὸ καὶ θαυμαστὸ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μὲ τὸ δικό του Αἷμα καὶ τὸν Σταυρό του;
Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο καὶ κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου γι’ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ χάραξαν πάνω στὴν καρδιά τους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἐμεῖς κηρύττουμε τὸν Χριστό, λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ὑπέρτατη δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Σοφία Του, σοφία ἡ ὁποία ἀπέδειξε μωρία ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς σοφία ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε τώρα ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας δὲν βρίσκεται σὲ βιβλία, γραμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ… Πάντα ἔχουμε στὸ νοῦ μας τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸν Χριστὸ «ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. β´3). Ἀναζητοῦμε τὴ σοφία μόνο σ’ αὐτὸ τὸν θησαυρὸ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος˙ «Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν» (Παρ. Ι´ 31).
Πεῖτε μου ποιά στόματα ἀνέβλυζαν περισσότερη σοφία ἀπὸ τὰ στόματα τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πολλῶν ἄλλων ἁγίων; Ποιό στόμα ἀνάβλυζε σοφία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ὁσίων Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου; Γνωρίζουμε ὅτι τὸ στόμα τῶν δικαίων ἀναβλύζει σοφία. Γνωρίζουμε ὅτι ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σοφοῦ Σολομῶντος˙ «στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾶ σοφίαν» (Παρ. ΙΑ´ 2), ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σοφό, βλέπουν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν περιφρονοῦν κανέναν. Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι κατέχουν τὴ γνήσια καὶ ἀληθινὴ σοφία, μία σοφία ξεχωριστή, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγοντας τὸ ἑξῆς˙ «Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνὴ ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος» (Ἰακ. γ´ 17). Μὲ τέτοια σοφία ἦταν γεμάτοι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τέτοια σοφία πρέπει καὶ ἐμεῖς, ἁπλοὶ καὶ ἀδύναμοι χριστιανοί, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ σοφία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει˙ «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´ 25).
Αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος τοὺς θεωρεῖ μωρούς, ποὺ ὁ κόσμος δὲν δίνει σημασία ἢ ἀκόμα καὶ τοὺς περιφρονεῖ, αὐτὸ «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ» εἶναι σοφότερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι». Ἡ ἀδυναμία τῶν ταπεινῶν, τῶν πράων καὶ τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη δύναμη.
«Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς» (Α΄ Κορ. 1, 26). Καὶ αὐτοὶ εἶστε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνοίξατε τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀγαπήσατε τὸν Σταυρό Του. Γιὰ σᾶς μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει˙ «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ» (Α΄ Κορ. α´ 27-28).
Ὁ Κύριος γνωρίζει σὲ ποιά καρδιὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ σοφία. Ὁ Κύριος βλέπει τοὺς σοφούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν. Ὑπάρχουν μεταξύ μας, στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, σοφοί, ποὺ στὰ μάτια τοῦ κόσμου εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντοι. Ὑπάρχουν τέτοιοι σοφοὶ καὶ μεταξὺ τῶν φτωχῶν. Αὐτοὺς ὁ θεῖος Παῦλος τοὺς θεωρεῖ ἀληθινοὺς φορεῖς τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ ἀγάπησαν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος συμφιλίωσε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο.
Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τιμοῦν καὶ σέβονται μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς αἱρετικούς… Ὅλοι τους εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτοὺς ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶπε˙ «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ» (Α΄ Κορ. α´18). Θεωροῦν παραλογισμὸ τὴν τιμὴ ποὺ ἐμεῖς ἀποδίδουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους βρίζουν τὸν τίμιο Σταυρὸ μὲ τὰ πιὸ ἄσχημα λόγια. Τὸν παρομοιάζουν μὲ ἀγχόνη καὶ μᾶς περιγελοῦν λέγοντας πὼς αὐτὸ τὸ ὄργανο θανάτου ἐμεῖς μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ τιμᾶμε καὶ τὸ ἀνυψώνουμε πάνω ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἦλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι πάνω του κρεμάστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἁγιασμένος μὲ τὸν πιὸ μεγάλο ἁγιασμὸ – μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἔργο ποὺ Ἐκεῖνος πραγματοποίησε πάνω του˙ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μπορεῖ γιὰ μᾶς νὰ ὑπάρχει θησαυρὸς μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ ἁγιάστηκε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου; Ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ θυσιαστήριο ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐθεωρεῖτο ἱερό, ἂν τὸ σπαθὶ τοῦ Γολιάθ, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ἀποκεφάλισε αὐτὸν τὸν γίγαντα, φυλαγόταν μέσα στὸ ναὸ τυλιγμένο σὲ πολύτιμο ὕφασμα, τότε πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν τιμᾶμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζετε ὅτι τὰ πράγματα τῶν μεγάλων ἀνδρῶν φυλάγονται σὰν κειμήλια, ὅτι δημιουργοῦνται μουσεῖα ὅπου αὐτὰ φυλάγονται μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ πὼς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἐμεῖς λοιπὸν νὰ μὴν τιμᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ ἁγία Ἑλένη βρῆκε τὸ 326 μ.Χ.; Δὲν πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς δυστυχισμένους ἐκείνους αἱρετικοὺς ποὺ τὸν βλασφημοῦν; Δὲν πρέπει, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ τοὺς θεωροῦμε ἀνθρώπους ποὺ σκόνταψαν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ ἄδικα νομίζουν πὼς κατέχουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Ἂς μὴν ἔχουμε καμία κοινωνία μ’ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ βλασφημοῦν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ μας τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ! Ἂς μὴν ὑπάρχει μεταξύ μας κανεὶς ποὺ νὰ μὴν φοράει σταυρό!
Ξέρω ὅτι δὲν τὸν φορᾶτε ὅλοι. Φορᾶτε χάντρες καὶ μενταγιὸν καὶ τὸν σταυρὸ δὲν φορᾶτε. Μὴν δικαιολογεῖτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὸ ὅτι δὲν ἔχετε ποῦ νὰ τὸν ἀγοράσετε, γιατί ἂν ἀγαπούσατε τὸν Σταυρὸ θὰ βρίσκατε δυνατότητα, θὰ παίρνατε ἕνα κομμάτι ξύλο καὶ θὰ τὸ κάνατε σταυρό. Σκεφτεῖτε το καὶ βάλτε ὅλοι σας στὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι σας νὰ τὸν χαράξετε μέσα στὴ δική σας καρδιά! Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ζωή.

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ Η ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
(«Ὁμιλίες», τ. Γ´ ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003)

Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης: Πως ακολουθεί ο άνθρωπος τον Χριστό;

Ο Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης, Ιεροκήρυκας της Ι.Μ Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης σχολιάζει το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού

Κήρυγμα Κυριακής μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (16η Σεπτεμβρίου 2018)
«Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.» (Μάρκ. η, 34)
Σήμερα Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, αγαπητοί μου αδελφοί, διαβάζουμε στον ευαγγελιστή Μάρκο να μας λέγει τους λόγους του Κυρίου μας που απευθύνονται στους όχλους αλλά και στους μαθητές Του. Κοινή διδασκαλία προς τους άμεσους συνεργάτες του στο έργο της διδαχής και του κηρύγματος αλλά και προς όλους τους ανθρώπους που ήσαν ακροατές του λόγου του Χριστού μας.
Όποιος θέλει να με ακολουθεί είναι πρέπον να απαρνηθεί την αγάπη του εαυτού του , να αναλάβει την ευθύνη του σταυρού του και να με ακολουθήσει. Ξεκάθαρα ο Κύριος διατυπώνει την ευθύνη με την οποία πρέπει να βλέπει την πνευματική του πορεία και ζωή ο άνθρωπος επί γης και επίσης να αγωνίζεται για να είναι απλά και ταπεινά γνήσια αυτή η πορεία. Να είναι πορεία και μετοχή στου Χριστού το Σταυρό και την ανάσταση. Αλλιώς δεν μπορεί να υφίσταται ο σταυρός του καθενός από εμάς, αν αυτός ο σταυρός δεν μας οδηγεί στην δόξα της αναστάσεως του Χριστού, αλλά και αυτή η δόξα της του Χριστού αναστάσεως δεν μπορεί να είναι ασταύρωτος δόξα, δόξα μέσα στην άνεση και στην τρυφή και όχι δόξα μέσα από αγώνα και προσπάθεια πνευματική.
Βασικό και σημαντικό είναι να θέλει ο άνθρωπος ελεύθερα και αβίαστα να ακολουθήσει τον Χριστός μας. Πως ακολουθεί ο άνθρωπος τον Χριστό; Αν ζει και δρα και βιώνει τον Χριστό μας μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας Του. Δεν υπάρχει Χριστός χωρίς την Εκκλησία του και Εκκλησία χωρίς τον Χριστό δεν υφίσταται γιατί τότε απλά θα είναι ένας σύλλογος και όχι το σώμα του Χριστού. Ένα σώμα που έχει ανάγκη να αρχηγεύεται και να πορεύεται προς την αιωνιότητα με κεφαλή τον Χριστό. Η κεφαλή δε, ο Ιησούς Χριστός θέλει να κοινωνείται από των μελών του εν κοινότητι ζωής αιωνίας που είναι η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα της επί γης στρατευομένης εκκλησίας Του.
Αλλά πως ακολουθούμε τον Χριστό μας; Απαρνούμενοι την αγάπη προς τον εαυτό μας όχι την περίθαλψη και φροντίδα του εαυτού μας που αυτή δείχνει και αγαπη και φροντίδα προς τον ίδιο τον Δημιουργό Θεό μας αλλά αυτή την εγωιστική θέληση να είμαστε εμείς το κέντρο του μικρόκοσμου μας και να θέλουμε να επιβάλλουμε την δική μας θέληση επί όλων των αδελφών μας αλλά και επί όλων των πραγμάτων που μας περιβάλλουν.
Τότε αντί για άνθρωποι του Θεού γινόμαστε υποχείρια του κακού μας εαυτού που γεμάτος εγωισμό σέρνει το πλοίο της καρδιάς μας σε φουρτουνιασμένα πελάγη και κινδυνεύει ο άνθρωπος να δει το πλοίο της υπάρξεως του να γκρεμοτσακίζεται στους καταρράκτες του «εγώ» του. δεν υπάρχει πιο τραγικό πράγμα να μην αγαπάς τον Θεό και τον ίδιο τον εαυτό σου αλλά να αγαπάς το εγώ σου και τελικά να εκτρέπεις τον εαυτό σου όπως ο διάβολος εξέτρεψε τον εαυτό του από την μακαριότητα του Θεού που όλοι απολάμβαναν στον παράδεισο.
Αφού όμως ο άνθρωπος απαρνηθεί το «εγώ» του πρέπει ύστερα να έχει την ευθύνη των ίδιων του των δοκιμασιών και επιθυμιών του, να μάθει να επιθυμεί το αγαθό και να αναλαμβάνει το κόστος αυτό το αγαθό να το κάνει κέντρο της καρδιάς και υπάρξεως του. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον άνθρωπο να μην βρίσκει τις αιτίες της καταστροφής του αλλού, αλλά στην ευθύνη του ίδιου του εαυτού του.
Πολύ βασικό είναι αυτό στην πνευματική ωριμότητα την οποία ο άνθρωπος καλείται να κάνει πράξη στη ζωή του. αν δεν μπορέσει να ωριμάσει πνευματικά και να διαλέγει το ορθό για τον εαυτό του τότε ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει σημαντική πρόοδο στη ν εν Χριστώ ζωή του και θα μένει κολλημένος στην αρχή ή ούτε καν στην αρχή αλλά στο πέλαγος της μη επιλογής της ενάρξεως της πνευματικής ζωής και πορείας την οποία πορεία και ζωή ευλογεί ο Χριστός και την βιώνει ο άνθρωπος στην κοινωνία της Εκκλησίας του Χριστού μας που από Σωτήρας όλων μας γίνεται και προσωπικός Σωτήρας και Λυτρωτής.
Όταν ξεχάσει το εγωτικό του θέλημα και πάρει την ευθύνη του σταρού του και αναλάβει τις προσωπικές επιλογές και δοκιμασίες επ’ αγαθώ της πνευματικής του πορείας είναι η Τρίτη προϋπόθεση με την οποία και δείχνει ότι θέλει να είναι του Χριστού και όχι του κόσμου αυτού και του κοσμικού φρονήματος που τόσο αλλοτριώνει τον σύγχρονο άνθρωπο. Να ακολυοθεί τον Χριστό με όποιο κόστος. Δεν φθάνει η απάρνηση του εαυτού μας και άρση του σταυρού μας αλλά όλα αυτά να μπούν σε μια πορεία ευλογίας από τον Θεό. Αλλιώς θα μπορούσαν να ήσαν αλτρουϊσμός και ακτιβισμός και άλλες μορφές που συναντούμε σε σύγχρονα ρεύματα και κινήματα.
Πολύ βασικό και σημαντικό είναι όλα να τα κάνουμε για να ακολουθούμε τον Κύριο να περιπατούμε στην δική του πορεία και να ακολουθούμε στα δικά Του ίχνη έτσι όπως μάθαμε στο ευαγγέλιο Του από τον ίδιο αλλά και από τους αποστόλους και ευαγγελιστές Του. να ξέρουμε ότι ακολουθώντας Εκείνον κάνουμε πράξη αυτή μας την αγάπη σε εκείνον αλλά όχι θεωρητικά και «φιλοσοφικά» αλλά πρακτικά και ουσιαστικά.
Αρνούμαστε τελικά το «εγώ» μας και συνταυτιζόμαστε με το «εμείς» που η Εκκλησία μας θέλει για όλους μας, αφήνουμε την μοναξιά μας και κοινωνούμε στην αγκάλη του αδελφού μας, του κάθε αδελφού μας.
Αίρουμε την ευθύνη του σταυρού μας, αγαπητοί μου αδελφοί, παίρνουμε πάνω μας τις επιλογές μας και αυτά που διαλέξαμε μέσα στο εκκλησιαστικό γεγονός στο οποίο μετέχουμε και τελικά ακολουθούμε τον αγαπημένο της καρδιάς τον Νυμφίο μας, τον Έρωτα της Υπάρξεως μας που μας ανοίγει την αγκάλη του επί του Σταυρού του και μας περιμένει να αγκαλιάσουμε Εκείνον και να γίνουμε ένα με Αυτόν τον Σωτήρα μας. Αμήν

Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης, Ιεροκήρυκας της Ι.Μ Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης

Πρωτ. Βασίλειος Γιαννακόπουλος: H πνευματική ελευθερία της Χριστιανικής ζωής

«Διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σαρξ» (ΓΑΛ. 2, 16). Ο Απόστολος Παύλος, στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα, μιλάει για την ανικανότητα να σώσουν και να δικαιώσουν τον άνθρωπο τα έργα το νόμου.

Όμως ποια είναι τα έργα το νόμου, για τα οποία με τόση περιφρόνηση μιλάει ο Απόστολος Παύλος; Εννοεί τα έργα του Μωσαϊκού Νόμου, τα οποία αποτελούσαν μία αλυσίδα σχολαστικών θρησκευτικών τύπων, χωρίς να επιδρούν σε μία ανακαινιστική ζωή.
Η ζωή μέσα σε αυτή την τυπική θρησκευτικότητα στένευε πολύ και η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πνευματικούς πόθους και οραματισμούς. Αυτή τη ζωή τη χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος ως δουλεία. Δεν μπορεί μέσα από την τυπική θρησκευτικότητα να αναπτυχθεί ένας ελεύθερος και πνευματικός άνθρωπος. Μέσα από μία τέτοια κατάσταση μόνο υποκρισία και μιζέρια μπορεί να αναπτυχθεί.
Για να κατανοήσουμε την προσκόλληση των Εβραίων στο νόμο και στον τύπο ας ακούσουμε τι γράφει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Η Ζωή του Χριστού»: «Η ζωή του πιστού ήταν αφόρητη· την εβδομάδα ολόκληρη την περνούσε με τη συλλογή της ετοιμασίας του Σαββάτου, μην τύχει και, χωρίς να το καταλάβει, καταπατήσει τον ηθικό αυτό λαβύρινθο του νόμου του Μωυσή.
Ήταν εμποδισμένο να σκαρφαλώσεις σε δέντρο, να καβαλικέψεις, να σκεπάσεις το γάιδαρό σου, να κολυμπήσεις, να χειροκροτήσεις, να ψάξεις το σώμα σου, να χορέψεις, να γράψεις, να πάρεις γράμμα, να τραβήξεις το λυχνάρι κοντά σου, να φορείς παπούτσια με καρφιά. Απαγορεύουνταν τόσα πράματα, που, ενώ σκοπός της σαββατιανής αργίας ήταν η αφιέρωση της μέρας αυτής στον Κύριο, ο θεοσεβούμενος Εβραίος, από την πολλή φροντίδα, δεν έβρισκε πια καιρό ούτε να σκεφθεί καν το Θεό» (Η Ζωή του Χριστού, σελίδα 137).
Ο Απόστολος Παύλος έζησε αυτή την πνευματική δουλεία, εφόσον ως Ιουδαίος εκπαιδεύθηκε σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο και αισθανόταν απέχθεια για μία ζωή χωρίς οραματισμούς, χωρίς ένα ευρύ πεδίο δράσης. Τη μεγάλη δράση τη βρήκε ο Παύλος, όταν γνώρισε τον Χριστό και ολόκληρος ο ανήσυχος εαυτός του πλημμυρίσθηκε από την Χάρη του Χριστού. Αισθάνεται δε την Χριστιανική ζωή, ως ζωή ελευθερίας. Δεν στηρίζεται στην απλή επιτέλεση ορισμένων θρησκευτικών τύπων, αλλά μέσα του αισθάνεται να είναι Αυτός ο Χριστός, ο Οποίος κατευθύνει τη ζωή του. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (ΓΑΛ. 2, 20). Δηλαδή, «Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπό μου ο Χριστός» (ΓΑΛ. 2, 20). Έχει παραχωρήσει όλο του το είναι, για να κατοικήσει ο Ίδιος ο Χριστός μέσα του. Η αγάπη του για τον Χριστό είναι απέραντη και δεν μπορεί να μετρηθεί.
Γι’ αυτή την πνευματική ελευθερία της Χριστιανικής ζωής μιλάει σήμερα ο Απόστολος Παύλος, η οποία οικειοποιείται με τη δύναμη της πίστης. Βέβαια πρέπει να διευκρινίσουμε, ότι δεν σώζεται ο άνθρωπος μόνο με την πίστη, όπως δέχεται η Προτεσταντική αντίληψη, αλλά η πίστη να επιβεβαιώνεται με τα καλά έργα. Η ενσυνείδητη πίστη δεν μπορεί παρά να έχει ευεργετική επίδραση στις πράξεις και στην όλη ζωή του Χριστιανού. Ο αληθινός Χριστιανός με την ελεύθερη συνείδησή του ακολουθεί την Ευαγγελική διδασκαλία και αίροντας τον σταυρό του απαρνιέται τον εσωτερικό κακό εαυτό του. Απαρνιέται τα διάφορα πάθη που τον βασανίζουν. Θέλει να ξεφύγει από την κατάσταση της αμαρτίας. Πιστεύει στην αξία της Χριστιανικής ζωής και τη βιώνει ελεύθερα. Δεν πιστεύει και δεν αγωνίζεται κάτω από μία πίεση και μία ανελευθερία. Βιώνει πραγματικά τον Χριστό.
Κι εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου να αισθανόμαστε ότι ο Χριστός μας ελευθέρωσε πνευματικά και να στεκόμαστε σε αυτή την ελευθερία της πνευματικής ζωής. Δεν έχουν θέση σε μία ελεύθερη πνευματική ζωή οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι άκαρπες τυπολατρείες. Ας μην ξεγελάμε τον εαυτό μας, ότι με την τήρηση ορισμένων θρησκευτικών τύπων, χωρίς κατανόηση του περιεχομένου της Χριστιανικής διδασκαλίας, είμαστε αληθινοί Χριστιανοί. Οι θρησκευτικοί τύποι είναι υποβοηθήματα στη ζωή μας. Η στήριξη στην Χριστιανική ζωή γίνεται με την ενσυνείδητη συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας δια των Μυστηρίων που αγιάζουν και ενισχύουν τη ζωή μας. Δεν ζούμε πνευματική ζωή μόνο με το να ανάβουμε κεράκια, να τρώμε αντίδωρα, να στολίζουμε μια εικόνα και να μένουμε στους τύπους. Χρειάζεται να κόψουμε τα πάθη μας, να εξομολογούμαστε σωστά και όχι επιπόλαια, να κοινωνάμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Οφείλουμε να αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευλογημένοι από τον Θεό, γιατί γνωρίσαμε την Χριστιανική πίστη. Μην χάσουμε αυτή την ευκαιρία και την ευλογία που μας έχει δώσει ο Θεός. Να την εκμεταλλευθούμε, προκειμένου να κερδίσουμε τον Παράδεισο. Και αυτό θα γίνει μόνο με την πνευματική ζωή. Δηλαδή με τον προσωπικό μας αγώνα εναντίον της αμαρτίας, με τη συμμετοχή μας στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, με την προσωπική μας προσευχή που είναι μία επικοινωνία με τον Θεό. Μέσα σε μία διατάραξη της ισορροπίας του σύγχρονου κόσμου, υπάρχει η ζύμη για μία ελευθερία της πνευματικής ζωής. Ανανεωμένοι στην πίστη μας είναι σπουδαίο για την υπαρξιακή μας τελείωση να ξαναβρούμε την ελπίδα μας προς κατάκτηση της πνευματικής μας ελευθερίας. Μόνο μέσα από την πνευματική ελευθερία ενωνόμαστε αληθινά με τον Τριαδικό μας Θεό.
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Γιαννακόπουλος
Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Αλεξίου Αιγίου

