Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

«ΠΑΝΤΑ ΜΟΙ ΕΞΕΣΤΙΝ» – ΠΡΕΣΒ. ΧΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, «Ὅλα ἐπιτρέπονται», Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ



images
«Πάντα μοι ἔξεστιν,
 ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει»
(Α΄ Κορ. 6,12)

Στὴν κοσμοπολίτικη κοινωνία τῆς Κορίνθου τοῦ 1ου μ.Χ. αἰώνα ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἕνα σύνθημα, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐκφράζει σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις της καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιὰ τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν», τὸ ὁποῖο μεταφράζεται στὴν ἐποχή μας μὲ τὸ «Ὅλα ἐπιτρέπονται». Τὸ σύνθημα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ πολὺ εὔστοχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ  (Α΄ Κορ. 6,12) δίνοντάς του μία νέα προοπτικὴ μέσα στὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.  Ὁ Θεὸς ἔχει δώσει τόση ἀπόλυτη ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὅλα νὰ τοῦ ἐπιτρέπονται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ οἱ θιασῶτες τοῦ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἢ τοῦ «Ὅλα ἐπιτρέπονται» διεκδικοῦν μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ τὴν ἐλευθερία στὶς ἐπιλογές τους. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει μία ἄλλη ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία ρίχνει τὸ βάρος στὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει». Κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὸ ποὺ μᾶς πληροφορεῖ τί συμφέρει καὶ τί ὄχι εἶναι πρῶτα ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως, κοινὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτου ἐποχῆς, θρησκείας ἢ καταγωγῆς, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἡ θεία ἀποκάλυψη· ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκαλύπτει στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τί μᾶς συμφέρει καὶ τί ὄχι. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς ἀπαγορεύσεις καὶ νόμοι βαρεῖς ποὺ ἡ παράβασή τους ἐπισύρει τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ὁδοδεῖκτες ποὺ μᾶς κατευθύνουν στὸ δρόμο τῆς σωστῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας.
Συνεχίζοντας τὴ σκέψη του ὁ ἀπόστολος λέει κάτι πιὸ σημαντικό: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου ἀποδεικνύεται τόσο ἐπίκαιρος σὲ μία ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ταλανίζονται ἀπὸ κάθε εἴδους ἐξαρτήσεις. «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγὼ ὅμως δὲ θὰ ἀφήσω τίποτα νὰ μὲ κυριέψει». Γιατί ὅλα μὲν μοῦ ἐπιτρέπονται, ἀλλὰ κάνοντας ὅ,τι θέλω (αὐτεξουσίως καὶ ἐλεύθερα), ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νὰ γίνω δοῦλος τῶν ἴδιων μου τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν πράξεων.
Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τὴν ἴδια μέρα ποὺ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (ἢ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα). Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, ποὺ εἰκονίζει τὸν ἴδιο τὸ Θεό, χωρὶς δεύτερη κούβεντα ἰκανοποίησε ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ γιοῦ του, δίνοντάς του ἀπόλυτη ἐλευθερία. Τίποτε δὲν ἀπαγορεύθηκε στὸν νεώτερο υἱό· ὅλα τοῦ ἐπιτράπηκαν. Οἱ ἐπιλογές του τελικὰ τοῦ συνέφεραν; Γνωρίζουμε ὅτι τὸν κατάντησαν δοῦλο «καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. 15,16).     Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ ἐλευθερία καταντᾶ ἐλευθεριότητα καὶ ἀσυδοσία.
Ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐρευνήσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια καὶ θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, στὴν πραγματικότητα κάνουμε εἴτε αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑποβάλλουν οἱ ἄλλοι, ἢ ὁ συρμός, ἢ οἱ διάφορες ἐσωτερικές μας παρορμήσεις, οἱ ὁποῖες ἐλεγχόμενες ἀπὸ τὴ συνείδηση ἀποδεικνύονται ἐπιβλαβεῖς. Τὸ κάπνισμα λ.χ. γιὰ ἕνα ἔφηβο εἶναι «μαγκιά», τὸν κάνει αὐτόνομο καὶ ἀνεξάρτητο. Ἂν τὸν ρωτήσεις· «Γιατὶ ἄρχισες τὸ κάπνισμα;», θὰ σοῦ ἀπαντήσει· «Γιὰ νὰ δείξω στοὺς γονεῖς μου καὶ στοὺς δασκάλους ὅτι δὲν θὰ κάνω ὅτι θέλουν αὐτοί», ἢ «Γιὰ νὰ μὴν εἶμαι ὁ χαζὸς τῆς παρέας». Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία (φοιτητὲς, στρατιῶτες) θὰ σοῦ ἀπαντήσουν· «Μὲ βοηθᾶ ὅταν ἀγχώνομαι ἢ ὅταν μελαγχολῶ» ἢ πιὸ ἁπλᾶ «Γιὰ τὴν παρέα». Δηλάδη, ἐν ὀλίγοις ὄχι ἁπλᾶ οἱ νέοι πέφτουν στὴν ἐξάρτηση τοῦ καπνίσματος, ἀλλὰ καὶ οἱ λόγοι ποὺ τοὺς ὁδήγησαν σ’ αὐτὸ φανερώνουν πάλι τὴν ἔλλειψη ἐλευθερίας.
Τὸν περασμένο Φεβρουάριο, λόγῳ τοῦ σάλου ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὶς «ἀποκαλύψεις», ὅπως δημοσιογραφικὰ ἀποκαλοῦνται, γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ἀνεπιθύμητων ἐγκυμοσυνῶν καὶ τῶν ἐκτρώσεων ἀπὸ ἀνήλικα κορίτσια, πραγματοποίηθηκε μία συζήτηση σὲ βραδυνὴ ἐκπομπὴ τῆς κρατικῆς τηλεόρασης μὲ συνομιλητὲς ἕξι ἰατροὺς καὶ ἐκπρόσωπο τῆς πολιτείας.
          Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκπομπῆς ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στὴν παρουσίαση τοῦ νομικοῦ πλαισίου ποὺ ἰσχύει στὴν Κύπρο σχετικὰ μὲ τὶς ἐκτρώσεις, ὑπερτονίζοντας μάλιστα τὴν πρόνοια τοῦ νόμου ποὺ κάνει λόγο γιὰ διακοπὴ τῆς κύησης ὅταν ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κρίνεται ὅτι θὰ βλάψει τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς μητέρας. Τόσο οἱ δύο ἐκ τῶν προσκεκλημένων, ἰατροὶ μαιευτῆρες, ὅσο καὶ ἡ ἐκπρόσωπος τῆς πολιτείας ὑποστήριξαν μία πλατειὰ ἑρμηνεία στὴ φράση «ψυχικὴ ὑγεία», ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν ἔννοια τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλὰ γενικὰ στὴν κακὴ ψυχολογικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ περιέλθει μία κοπέλα, ἰδίως ἀνήλικη καὶ ἀνύπανδρη, στὴν περίπτωση ποὺ φέρει στὸν κόσμο ἕνα παιδί, δεδομένων τῶν κοινωνικῶν «ταμποὺ», ἀλλὰ καὶ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ σὲ τέτοια ἡλικία θὰ μπεῖ ἐμπόδιο στὴν περαιτέρω φυσιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τῆς μητέρας.
          Στὴ συνέχεια, ὅταν ὁ ἱερέας-ἰατρός παρουσίασε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴ ζωή, σὲ ὁποιαδήποτε φάση τῆς ἐξέλιξής της καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, κάποιος ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ μὲ ἀπαγορεύσεις νὰ δώσει λύση στὸ πρόβλημα. Παράλληλα προβλήθηκαν τρία βασικὰ δικαιώματα τῶν νέων καὶ τῆς γυναίκας ποὺ κυοφορεῖ: Πρῶτον ὅτι «οἱ νέοι μας σήμερα εἶναι σεξουαλικὰ ἐνεργοὶ καὶ καλὰ κάνουν»,   δεύτερον «μία γυναίκα ἔχει δικαίωμα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει μὲ τὸ σῶμα της καὶ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποφασίσει τὶ θὰ κάνει μὲ τὸ ἔμβρυο ποὺ κυοφορεῖ» καὶ τρίτον ὑποστηρίχθηκε ξανὰ τὸ δικαίωμα κάθε γυναίκας νὰ προχωρήσει στὴν ἔκτρωση προκειμένου νὰ διαφυλάξει τὴν καλὴ ψυχική της κατάσταση.
          Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερέα-ἰατροῦ ἦταν σύντομη, μέσα στὸν τηλεοπτικὸ χρόνο ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν νομοθετεῖ, οὔτε ἐπιβάλλει ποινὲς καὶ ἀπαγορεύσεις, ἀλλὰ ἐκθέτει τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καλεῖ ἐλεύθερα νὰ τὴν ἀκολουθήσουν». Ὑπενθυμίζοντας ἐπίσης τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ τὴ (μυστικὴ καὶ ἀδιαφήμιστη) στήριξη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὶς κοπέλες ἐκεῖνες ποὺ ἀποφασίζουν νὰ μὴν προχωρήσουν στὴν ἔκτρωση, τόνισε ὅτι ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὰ ψυχικὰ τραύματα μιᾶς ἀνήλικης καὶ ἀνύπανδρης μητέρας, δὲν πρέπει νὰ παρασιωποῦμε τὰ πολὺ μεγαλύτερα ψυχικὰ τραύματα μιᾶς κοπέλας ποὺ προχωρεῖ στὴν ἔκτρωση, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει πολὺ συχνὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεικνύει μεγαλύτερη ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ στήριξη (μυστικὰ καὶ ἀδιαφήμιστα πάντοτε) στὴν κοπέλα αὐτὴ ποὺ ἡ ἔκτρωση τὴν ἔφερε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση της, τὴ μητρότητα καὶ τὴν προστασία τῆς ζωῆς.
          Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς σὲ μιὰ συζήτηση γιὰ ἕνα ἰδιαιτέρως σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα τέθηκε τόσο ἔντονα τὸ ζήτημα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χρήσης της. Ὁ σεβασμὸς στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια στὴν ἀφαίρεση τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν βρίσκεται στὴν ἐμβρυακὴ ἀκόμα φάση, θεωρεῖται ἀπαγόρευση καὶ ἄρα στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ γεγονὸς ὅτι μία κυοφοροῦσα μητέρα ὠθεῖται ἀπὸ τὸν ἐρωτικὸ σύντροφο – πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, τοὺς γονεῖς της καὶ τὴν κοινωνία νὰ δώσει τέλος στὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ της, αὐτὸ θεωρεῖται ἔνδειξη ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς κοπέλας καὶ τὴν καλὴ κοινωνική της εἰκόνα. Τὸ ἐρώτημα εἶναι κατὰ πόσον διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία αὐτῆς τῆς κοπέλας, ὅταν αὐτὴ καταπνίγεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἄλλων· τοῦ ἐρωτικοῦ της συζύγου ποὺ δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του, τῶν γονέων της ποὺ πάνω ἀπ’ ὅλα βάζουν τὸ «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος», τῆς κοινωνίας ποὺ μὲ ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον προτιμᾶ νὰ μὴ γεννηθεῖ ποτὲ ἕνα παιδί, παρὰ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μάνα ἀνήλικη ἢ ἀνύπανδρη. Καὶ στὸ τέλος ποιὰ στήριξη μποροῦν νὰ παράσχουν στὴν τραυματισμένη ψυχὴ αὐτῆς τῆς μάνας αὐτοὶ ποὺ τὴν ὁδήγησαν στὸ τραῦμα; Ἀντίθετα ὅταν μία κοπέλα ἀποφασίσει νὰ «κρατήσει» ἕνα παιδί, παρὰ τὴν ἀντίδραση συζύγου καὶ γονιῶν, δὲν τὸ μετανιώνει ποτέ. Τοὐναντίον ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κάνει ὅσους ἀντιδροῦσαν νὰ μετανιώσουν γιὰ τὴ στάση τους καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ νὰ γίνεται πηγὴ ἐλπίδας καὶ ἀγάπης μέσα στὴν οἰκογένεια.