Επιμονή στην πανίσχυρη νοερά προσευχή





Καὶ μετά, ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἐπίκλησι, ἡ εὐχὴ γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στὸν νοῦ καὶ τὴν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρὶς νὰ κάνη προσπάθεια.

Σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἀμέσως ἀρχίζει ἡ εὐχὴ μόνη της! Πρῶτα ἀρχίζει μὲ τὴν προσπάθεια νὰ τὴν λέη προφορικά. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν μπουλντόζα τῆς προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξη ὁ δρόμος, μετὰ περπατᾶ ἄνετα μὲ τὸ αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορικὴ ἐπίκλησις ἀνοίγει τὸν δρόμο στὸ νοῦ καὶ ἡ εὐχὴ ἀρχίζει κατόπιν νὰ προφέρεται μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
. Κι ἂν ἡ εὐχὴ προχωρῆ βαθύτερα καὶ προοδευτικότερα, κάτι ποὺ ἀνήκει στοὺς κατ᾽ ἐξοχὴν μεγάλους νηπτικοὺς Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλὰ κανονικὴ λεωφόρος μέσα στὴν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται τὸ μεγάλο πανήγυρι, μὲ μεγάλα ὀφέλη, μὲ μεγάλα πνευματικὰ πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ μοναχὸς τὸν κεκρυμμένο μαργαρίτη, τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ καὶ μοιάζει μὲ τὸν σοφὸ ἔμπορο ποὺ ἀντάλλαξε τὰ πάντα: περιουσίες, μόρφωσι, κοσμικὴ δόξα, οἰκείους, πατρίδα καὶ τέλος ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, γιὰ νὰ ἀγοράση αὐτὸν τὸν κεκρυμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καὶ νὰ γίνη πάμπλουτος πνευματικά. Ἀλλὰ ξεκινάει ἀπὸ μικροπωλητής. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ἡ προφορικὴ ἐπίκληση τῆς εὐχῆς.
. Ἅμα δὲν ἐπιμέναμε στὴν προφορικὴ εὐχὴ καὶ τὴν σιωπή, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς μας θὰ γύριζε ὅλα τὰ σοκάκια καὶ θὰ ἐφερνε ὅλα τὰ σκουπίδια τῆς φαντασίας στὴν καρδιά. Ἂν δὲν μᾶς ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾽ αὐτὸν τὸν μεγάλο Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θὰ διαβάζαμε. Καὶ ναὶ μὲν οἱ ἀκολουθίες εἶναι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμες γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀσθένειά μας, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμι νὰ κατευνάσουν τὰ πάθη, ὅπως ἡ νοερὰ προσευχή. Κι αὐτὸ γιὰ τρεῖς λόγους:
. – Πρῶτον, διότι μὲ τὴν Νοερὰ Προσευχὴ ὁ νοῦς δὲν περισπᾶται σὲ πολλὰ λόγια ὅπως στὶς ἀκολουθίες, ἀλλὰ συγκεντρώνεται μόνο σὲ λίγες λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τὴν εὐχὴ μὲ περισσότερη ἄνεσι καὶ εἰσέρχεται μαζί της μέσα στὸ βαθας τῆς καρδιᾶς. [ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Κι ἐμεῖς ἄγευστοι καὶ φτωχοὶ ἔχουμε ἀφηνιάσει νὰ "μεταφράσουμε” τὰ λειτουργικὰ κείμενα γιὰ νὰ… περιπλανᾶται καὶ περισπᾶται ὁ νοῦς σὲ πολλὲς "κατανοήσεις”. Τί ἄτσαλη ἡμιμάθεια!]
. – Δεύτερον, διότι τὴν εὐχούλα ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως μορφώσεως καὶ πνευματικοῦ ἐπίπεδου, μπορεῖ νὰ τὴν λέγη. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νὰ ξέρης οὔτε τὸ τυπικὸ οὔτε μουσική. [Σ[ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: οὔτε "μεταφράσεις”]τσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾽ ὅλους.
. – Καὶ τρίτον, διότι τὴν εὐχὴ μπορεῖς νὰ τὴν λὲς ὅλη μέρα καὶ ὁπουδήποτε. Δὲν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἡ κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ προσευχηθῆς. Μὰ στὴν ἐκκλησία εἶσαι, μὰ στὸ κελλί σου εἶσαι, μὰ στὴν δουλειά εἶσαι, μὰ στὸν δρόμο εἶσαι, μὰ στὸ νασοκομεῖο εἶσαι, μὰ στὴν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπὸ τίποτα δὲν ἐμποδίζεται, τὰ πάντα ἁγιάζει καὶ τὰ δαιμόνια τὴν φοβοῦνται.
. Συνέβη τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς ποὺ ἐνίσχυσε μέσα μου τὴν πίστι στὴν δύναμι καὶ τὴν ἀξία τῆς προφορικῆς εὐχῆς. Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος. Καθὼς δουλεύαμε μαζί, τὸν δίδαξα νὰ λέη τὴν εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιὰ νὰ ἀποφύγω τὴν ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενὴς νὰ λέει τὴν εὐχούλα. Καὶ πάνω ποὺ ἄρχισε νὰ τὴν λέη τὸν ἔπιασε τὸ δαιμόνιο καὶ φώναζε:
-Πήγαινε στὸν Ἑσπερινοοοό, ἄσε τὸ κομποσχοίνιιιιι!
. Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε πὼς μὲ τὴν εὐχούλα μιλᾶμε δυναμικὰ μὲ τὸν Θεό. Βέβαια, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ πολυδίνη σημασία στὰ λόγια τῶν δαιμόνων, καὶ τοῦτο διότι οἱ δαίμονες εἶναι ψεῦτες καὶ ἀνθρωποκτόνοι καὶ σπανίως λένε κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερὸ πὼς τὰ δαιμόνια δὲν συμπαθοῦν καθόλου νὰ προφέρεται μὲ ζέσι καρδιᾶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
. …Πολλὲς φορὲς ὅταν προσευχόμουν νοερά, ἀκολουθώντας πιστὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γέροντός μας, ἄλλοτε ὁ νοῦς μου μὲ ἀσύλληπτη ταχύτητα εἰσχωροῦσε σὲ οὐράνιες πνευματικὲς θεωρίες, ποὺ ξεπερνοῦσαν τὴν ὑλικὴ φύσι καὶ ἄλλοτε ἔνοιωθα σὰν νὰ μὴν μπορῆ ἡ προσευχή μου νὰ ξεπεράση τὸ ταβάνι τοῦ κελλιοῦ μου.
. Καὶ ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπορία ρώτησα:
– Γέροντα καμμία φορὰ στὴν προσευχή μου, δὲν μπορεῖ ὁ νοῦς μοῦ νὰ ξεπεράση τὴν σκέπη τοῦ κελλιοῦ μου. Γιατί αἰσθάνομαι αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο;
-Τὰ δαιμόνια, παιδί μου, ποὺ ἀοράτως βρίσκονται γύρω μας, αὐτὰ ἐμποδίζουν, κατ᾽ οἰκονομία Θεοῦ καὶ παραχώρησι, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε ἐκ πείρας τὸν ἀόρατο πόλεμό τους. Παιδί μου καὶ ὁ βαρκάρης ἔτσι κάνει, ὅταν ἔχει ἀεράκι, προχωράει ἀκόπως μὲ τὰ πανιά, ὅταν ὅμως πέση ἄπνοια, νηνεμία, τότε πιάνει τὰ κουπιά. Καὶ τότε κοπιάζει, ἱδρώνει καὶ προχωράει. Ἔτσι κι ἔμεις. Ὅταν ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τότε ἡ εὐχὴ μόνη της λέγεται. Ὅταν ὅμως, γιὰ λόγους θείας οἰκονομίας, ἀποσυρθῆ τότε πρέπει νὰ πιάσουμε τὰ κουπιά, νὰ ἀγωνισθουμε, νὰ ἱδρώσουμε καὶ νὰ δείξουμε τὴν προαίρεσί μας.
Ἔτσι ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντός μας ἦταν ἡ ἐπιμονὴ στὴν προσευχή. Εἴτε εἴχαμε πολλὴ βροχὴ εἴτε ὑπερβολικὴ παγωνιὰ εἴτε μανιώδεις ἀνέμους, ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν σωτήρια ἐπίκλησι τοῦ Χριστοῦ μας.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Τί είναι η Θεία Χάρις; Dogma