          Ἔκρινα σκόπιμη τὴν ἀναφορὰ στὸ περιεχόμενο τῆς τηλεοπτικῆς αὐτῆς συζήτησης ὄχι ἀπὸ καποιὰ διάθεση ἀπολογητική, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὴ ἀποτέλεσε ἀφορμὴ δικοῦ μου προβληματισμοῦ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἐνήλικες καὶ παιδιά, τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καὶ τὴ χρήση της. Κυρίως ὅμως ἡ συζήτηση αὐτὴ ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ περισσότερη αὐτοκριτικὴ, στὸ κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία ἐμπνέει στοὺς ἀνθρώπους καὶ κυρίως τοὺς νέους τὴ σωστὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας καὶ στὴν ποιμαντικὴ φροντίδα ποὺ ἀσκεῖται γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ἀστοχιῶν (αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση· εἶναι ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ διαχειριστεῖ σωστὰ τὴν ἐλευθερία του καὶ ὄχι κάποια παράβαση ἢ ἔγκλημα).
Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας σίγουρα δὲν εἶναι νὰ θέτει ἀπαγορεύσεις καὶ νὰ ἐπισύρει ποινὲς. Αὐτὸ δὲν τὸ θέλει οὔτε κι ὁ Θεός. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει στὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν – Ὅλα ἐπιτρέπονται», θέλει ὅμως νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἐκεῖνες ποὺ δὲν «συμφέρουν», δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ ποὺ πολλὲς φορὲς καταστρέφουν. Θέλει ἡ χρήση τοῦ ἀπόλυτου ἀγαθοῦ τῆς ἐλευθερίας, τοῦ «Πᾶντά μοι ἔξεστιν», νὰ γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ὁδηγεῖ σὲ ἄλλες ἐξαρτήσεις, σὲ στέρηση δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκτήσει «νοῦν ἡγεμόνα», λογισμὸ ποὺ μὲ τὸ θεῖο φωτισμὸ νὰ κυβερνᾶ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ κὰι νὰ μὴν κυβερνᾶται. Γιατὶ τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας μας δὲν τὴν προκαλοῦν μόνο ἐξωτερικοὶ παράγοντες, ἀλλὰ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς γινόμαστε δοῦλοι τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τοῦ «κακοῦ μας ἑαυτοῦ» ἢ «τοῦ παλαιοῦ ἐν ἡμῖν ἀνθρώπου» κατὰ τὸν Παῦλο. Τὰ πάθη, γιὰ τὰ ὁποῖα πολὺς λόγος γίνεται στὴν πατερικὴ θεολογία, ἔχουν πάλι τὴν ἔννοια τοῦ ἐθισμοῦ καὶ τῆς ἐξάρτησης καὶ ὡς τέτοια καλοῦνται ψυχοφθόρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας «εἰς ἀποτροπὴν καὶ ἐμπόδιον τῆς φαύλης μου καὶ πονηρᾶς συνηθείας, εἰς ἀπονέκρωσιν τῶν παθῶν, εἰς περιποίησιν τῶν ἐντολῶν σου, εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος καὶ τῆς σῆς βασιλείας οἰκείωσιν» (Ἀκολουθία Θείας Μεταλήψεως, Εὐχὴ Γ΄, Ἰω. Χρυσοστόμου).