θεία χάρις

Οι άνθρωποι συχνά επικαλούνται τη Θεία Χάρις, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές. Γνωρίζουμε, όμως, πραγματικά τι είναι η Θεία Χάρις;

Θεία Χάρις, είναι η δύναμη εκείνη που προέρχεται από το Θεό, διά της οποίας ο αμαρτωλός άνθρωπος μπορεί να οικειοποιηθεί το λυτρωτικό έργο του Χριστού.
Θεία Χάρις είναι η δύναμη εκείνη που μπορεί να τον βοηθήσει να πετύχει τη σωτηρία του. Χρειάζεται όμως προσοχή.
Λέγοντας θεία χάρη, δεν εννοούμε μια δύναμη αόριστη και απροσδιόριστη που δεν είναι στην ουσία του Θεού, αλλά δημιουργείται από το Θεό για να βοηθήσει τον άνθρωπο να σωθεί. Τέτοια αντίληψη δεν είναι σωστή.
Τό κτιστό δεν μπορεί να βοηθήσει δραστικά τον άνθρωπο να σωθεί, αλλά το άκτιστο, ο άκτιστος Θεός.
Η θεία χάρη ανήκει ουσιαστικά στη φύση του Θεού. Ταυτίζεται με τη θεία ενέργεια.
Είναι ο ίδιος ο Θεός ο εκφραζόμενος στις θείες του ενέργειες «ἐν τοῖς ἐκτός» (ὰὶὸἷὦἶὰ), ἀποκαλυπτόμενος στόν κόσμο καί σώζοντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία.

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΘΕΟΥ. ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ


Picture

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 

Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας.

Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».1

Τά ὅσα παρακάτω θά διατυπωθοῦν, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.

Τί γνωρίζουμε ὅμως καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Θεό; Πῶς ὑπάρχει ὁ Θεός; Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε τήν Πατερική μαρτυρία, ὥστε νά γίνει καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Θεό κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτών θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικής θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»2. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στό Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».3

Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»4.

Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».5 Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα«ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη6. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».

Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος δέ, γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό, ἤνἐκτυφλωτικό φῶς! Ὅ,τι λ.χ. θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς πού τυφλώνει καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι και ὁ Θεός. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι τόν γνωρίζεις, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία Του, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς. «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν, -θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».7Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητᾶς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!

Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Αρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση8. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».9

Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».10

Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Πάλι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».11 Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία12. Ἀποδίδονται δηλαδή στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.13 Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»14.

Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι Ὁ Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί «φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε προσέγγιση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφραση τῆς θείας οὐσίας. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»15.

Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας, ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός. Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του αὐτή τήν «διπλόην»τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».

Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.16Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως, φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά, ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί«πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν.

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν θεολγία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του17. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς οποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».18 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».19

Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις, ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως το βλέπουμε στην περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως.. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός20. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό. Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ. Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ:«Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;21 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».22 Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας23.

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φῶς , ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:

«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό«σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση.

Συνδέοντας τώρα τή χριστολογία μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ πού θεώνεται«ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης, ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων, εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου24, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶςἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη«ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆς συνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἑπομένως, αὐτά πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος25. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποῖα εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν «πιστεύει στό φῶς».

Ὑπάρχει ἀκριβῶς σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γιά ὅλους τούς Χριστιανούς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».26 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά φωτισθεῖτε ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»27.

Καί τοῦτο διότι ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».28 

______________________________________________________


1 Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σελ. 294.
2 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση καί ἀπόφαση κατά τήν ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση (ἄρθρο).
3 MPG. 94, 848 Β.
4 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, MPG. 94, 800 Β.
5 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35.
6 Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
7 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, ἐκδ, Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπ. παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς 25, PG 90, 333 CD .
9 ὅπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
12 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Πρός Τιμόθεον, 1, 2, PG 3, 1000 B. 3, PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμ., PG 91, 664 Β .
13 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
14 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
15 Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 140ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ὁ ὁποίος κύρηττε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῆς θείας ἐνεργείας καί τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὁ Βαρλαάμ ἀπέκλειε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ γκρέμιζε τή «γέφυρα» (τό «συνδοῦν», κατά τή φράση τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ), πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
16 Πρ. ιδ΄, 17
17 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κατά Ἀκινδύνου: «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν λέγεται». MPG. 150, 823.
18 Βλ. Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 264.
19 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
20 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σελ. 35.
21 Πράξ. 22, 7.
22 ὅπου π.
23 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ἠσυχαστικά, σελ. 217
24 Τήν ὕπαρξη τοῦ σπερματικοῦ λόγου ὡς μιᾶς προπαιδείας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀαποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Ἀθανασιος, οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.ἄ. (Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικοῦ λόγου, ἄρθρο).
25 Β΄Πέτρ. 1, 14.
26 Ἰω. 12, 36.
27 Β΄ Κορ. 5, 17.
28  Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οίκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, MPG. 90, 1153BC

Η γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, Ιεροθέου,



Όταν ο άνθρωπος ανέλθη από την σαρκική γνώση στην ψυχική και από την ψυχική στην πνευματική, τότε ορά τον Θεό και αποκτά την γνώση του Θεού, που είναι η σωτηρία του. Η γνώση του Θεού, όπως θα αναπτυχθή κατωτέρω, δεν είναι εγκεφαλική, αλλά υπαρξιακή, δηλαδή όλη η ύπαρξη του ανθρώπου πληροφορείται αυτήν την θεογνωσία. Αλλά για να φθάση ο άνθρωπος σ’ αυτήν την γνώση πρέπει να προηγηθή κάθαρση της καρδιάς, δηλαδή θεραπεία της ψυχής, του νοός και της καρδίας. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8). Όπως έχει σημειωθή, ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι η γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση θεωρίας του Θεού, αλλά υπόθεση της νοήσεως του ανθρώπου. Μπορούμε, έλεγε, να αποκτήσουμε την θεογνωσία με την φιλοσοφία, γι’ αυτό τους Προφήτας και τους Αποστόλους, που έβλεπαν το άκτιστο Φως, κατέτασσε σε κατώτερη θέση από  τους φιλοσόφους. Το άκτιστο Φως το ονόμαζε αισθητό, κτιστό και «χείρον της ημετέρας νοήσεως». Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, φορεύς της Παραδόσεως και άνθρωπος της αποκαλύψεως, υποστήριζε τα αντίθετα. Στην θεολογία του παρουσιάζεται η διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, το άκτιστο Φως,  δηλαδή η όραση του Θεού, δεν είναι απλώς συμβολική όραση, δεν είναι αισθητή και κτιστή, ούτε κατωτέρα της νοήσεως, αλλά είναι θέωση. Δια της θεώσεως ο άνθρωπος αξιώνεται να δη τον Θεό. Και αυτή η θέωση δεν είναι αφηρημένη κατάσταση, αλλά ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή ο άνθρωπος θεωρώντας το άκτιστο Φως, το βλέπει γιατί ενώνεται με τον Θεό, το βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς και με αυτούς ακόμη τους σωματικούς οφθαλμούς, οι οποίοι έχουν μετασκευασθή από την ενέργεια του Θεού. Επομένως η θεωρία είναι ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Και αυτή η ένωση  είναι γνώση του Θεού. Τότε ο άνθρωπος αξιώνεται να γνωρίση  τον Θεό. Και αυτή η γνώση είναι υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν και  υπέρ την αίσθησιν.