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴ θεραπεία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς μας, καὶ κυρίως ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἐξαρτήσεις, τονίζεται ἀπὸ ὅλους ἡ σημασία τῆς πρόληψης. Πιστεύω ὅτι οἱ ἀλήθειες τὶς ὁποῖες ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα σ’ ἕνα μόνο στίχο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους συστήνουν τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ «μέτρο πρόληψης». «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Γνωρίζω ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλα μπορῶ, ἂν θέλω, νὰ τὰ κάνω, ἀκόμα καὶ νὰ ἀφαιρέσω τὴ ζωὴ ἑνὸς συνανθρώπου μου, ποὺ εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἐξευτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Θὰ δῶ ὅμως τί πραγματικὰ μὲ συμφέρει, μὲ κριτήριο τί μὲ κρατᾶ πραγματικὰ ἐλεύθερο. Γιατὶ εἶναι πάντοτε πιθανὸ μία ἐλεύθερη ἐπιλογή μου νὰ μοῦ στερήσει τὴν ἐλευθερία μου, νὰ μὲ ὁδηγήσει ὥστε νὰ ἐξουσιάζομαι, νὰ εἶμαι ἐξαρτημένος ἀπὸ πράγματα  καὶ ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο μέσο προφύλαξης ποὺ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε στὰ παιδιά μας. Νὰ τὰ μάθουμε νὰ «βάζουν ὅρια», νὰ ἔχουν «νοῦν ἡγεμόνα», νὰ εἶναι κύριοι τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐπιλογῶν τους καὶ ὅταν, ὅπως εἶναι γιὰ ὅλους μας φυσικό, ἀστοχήσουν, τότε νὰ εἴμαστε ἐκεῖ νὰ τοὺς στηρίξουμε νὰ βάλουν μιὰ νέα ἀρχή. Ποτὲ ἕνα λάθος δὲ διορθώνεται μὲ ἄλλο λάθος.
Κι ἐπειδὴ ἡ σωστὴ διαχείριση τοῦ θείου δώρου τῆς ἐλευθερίας δὲν εἶναι κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ θεῖο χάρισμα κι αὐτό, κατορθούμενο μέσα ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, πτώσεις καὶ ἀνορθώσεις, προσευχὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, νὰ μάθουμε νὰ κάνουμε «θέμα προσευχῆς» κάθε κρίσιμη ἢ λιγότερο κρίσιμη ἀπόφαση στὴ ζωή μας, νὰ ζητοῦμε τὸ θεῖο φωτισμό, νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἐλευθεροῦσα χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ὁποῖον γεννᾶ τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.
Μία εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων λέει πολλὰ γιὰ τὸ θεῖο αὐτὸ κατόρθωμα τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας:
 «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ αἰνετός, ὁ τῷ ζωοποιῷ τοῦ Χριστοῦ σου θανάτῳ εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς μεταστήσας, σὺ πάσας ἡμῶν τὰς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως ἐλευθέρωσον, ἀγαθὸν ταύταις ἡγεμόνα τὸν ἔνδοθεν λογισμὸν ἐπιστήσας. Καὶ ὀφθαλμὸς μὲν ἀπέστω παντὸς πονηροῦ βλέμματος, ἀκοὴ δὲ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος, ἡ δὲ γλῶσσα καθαρευέτω ῥημάτων ἀπρεπῶν. Ἅγνισον ἡμῶν τὰ χείλη τὰ αἰνοῦντά σε, Κύριε· τὰς χεῖρας ἡμῶν ποίησον τῶν μὲν φαύλων ἀπέχεσθαι πράξεων, ἐνεργεῖν δὲ μόνα τὰ σοὶ εὐάρεστα,πάντα ἡμῶν τὰ μέλη καὶ τὴν διάνοιαν τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι».
Δηλαδή, «Σὺ Θεέ μας, ποὺ εἶσαι μέγας καὶ ἄξιος νὰ σὲ ὑμνοῦμε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὸ ζωοποιὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ σου μᾶς μετέστησες ἀπὸ τὴ  φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἐλευθέρωσε τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴ νέκρωση ποὺ προκαλοῦν τὰ πάθη, θέτοντας σ’ αὐτὲς ὡς καλὸ ἡγεμόνα τὸ ἐσωτερικὸ λογισμό, τὴ συνείδηση. Καὶ τὰ μάτια νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε πονηρὸ βλέμμα, ἡ ἀκοὴ νὰ μὴ δίνει σημασία σὲ λόγια ποὺ δὲν ὠφελοῦν, καὶ ἡ γλῶσσα νὰ καθαρίζεταί ἀπὸ λόγια ἄπρεπα. Ἅγνισέ μας, Κύριε, τὰ χείλη ποὺ σὲ ὑμνοῦν· τὰ χέρια μας κάνε νὰ ἀπέχουν ἀπὸ πράξεις κακὲς καὶ νὰ ἐνεργοῦν μόνο αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀρεστὰ σὲ σένα.Κατασφαλίζοντας ὅλα μας τὰ μέλη καὶ τὴ διάνοια μὲ τὴ δική σου χάρη».