Η θεολογία του ακτίστου φωτός Αγίου Γρηγόριου του Παλαμά:


Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, Η θεολογία του ακτίστου φωτός.
1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.
Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).
Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;
Διότι ποιά δοξασία είναι εφικτό να αποχτήσει κάποιος για το θειότατο εκείνο φως, το οποίο με απόρρητο τρόπο εθεάθησαν οι αριστίνδην εκλεγμένοι από τους αποστόλους, οι οποίοι τότε ανέβησαν από κοινού με τον Κυριον στο όρος, αφού είναι άκτιστο;
2. Αλλά ευθύς αμέσως θα έλθει αντιμέτωπος με την εχθρική προς το φως χείρα, η οποία γράφει: «δεν είναι εφικτό να οράται κάτι άκτιστο από καμιά κτιστή φυση ούτε από αυτές τις ανώτατες δυνάμεις που βρίσκονται πέριξ του θείου»· και πάλι: «τίποτε, όπως αυτό τούτο που υποπίπτει στην όραση των σωματικών οφθαλμών υπό οιαδήποτε προσέγγιση δεν είναι άκτιστο, έστω και αν είναι ο Μωυσής, έστω και αν είναι ο Παύλος που ανήλθε στον τρίτο ουρανό, έστω και αν είναι άγγελος, ή οντότητα που άπτεται της θείας θεωρίας»· και εκ νέου: «το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα, δηλαδή η θεία φύση, είναι παντελώς κατά την καθεαυτότητά της αόρατη». Άραγε δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι είναι κτίσμα το φως εκείνο;
Και αν υποστηρίξει κάποιος ότι αυτό είναι θεία ενέργεια και όχι ουσία, εκ νέου προσεγγίζει (το ζήτημα) με αντίθετο φρόνημα η εχθρική συγγραφή και γνώμη του, όταν σημειώνει «δεν είναι εφικτό να θεαθεί κάποιος την συμπληρωματική ενέργεια της υψίστης θεότητας με σωματικούς οφθαλμούς υπό οιαδήποτε οπτική»· και πάλι, «πώς η κτιστή φυση θα θεαθεί την άκτιστη ενέργεια με σωματικούς οφθαλμούς, ακόμα και αν κάποιος είναι ισάγγελος και άγγελος;».
Αφού θέσει λοιπόν κάποιος στο περιθώριο το όνομα της ενέργειας, θα το ονομάσει θεία έλλαμψη και χάρη, προτιμώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα κατάλληλα ονόματα. Αλλά θα εντοπίσει την ίδια χείρα να χρησιμοποιεί έμμετρους λόγους με άμετρη φορά και να γράφει εκ νέου κατά των απόψεων του: «Έπειτα νομίζει ότι πρόκειται για την άκτιστη χάρη, την οποία κανείς δεν είδε ουτε έχει τις οντολογικές προδιαγραφές για να την δεί, ακόμη και αν λάβει ως χάρισμα φύση αγγέλου». Όθεν ποια αναγκαιότητα υπάρχει να γράφουμε εδώ περισσότερα από τα γραφέντα από τον ίδιο προηγουμένως, έστω και αν είναι πολυ χειρότερα;
3. Αλλά επειδή και η άκτιστη ουσία είναι από κάθε άποψη αόρατη και την άκτιστη χάρι και ενέργεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, κανένας ούτε ακόμη άγγελος δεν είδε, θα ονομάσουμε κτιστό το φως εκείνο που εθεάθη από τους αποστόλους στο όρος με την δύναμη του πνεύματος, και έτσι θα κατευνάσουμε το φιλοπόλεμο ήθος του Ακίνδυνου;
Αλλά είναι εφικτό να εντοπίσουμε και επίσης να έχουν γραφεί εκ νέου από την χείρα του τα εξής: «και είναι δυνατόν, σε όσους επιθυμούν να έλθουν προς ημάς, να λάβουν την πίστη διά μέσου της όψης, ότι, δηλαδή, εάν κάποιος το υπέρλαμπρον φως που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ, εξαιτίας του ότι έχει ονομασθεί παραδειχθείσα θεότητα από τον Θεολόγο Γρηγόριο και άκτιστο και αΐδιο από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, διαφορετικό αυτό χαρακτηρίζει ως προς το άκτιστο της ουσίας του Θεού, δεν θεωρώ ότι ο εν λόγω αιρετικός θεολογεί με έγκυρο τρόπο.
Και διότι έχει χαρακτηρισθεί ως φως άκτιστο και προαιώνιο και αΐδιο, δεν χαρακτηρίσθηκε όμως ως διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Επομένως, ούτε εγώ υποστηρίζω αυτήν την άποψη. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του και κατεξοχήν σύμφωνα με την πρόταση που διετυπώθη από τον ίδιο τώρα, εκείνο το φως που εωράθη, το οποίο υπέδειξε από πριν ότι είναι κτίσμα, είναι και ουσία και άκτιστο, μολονότι προηγουμένως υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η χάρη και η ενέργεια ούτε από τους ίδιους τους αγγέλους.
Έχει μάλιστα παραδοθεί και αυτός ο λόγος του με γραπτό τρόπο και αυτολεξεί έχει διατυπωθεί σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του ότι «η θεία και άκτιστη χάρις και ενέργεια δεν είναι διαφορετική από την θεία ουσία», αλλά και στα κείμενα που μόλις προηγουμένως παρετέθησαν απεφάνθη ότι δεν είναι μόνο άκτιστη αλλά και αόρατη κατά την καθεαυτότητά της η ουσία του Θεού. Εδώ όμως υποστηρίζει ότι το φως που εωράθη είναι η ίδια η ουσία του Θεού· «διότι δεν είναι διαφορετικό από την ουσία», υποστηρίζει.
4. Αλλά θα υποστηρίξει ότι διατύπωσε λόγο για φως που έχει λάμψει στο Θαβώρ αλλά που δεν έχει καταστεί αντικείμενο της όρασης; Μια τέτοια διάκριση εισάγει την κατεξοχήν αφροσύνη. Διότι πώς έλλαμψε στο Θαβώρ, εάν δεν έχει οραθεί στο Θαβώρ; αλλά θα υποστήριζε κάποιος ότι διά μέσου του φωτός εκείνου εθεάθη η θεότητα που με παραδειγματικό τρόπο εμφανίσθηκε στο όρος, δηλαδή εννοήθη; Πρόκειται για μέγιστη υπεροψία ή, για να εκφέρω πιο ακριβή λόγο, για μέγιστη απάτη.
Διότι πώς νοείται αλλά δεν υποπίπτει στην όραση μια κατάσταση που είναι πολύ ανώτερη της όρασης; Αραγε δεν εκλαμβάνει εναντίον της δικής του συνείδησης, με απατηλό τρόπο στοχαζόμενος, το νοήσαι σε αντικατάσταση εκείνου το οποίο θα μπορούσε να θεαθεί διά μέσου οφθαλμών;
Και μάλιστα ενώ ακούει ότι το φως που έλλαμψε στο όρος από τον σωτήρα έγινε ορατό με τους οφθαλμούς των αποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ορατά όσα είναι αθέατα από τους ανθρώπινους οφθαλμούς και είδαν την θεϊκή αυτή δόξα, αν και όχι στο εύρος που κατείχε, αλλά στον βαθμό που είχαν αντοχή αυτοί που περιέφεραν σωματικούς οφθαλμούς, προκειμένου να μην απωλέσουν μαζί με την όραση και την ζωή».
Αλλά όμως το εν λόγω φως που έγινε ορατό από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, διά του οποίου αυτός υποστηρίζει ότι οράται (η θεία ουσία), δηλαδή νοείται από τα άτομα που θεώνται την ουσία του Θεού, τί από τα δύο είναι, κτιστό ή άκτιστο; Διότι, εάν ισχυρίζεται ότι είναι κτιστόν, από κοινού με την υπόλοιπη ασέβεια εμφανίζεται ενώπιόν μας και ως άλλος Ευνόμιος· διότι το να υποστηρίζεται ότι εκ των κτισμάτων νοείται η ουσία του Θεού και όχι η ενέργεια είναι διδασκαλία εκείνου και των οπαδών του. Εμείς όμως θα αρκεστούμε σε όσες αντιρρήσεις αντέταξαν απέναντί του ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του που είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του.
Και αν υποστηρίζει ότι είναι άκτιστο και το φως διά του οποίου οράται η ουσία, κατά την εκτίμηση του αυτό είναι η ουσία του Θεού. Διότι η ουσία είναι το μόνο άκτιστο φως κατά τις θεωρητικές τοποθετήσεις του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι η ουσία του Θεού είναι καθεαυτή και αόρατη και ορατή, και το φως το οποίο προηγουμένως υποστήριξε ότι είναι κτιστό, τώρα κατά την εκτίμησή του είναι άκτιστο. Άραγε λοιπόν θα μπορέσει κάποιος να συμφωνήσει μαζί του ότι το ίδιο είναι κατά την καθεαυτότητά του και κτιστό και άκτιστο, και ορατό και αόρατο, και ουσία και μη ουσία, και μάλιστα όταν την κατασκευάζει και διακηρύσσει ως θεία, όχι μόνο για όλα όσα τώρα προσθέσαμε αλλά και για πολλά ακόμα;
5. Εμπρός όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνεί κάποιος με αυτή την κατεξοχήν επιπόλαιη αφροσύνη· ας υποθέσουμε όμως, είπα, εφόσον κανείς δεν υπάρχει που να συμφωνεί μαζί του. Ολίγον έλειψε να μου διαφύγει, επειδή απεβλήθη από την μνήμη λόγω του περιφανούς της ατοπίας, ότι δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν την προθυμία να φαίνονται ότι συμφωνούν μαζί του εσχάτως και πριν από τους υπόλοιπους ακόμη και το πρόσωπο που κατέχει το πατριαρχικό αξίωμα, προς τον οποίο και έστειλε το σύγγραμμα στο συνολό του, από το οποίο παραθέτουμε τις οικείες του σκέψεις· διότι οι κομιστές από εκεί μάς το έφεραν.
Και επειδή αυτός δεν φαίνεται μόνον αλλά και διδάσκει όσα και εκείνος και κινεί υπέρ του ιδίου όλα τα σχοινιά, ούτως ειπείν, άλλοι παρασύρονται από τις επαγγελίες του και από τα όσα προτείνει και προβάλλει αξιώματα, ενώ άλλοι φοβούνται τις απειλές και τις προσβολές και επίσης τις οξείες επιτιμήσεις (διότι αφορίζει και αποκηρύσσει και με προφορικό λόγο και με γράμματα προς τους ομοφρόνους του απέναντι σε όσους φέρουν αντιρρήσεις με κάθε τρόπο προς τον Ακίνδυνο), πολλοί συμφωνούν μαζί του ή υποκρίνονται ότι συμφωνούν. Αλλά όμως οιοσδήποτε συμφωνήσει κατά το ότι λέγει ότι το ίδιο είναι και κτιστό και άκτιστο, δεν θα διαφύγει την συνέπεια της σοφιστείας του σχετικά με αυτές τις απόψεις, αφου γράφει σαφώς τα εξής: «εγώ θεωρώ ως άνευ αξίας και το άκτιστο και το κτιστό της θεουργού σοφίας και χάριτος.
Διότι βεβαίως δεν πρέπει εμείς να προσκυνήσουμε την αντίφαση, ώστε, αν είναι η μια εκδοχή υπό ανάθεμα, θα είναι όχι λιγότερο και η δεύτερη». Άρα, δεν έχει εκπέσει από την χάρη ο δυστυχής, αλλά μάλλον έγινε αντίπαλός της, αν όχι και κάτι χειρότερο; Διότι αν έχουν εκπέσει από την χάρη όσοι δικαιώνονται με τον μωσαϊκό νόμο, όπως απεφάνθη σαφώς ο απόστολος αποστέλλοντας την επιστολή του προς τους Γαλάτες, σε ποια κατηγορία θα θέσουμε το άτομο που απαξιοί και αναθεματίζει τόσο το κτιστό όσο και το άκτιστο της χάριτος;
6. Έπρεπε βεβαίως, κατά τον επικυρωτή και προστάτη του Ακινδύνου, τον στην παρούσα φάση αρχιεράρχη και προφανώς αρχιποιμένα, και συγχρόνως διδάσκαλο και διάκονο αυτού, να πράττει τα πάντα. Διότι όπως αυτός υπέβαλε σε αφορισμούς εκείνους όσοι αντιλέγουν στον Ακίνδυνο και όσοι είναι των ιδίων απόψεων με αυτούς, όλους δηλαδή τους ανθρώπους τούς αφώρισε και απεκήρυξε, τον Ακίνδυνο όμως και εκείνους οι οποίοι φρονούν όσα ο ίδιος, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και ο ίδιος ως πατριάρχης, περισσότερον από όλους τους άλλους, καθότι έχει προαποδειχθεί και αποδεικνύεται ότι αυτός αντιλέγει με τον εαυτό του παρά με τους άλλους.
Διότι, εφόσον τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τον ίδιο και αντίκεινται είναι τέσσερα, σε έκαστον από αυτά ακολουθεί κάποια διπλή αντίθεση ή και τριπλάσια από τους άλλους και τόσες φορές ο ίδιος και ο υπέρ αυτού εκφωνών τους δήθεν αφορισμούς προς καθένα από όσα έχουν διατυπωθεί για τα εν λόγω δέματα αποδεικνύεται υπεύθυνος.
Κατά τον τρόπο λοιπόν που αυτός ο προστάτης του Ακίνδυνου αφώρισε όλους τους ανθρώπους, (στην πραγματικότητα όμως) τον εαυτόν του και όσους συμφωνούν με τις απόψεις του καταδίκασε σε αφορισμό περισσότερο απ’ όλους, έτσι και εκείνος που έλαβε εκ μέρους του την παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεί το ανάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στο ανάθεμα και τους δυο, τόσο εκείνους όσοι θεωρούν ότι η θεουργός χάρη είναι άκτιστη, η οποία κατά τους θεοφόρους πατέρες είναι η λαμπρότητα της θείας φύσης, σύμφωνα με την οποία και ο Κύριος έλαμψε στο όρος και υπέδειξε την λαμπρότητα των αγίων που τελείται κατά μεθεξιν, όσο και εκείνους που διαβεβαιώνουν ότι είναι κτιστή, καθότι κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «επειδή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν μπορούν να κατασκευάσουν ούτε όσοι συνθέτουν τραγέλαφους», και αναγκαστικά όλους όσοι φρονούν ότι αυτή είναι κτιστή ή άκτιστη, κανείς δεν απομένει που να μην υποπίπτει στο σχετικό με τον Ακίνδυνο ανάθεμα.
Με πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο υποβάλλεται πλήρως και ο ίδιος στον εν λόγω κριτικό εκκλησιαστικό έλεγχο· διότι αυτός όχι μόνον από την αμεσότητα της αντίφασης, αλλά και από το γεγονός ότι άλλοτε αποφαίνεται πως είναι κτιστή και άλλοτε άκτιστη, περιπίπτει στο ίδιο με όλους τους άλλους ανάθεμα, ενώ ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και τον επικυρωτή του και προστάτη του δικαίως καθώς και για το συμφέρον του κοινού πληρώματος των ευσεβών.
Εφόσον λοιπόν και αυτοί επιτίθενται εναντίον μας, κατά τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν όχι μόνον με τις φρικωδέστερες αποκηρύξεις των μεγάλων εκείνων συνόδων αλλά και με τους δικούς τους βρόγχους και καταπίπτουν στα βάραθρα τα οποία οι ίδιοι ανέσκαψαν, ολοκληρωτικά είμαστε όλοι εμείς αθώοι και μη υποκείμενοι σε σύλληψη· διότι σύμφωνα με το ψαλμικό «η παγίδα συνετρίβη και εμείς λυτρωθήκαμε», εμείς δηλαδή που αρνούμαστε ρητά αυτές τις διπλόες.
Έτσι, το άτομο που πορεύεται με απλότητα σύμφωνα με τον στίχο του Σολομώντα είναι ανώτερο από το άφρον που στρεβλώνει τους λόγους του, αυτό δηλαδή που προσφέρει ποικίλους δόλους ανάμικτους με ανοησία.
7. Το ότι είναι μάλλον αδοξία παρά δόξα και άνοια παρά διάνοια η κακόνοια του Ακίνδυνου, είτε την σύμφωνα με την διάθεση είτε την σύμφωνα με την απόφαση θα ήθελε κάποιος (δι’ αυτού του τρόπου) να χαρακτηρίζει -διότι αυτή φαίνεται ότι προβάλλει και κατά τις δύο όψεις- νομίζω ότι έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο από τα όσα ήδη έχουν λεχθεί.
Ποια γνώμη έχει αυτός στην συνείδηση του για το υπό εξέταση θέμα, δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής μας ούτε εκείνων που τείνουν συνετόν ους, καθόσον η εν λόγω κατάσταση έχει ελεγχθεί από εμάς πολλάκις με παρρησία. Και εσύ που εξετάζεις με σωστό τρόπο θα έχεις την δυνατότητα να κατανοήσεις κατεξοχήν επαρκώς από αυτά που λέγονται τώρα, ότι έχει την άποψη σε ύψιστο βαθμό ότι το φως της θεότητας είναι κτίσμα και φάσμα, όπως υποστηρίζει και ο Βαρλαάμ· διότι τις ανωτέρω ιδιότητες επιχειρεί να παρουσιάσει με πολλούς συλλογισμούς.
Και κατεξοχήν σε καθολική κλίμακα με τους λόγους του επιχειρεί να δείξει ότι κανένα από τα άκτιστα δεν γίνεται ορατό καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους οφθαλμούς, αλλά και στους ίδιους τους λόγους του, διά των οποίων κατασκευάζει και αποφαίνεται για το τέτοιου είδους θέμα, δεν υφέρπει και δεν κινείται υπόγεια κανένα αντίθετο που θα στρέφει την γνώμη στο εναντίον.
Όταν όμως το χαρακτηρίσει ως άκτιστο, όλη η κατασκευή που αναφέρεται στην υφή του κατά περίεργο τρόπο, σαν ένας κλέπτης που κρύπτεται, κλέπτει και μεταφέρει το άκτιστο προς την εντελώς αόρατη ουσία του Θεού, η οποία κατά τις δογματικές απόψεις του είναι η μόνη άκτιστη. Διότι οτιδήποτε διαφέρει αυτής κατά οιονδήποτε τρόπο το εγκαθιστά με φανερή προβολή ανάμεσα στα κτίσματα.