Μοναχισμός


Μοναχός
Οι άγιοι πατέρες ως διδάσκαλοι του μοναχισμού και φωστήρες της όλης Εκκλησίας εδίδαξαν και τα μέσα και τους τρόπους που πρέπει να μετέλθη όποιος πράγματι επιθυμεί την θεραπεία από τα πάθη του και την απόκτηση της υγείας του. Βασικότατο γνώρισμα του μοναχισμού είναι αυτή η καθ’ ολοκληρίαν εφαρμογή αυτής της θεραπευτικής αγωγής. Αν θέλουμε να δούμε την ουσία του ορθόδοξου μοναχισμού πρέπει να μελετήσουμε τους μακαρισμούς και όλες γενικά τις εντολές του Χριστού. Οι μοναχοί ξεκινούν την αγωνιστική πορεία τους για τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής, την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση, με την αυτογνωσία, την ταπείνωση, την μετάνοια, την κάθαρση της καρδιάς και φθάνουν μέχρι την επιθυμία για διωγμό και μαρτύριο. Κατ’ ουσίαν επιθυμούν να βιώσουν πλήρως την εντολή του Θεού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου … και τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
3 αποταγές, 3 σταυροί, 3 αναγεννήσεις.
Όλοι όσοι επιθυμούν να εισέλθουν στο μοναχικό στάδιο για να αγωνισθούν και να νικήσουν, και για να έχουν συνεργό Αυτόν που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση», καλούνται σε μία τριπλή αποταγή, απάρνηση, απέκδυση. Η πρώτη αποταγή είναι η διαρκής αποταγή του κόσμου και επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή του μοναχού. Η δεύτερη αποταγή είναι η «εκκοπή του ιδίου θελήματος» και η τρίτη αποταγή είναι η αποταγή της «κενοδοξίας». Αυτές οι τρείς αποταγές αντιστοιχούν με την άρση των τριών σταυρών που σηκώνει ο μοναχός σε όλη του τη ζωή. Ο πρώτος σταυρός είναι εξωτερικός και επιβάλλεται από τις συμφορές και τις θλίψεις, ο δεύτερος σταυρός είναι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τα πάθη και τις επιθυμίες και ο τρίτος σταυρός είναι η ολοκληρωτική παράδοση στο θέλημα του Θεού.
Όμως οι τρείς αποταγές και οι τρείς σταυροί συνδέονται και με τις τρείς αναγεννήσεις, που επιτυγχάνονται με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και τη θέωση. Επομένως οι τρείς αποταγές, οι τρείς σταυροί και οι τρείς πνευματικές γεννήσεις είναι η διαρκής πορεία του μοναχού προς την πνευματική ολοκλήρωσή του. Όλος αυτός ο δια βίου αγώνας των μοναχών συνιστά την άσκηση και σκοπός της ορθοδόξου αυτής ασκητικής αγωγής είναι η καθαρή προσευχή και η απάθεια.

Οι τρείς μοναχικές υποσχέσεις.
Εντός του πλαισίου αυτού ο κάθε μοναχός δίνει τρείς υποσχέσεις ενώπιον του Θεού:
  • Η πρώτη υπόσχεση είναι η υπόσχεση υπακοής. Η υπακοή γίνεται μέσα στην προοπτική να απαλλαγεί ο μοναχός από το ισχυρό πάθος της φιλοδοξίας. Ο μοναχός αγωνίζεται να είναι συνεπής και να καλλιεργεί αυτήν την υπόσχεση- αρετή έχοντας ως πρότυπο τον ίδιο τον Κύριό του Ιησού Χριστό ο οποίος έγινε «υπήκοος έως θανάτου». Έτσι, ενώ η παρακοή του Αδάμ, που είχε τις ρίζες της στο πάθος της φιλοδοξίας, έγινε αιτία θανάτου, η υπακοή του μοναχού στο θέλημα του Θεού νεκρώνει το φοβερό αυτό πάθος και χαρίζει την ταπείνωση, την προσευχή, την θέωση.