Και επειδή αυτός θεωρεί το φως της θεότητας ότι είναι κτιστό και φάσμα, το οποίο στην κυριολεξία ποτέ δεν υπάρχει, στηριζόμενος στην εν λόγω εκδοχή υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε κτιστόν ούτε άκτιστον. Νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί την γνώμη της αδοξίας εξαιτίας της οποίας ο Ακίνδυνος εκινδύνευσε αναφορικά με τα θέματα της πίστης.
Και συμβαδίζει σχεδόν ο ίδιος με όλους που ανέκαθεν διατύπωναν μη θέσμια πράγματα για τον Θεόν. Και αυτό έχει διττή αιτία· διότι, αφού αθέτησε τις θείες ενέργειες σύμφωνα με τις οποίες και μόνες επιτρέπεται να θεολογούμε και από τις οποίες μόνο να συγκροτούμε τα οικεία στην ευσέβεια και να απομακρύνουμε τα αλλότρια, πώς δεν θα έσφαλλε και κατά την δική του γνώμη και δεν θα δεχόταν με απλό τρόπο όλες τις απόψεις όλων όσοι έχουν σφάλλει;
Και εκτός από αυτά, και όσα φαίνονται ότι διαφωνούν με βάση τα όσα έχουν θεολογηθεί από την πρώτη χριστιανική εποχή, διά μέσου των οποίων ανατρέπονται μεταξύ τους οι αιρέσεις που είναι αντίθετες κατά υπερβολή και κατά έλλειψη, παραινώντας ο ίδιος να υποστηρίζουμε ότι αγνοούμε πως είναι αντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει να μην χρησιμοποιούμε τίποτε από αυτά.
Και εκείνους όσοι λειτουργούν συμβιβαστικά τους κατηγορεί ως καινοτόμους και τους ονομάζει καινούς και υπερήφανους Θεολόγους, διότι κατά την γνώμη του δεν υπόσχονται ότι θα εξηγούν και θα διδάσκουν σε όλους τα συνετά. Πώς λοιπόν εκ νέου δεν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, αφού αυτός αναίρεσε όλα τα δεδομένα, διά των οποίων αναιρούνται όλα εκείνα;
8. Έτσι και για τους ανωτέρω λόγους αυτός είχε την έπαρση ότι συμφωνεί με όλους τους κακόβουλους αιρεσιάρχες, και κατεξοχήν με τον Άρειο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και με τον ίδιο τον Σαβέλλιο, έστω και «αν ο περί ου ο λόγος διήνυσε μια εκ διαμέτρου διαφορετική πορεία από εκείνους.
Διότι είναι δυνατόν στον Ακίνδυνο να εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τα ασύμπτωτα. Και διότι ο Άρειος και ο Ευνόμιος και οι όμοιοι με αυτούς, εκ του ότι δεν είχαν την δυνατότητα να αποδείξουν εκ των δεδομένων που η ίδια τους παρείχε ότι η ουσία του Πατέρα είναι έτερη προς αυτήν του Υιού, επεχείρησαν να υποκλέψουν τους πολλούς με βάση τα όσα υφίστανται πέριξ της περιοχής της και απεφάνθησαν ότι η άκτιστη ουσία είναι η αγεννησία που θεωρείται με υποστατικό τρόπο πέριξ της περιοχής της· έτσι, λοιπόν εξ ανάγκης υπολείπεται ότι ο γεννητός είναι κατ’ ουσίαν κτιστός.
Και απεφάνθησαν ότι είναι το ίδιο η ατρεψία, η απειρία, η σοφία, η αγαθότητα και με απλό τρόπο ότι όλα τα με φυσικό τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας ουσίας δεν διαφέρουν καθόλου και υπό οιαδήποτε οπτική από την άγεννησία, δηλαδή από την ουσία του Θεού σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις.
Και οτιδήποτε διαφέρει κατά κάποιο τρόπο από εκείνη το τοποθέτησαν στην ίδια κατηγορία με τα κτίσματα, με σκοπό ο Θεός να έχει κατά την εκτίμηση τους μια και συγχρόνως απλή ουσία και ο Υιός ως γεννητός να είναι άλλης ουσίας και τρεπτός και πεπερασμένος και με αρχή, με άλλους λόγους δηλαδή ότι είναι κτιστός και όχι όντως αγαθός.
9. Ότι ο Ευνόμιος λοιπόν υποστηρίζει ότι όλες οι πέριξ της θείας φύσης άκτιστες ενέργειες και γενικώς όλα όσα θεωρούνται με φυσικό τρόπο πέριξ αυτής δεν διαφέρουν καθόλου από την άκτιστη ουσία και ότι οτιδήποτε διαφέρει από την υφή της καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι κτίσμα, ο συλλογισμός δι’ ολίγων διαδικασιών απέδειξε με ενάργεια. Είναι όμως αξιόχρεοι μάρτυρες αυτού όσοι τον ακολουθούν αλλά και ως προς το εν λόγω σημείο τον αναιρούν.
Και το ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που δογματίζεται από τον Ακίνδυνο, θα βεβαιώσουν και όλο το πλήθος των συγγραμμάτων του σχετικά με το περιεχόμενό του και τα ιδιόχειρα γράμματα και η γλώσσα του και όλοι σχεδόν που συναντήθηκαν μαζί του. Ας παρατεθούν όμως ορισμένα από αυτά που έχουν γραφτεί από τον ίδιο. «Διότι λέγει δεν έχουμε την δυνατότητα κάτι από τα άκτιστα και τα φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι άλλο από την ουσία του και την φύση του»· και πάλι «όσα λέγονται για τον Θεόν δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και όλα είναι διαφορετικά από την θεία ουσία και μεταξύ τους»· και πάλι «πως δεν είναι άκτιστες δύο θεότητες για να μην αναφέρω περισσότερες, αν η δύναμη του Θεού και η ενέργεια που τελεί κάθε έργο, η σοφία και η ζωή και η αγαθότητα είναι διαφορετικά τόσο από την θεία ουσία όσο και μεταξύ τους;
Και εκ νέου «το να μερίζεται ο Θεός και έτσι να γίνονται πολλά άκτιστα και να είναι διάφορα της θείας ουσίας και μεταξύ τους, είναι ασεβέστατο». Αλλά για τον Άρειο και τον Ευνόμιο δεν ήταν αυτό η πρόθεση της κακοδοξίας αλλά το οτι δεν διαιρείται κατά τις υποστάσεις ο μόνος, κατά την εκτίμηση τους, Θεός και ότι κατά συνέπεια είναι κτιστός ο Υιός που θεωρείται σε οικεία για τον ίδιον υπόσταση.
Το ότι δεν επιδέχεται οιαδήποτε διαίρεση κατά τις φυσικές ενέργειες, ήταν έπακολούθημα της δυσέβειας εκείνων, η οποία έλαβε αφορμή από τις απόψεις που έχουν για τον Θεό αναφορικά με τις υποστάσεις. Του Ακίνδυνου όμως η πρόθεση είναι ακριβώς αυτό τούτο καθώς επίσης και το να δειχθεί κατά προέκταση κτιστή η θεία έλλαμψη και ενέργεια που εθεάθη από τους αποστόλους στο Θαβώρ, επειδή η ουσία του Θεού είναι εντελώς αόρατη σε όλα και επακολουθεί στον Ευνόμιο και στην κακοδοξία του.
Με βάση το ότι ο μόνος άκτιστος Θεός δεν επιδέχεται διαίρεση ούτε κατά τις υποστάσεις, εκ της οποίας λοιπόν ενότητας επιχειρεί να κατασκευάσει το σύμφωνα με τις ενέργειες αδιαίρετο, είναι μια θέση που οδηγεί, για να εκφέρω λόγο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, στο ότι ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και στο σύνολό του και στα μέρη του, και εκ της θέσης αυτής προκύπτει ότι αναγκαίως είναι αδιαίρετος και κατά τις υποστάσεις.
Διότι και κατά τις υποστάσεις ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και συνολικά και κατά τα μέρη του. Πράγματι, ο Θεός δεν έχει αποκτήσει την οντότητά του από τις υποστάσεις ως μέρη ουτε συνιστά μέρος σε καθεμιά από τις υποστάσεις, διότι σε καθεμία υπάρχει όλη και η τέλεια θεότητα, ενώ αυτός που κατασκευάζει, με βάση τα όσα υποστηρίζει, το σύμφωνα με τις θείες υποστάσεις αδιαίρετο, συγκατασκευάζει τα αντίθετα κακά και όσα είναι ομογενή με την δυσέβεια.
Εάν δηλαδή λέγει ότι δεν είναι άλλος ο Υιός από την μια εκείνη υπόσταση, την οποία μόνη θεωρεί άκτιστη, είναι ένας νέος Σαβέλλιος. Και αν υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι κατά υπόσταση άλλη αναφορικά με τη μόνη άκτιστη σύμφωνα με την εκτίμησή του, έχει οδηγηθεί σε μανιώδεις σκέψεις παρομοίως με τον Άρειο.
10. Πρέπει όμως το άτομο που προτίθεται να είναι ευσεβές να προσέξει ότι το θείον διαιρείται αδιαιρέτως και κατά τις υποστάσεις και κατά τις ενέργειες, αφενός μεν καθόσον εκ της ύπαρξής του επιφαίνεται προς τα εδώ κάποια διαφορά αλλά όχι κατάτμηση -διότι τα ασώματα δεν μερίζονται όπως τα σώματα, και μάλιστα το θείον- και αφετέρου καθόσον όταν διαιρείται κατά τις υποστάσεις έχει το αδιαίρετο κατά τις ενέργειες ενώ όταν διαιρείται κατά τις δυνάμεις και τις ενέργειες παραμένει κατά τις υποστάσεις αδιαίρετο. Διότι από κοινού ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα πριν από τους αιώνες είχαν προγνώσει και είχαν προχωρήσει σε οριοθετήσεις, και, όταν θέλησαν, εδημιούργησαν.
Και προνοούν διηνεκώς για όλο το σύμπαν. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν μερίζεται όπως τα σώματα και δεν είναι μόνον υπεράνω του όλου και του μέρους, αλλά σε κάποιο βαθμό μπορεί να λέγεται και όλον και μέρος (διότι επί της υπόστασής του λέγονται τα πάντα εκτός από τα απολύτως ιδιαίτερα, ακόμα και τα θεωρούμενα ως εναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αυτό μερίζεται και κατά τις θείες υποστάσεις και κατά τις θείες ενέργειες, αλλά θεοπρεπώς, δηλαδή αμερίστως.
Εφόσον όμως αυτοί δεν το έχουν κατανοήσει, ο Ακίνδυνος και όσοι κατά το παρελθόν διατυπώνουν τις εν λόγω επικίνδυνες εκδοχές σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως την οντότητα που είναι αμέριστη, την κατατέμνουν με δυσεβή τρόπο. Και ενώ δήθεν την ενώνουν, την περιτέ-μνουν ή την συγχέουν όχι κατώτερα με δυσέβεια και ονομάζουν πολύθεους τους στοχαστές που δεν προτίθενται να δυσεβούν με τον ίδιο συγκριτικά με τον οικείο τους τρόπο.
11. Ο Ακίνδυνος καθιστά τον Υιόν κτίσμα και (τούτο προκύπτει) από το ότι αποφαίνεται πως είναι κτιστό κάθε έργο και από οιαδήποτε σκοπιά και αν εξετασθεί, ενώ οι θείοι Πατέρες θεολογούν από πολλές προσεγγίσεις ότι η προαιώνια γέννηση είναι έργο της θείας φύσης. Αλλά κάθε φορά που αναφέρει ότι τα ποιήματα είναι έργα της θείας φύσης υποκατασκευάζει αυτήν την θέση διαπράττοντας κακά έργα ή αγνοώντας· και κάθε φορά που αναφέρει ότι η θεία τάξη σύμφωνα με την οποία ο Υιός βρίσκεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με το μέγα Βασίλειο, του Πατρός, υποστηρίζει ο ίδιος ότι δεν διαφέρει από την φύση.
Επειδή λοιπόν, όταν εμείς αναφέρουμε ότι η θεία θέληση διαφέρει από την θεία πρόγνωση και ότι η θεουργός χάρη και ενέργεια από την δημιουργική ενέργεια και ότι απ’ όλα τα τέτοιου είδους είναι υπερβατική η θεία ουσία σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, εκ του ότι είναι αιτία των ενεργειών της, αυτός μάς συκοφαντεί ότι θεωρούμε πως τα ανωτέρω είναι άνισα και ανόμοια μεταξύ τους και ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του παριστά τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα ως άνισα και ανόμοια μεταξύ τους, επειδή και τα εν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα κατά την αιτία.
12. Διά μέσου λοιπόν αυτών και κάποιων άλλων τέτοιου είδους όχι ολίγων καταλήγει και στην μανία του Αρείου και στα αντίθετα προς αυτή, αντίθετα όμως όχι κατά την δυσέβεια. Όταν δηλαδή εκ νέου δεν διακρίνει καθόλου την άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία, ακολούθως αποφαίνεται ότι τέτοιου είδους ενέργεια είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και εκ τούτου συνάγει την συνάρθρωση του Σαβελλίου.
Αλλά και υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι δύναμη αΐδια, ζωή και σοφία και αγαθότητα και όλα τα τέτοιου είδους, όχι διότι έχει όλα αυτά απαράλλακτα με τον Πατέρα αλλά διότι τα ίδια ανήκουν στον Πατέρα, εισάγει τα εν λόγω ιδιώματα ως προσόντα του Πατρός, τα οποία δεν έχουν άλλη ιδιαίτερη από εκείνον υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς κατασκευάζει και όταν απορρίπτει φανερά ότι υπάρχουν κοινές άκτιστες ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από όλα τα οποία παρουσιάστηκε στους χρόνους μας ένα διπρόσωπο και δυσκόλως οικονομούμενο τέρας, που φέρει την μορφή του Σαβελλίου.
Και έχοντας την πρόθεση να υπερακοντίσει και των δυο την απονεννοημένη εκτίμηση, προέβη σε μια πράξη την οποία κανείς δεν ετόλμησε από εκείνους. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το ίδιο είναι και κτίσμα και ουσία του άκτιστου Θεού, σοφιζόμενος τέτοιου είδους (ιδιότητες) όχι μόνον εναντίον της θείας λαμπρότητας αλλά και όλων όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό. Διότι ο ίδιος γράφει εκ νέου ότι είναι κτιστά και αρκτά ακόμη και η ατρεψία και η απειρία σύμφωνα με όλα, η θεία αγαθότητα και γενικώς όλα που θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, τα οποία αυτός ο ίδιος βεβαιώνει ότι είναι ουσία του Θεού ως όντα που με ουσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω από την ύπαρξή του.
Και τους στοχαστές που δεν δέχονται να υποστηρίζουν τα ίδια τούς αποκηρύσσει με κάθε άνεση ως διθεΐτες και πολυθεΐτες· διότι ισχυρίζεται: «πολλά ισχυρίζονται αυτοί αλλά όχι ότι είναι ένα το άκτιστο και θεωρούν το μεν ένα ουσία, ενώ τα άλλα ανούσια και ότι η ουσία υπέρκειται αυτών κατά το ότι είναι αιτία των πέριξ αυτής, ενώ τα υπόλοιπα ότι είναι κατώτερα εκ του ότι προέρχονται εξ αυτής και υπάρχουν γυρω από την ίδια αλλά όχι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της».
13. Και όποιος νομίζει απίστευτο ότι ο Ακίνδυνος ονομάζει κτίσματα όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, και την ίδια την ατρεψία και την απειρία υπό οιαδήποτε οπτική, ας έλθει πλησίον μας και ας εξετάσει όχι μόνον στα εκτενώς συγγραμμένα από τον ίδιο αλλά και στις ιδιόχειρες επιστολές του προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.
Και το αίτιο από το οποίο κατασκευάζει και υποστηρίζει ότι τα εν λόγω είναι κτίσματα και με το καθένα από αυτά ο ταλαίπωρος αποδεικνύει τον Θεό κτιστό, βλασφημώντας κατά τον εν λόγω τρόπο απέναντί του και, δυστυχώς, με πολλαπλάσιο τρόπο, είναι ότι αυτά ονόμασε έργα Θεού ο έμπειρος στα θεία Μάξιμος στα Θεολογικά Κεφάλαια. Και εάν ονόμασε αυτά άναρχα, λέγει ο Ακίνδυνος, και αΐδια και ότι δεν ήταν εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, εννοεί τούτο χρονικώς, με την έννοια ότι αυτά είναι ηργμένα και εκτισμένα όχι στον χρόνο αλλά στον αιώνα.
14. Τέτοιου είδους λοιπόν είναι και αυτό. Και εσυ, σεβασμιότατε φίλε, κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω έχε το ζητούμενο. Γνώριζε δε και ότι ο Βαρλαάμ εκείνος δεν έχει διαφορετικό φρόνημα εκτός από τον υποκριτικό δόλο και τα ποικίλα ψεύδη, τα οποία καλύπτονται από επίκρυψη και υποκρισία. Διότι αυτός απεδέχθη με πολλαπλάσιο τρόπο όλα τα τέτοιου είδους, μετά την συνοδική καταδίκη εκείνου και έπειτα αυτού του ιδίου, διατηρώντας τα ανωτέρω αδιάσπαστα και προσπαθώντας να διαφύγει την προσοχή των πολλών.
πηγή: Γρηγόριος Παλαμάς, Επιστολή προς Παύλον Ασάνην – Η θεολογία του ακτίσου φωτός, Έκδοσις ΖΗΤΡΟΣ, σ.25-67