  • Η δεύτερη υπόσχεση- αρετή είναι η παρθενία η οποία διακρίνεται σε σωματική και ψυχική και θεραπεύει το πάθος της φιληδονίας. Η μοναχική παρθενία- αγνεία βεβαίως δεν θεμελιώνεται στην απόρριψη του ευλογημένου από τον Θεό και την Εκκλησία γάμο, αλλά στην άνευ όρων αγάπη προς τον Θεό.
  • Η τρίτη θεμελιώδης υπόσχεση- αρετή είναι η ακτημοσύνη η οποία θεραπεύει το πάθος της φιλαργυρίας- πλεονεξίας. Ο μοναχός καλείται να ζήσει εν πτωχεία, αλλά περισσότερο οφείλει να αγωνισθεί εναντίον του «πάθους της κτήσεως» (πλεονεξίας), της «αγάπης των χρημάτων» (φιλαργυρία) και των «πραγμάτων». Η αγάπη της ιδιοποιήσεως εξορίζει την αγάπη στον Θεόν και στον πλησίον.
Οι τρείς αυτές υποσχέσεις- αρετές, Υπακοή, Παρθενία, Ακτημοσύνη συνιστούν την ουσία της Ορθοδόξου ασκήσεως και οδηγούν στην ΦΙΛΟΘΕΪΑ- ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ η οποία πολεμά την μητέρα των τριών ισχυρών παθών, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας, φιληδονίας, την ΦΙΛΑΥΤΙΑ.

Γιατί η προσευχή είναι το
κύριο έργο του μοναχού;
Δυνάμει των ανωτέρω όλη η άσκηση του μοναχού συνίσταται στην αναζήτηση μιας συμφωνίας- συμπτώσεως της θελήσεως και της ζωής του ασκουμένου με την θέληση και τη ζωή του Θεού. Δηλαδή χωρίς την ενέργεια της Θείας Χάριτος η οποία σφραγίζει αυτούς τους ασκητικούς αγώνες, όλα τα αγωνίσματα μένουν ένα έργο ανθρώπινο και κατά συνέπεια φθαρτό. Αυτή η σύμπτωση- συμφωνία του θελήματος του Θεού και της θελήσεως του ασκουμένου εκφράζεται και πραγματοποιείται ουσιωδώς στην προσευχή και γι’ αυτό το λόγο η προσευχή αποτελεί την κορυφή όλης της ασκητικής δραστηριότητας. Η προσευχή είναι το κύριο έργο του. Η προσευχή είναι η εργασία του αλλά και η ανάπαυσή του. Περισσότερο από την εργασία ή την ανάπαυσή του, η προσευχή είναι η ζωή του μοναχού. Η ζωή του είναι προσευχή και η προσευχή είναι η ζωή του. Η προσευχή μπορεί να ποικίλλει επ’ άπειρον και κατά την μορφή και κατά την ποιότητα. Και βεβαίως εννοούμε εκτός από την λατρευτική προσευχή, κυρίως την νοερά, καρδιακή προσευχή, την ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ που είναι και η τελειότερη μορφή της. Καρποί της καθαρής προσευχής, όπως αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, είναι «η απλότης, αγάπη, ταπεινοφροσύνη, καρτερία, ακακία και τα τοιαύτα». Για να φθάσει ο μοναχός στην καθαρή προσευχή εγκαταλείπει τα πάντα. Και η εγκατάλειψη αυτή αποτελεί την ουσία της μοναστικής απαρνήσεως.
Η προσευχή για να αποδώσει τους καρπούς της στον αρμόδιο καιρό αυτών πρέπει να καλλιεργείται σ’ ένα περιβάλλον ησυχίας σωματικής και ψυχικής. Αυτή είναι κατά την Ορθόδοξη Παράδοση η ησυχία των αισθήσεων, των λογισμών και της καρδίας.

Μετάνοια.
Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό μετάνοια είναι η επάνοδος της ψυχής εκ του παρά φύσιν στο κατά φύσιν. Η λέξη «μετάνοια» σημαίνει μ ε τ α β ο λ ή του ανθρώπου, αλλαγή, μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Η ζωή του μοναχού είναι μία ζωή συνεχούς εσωτερικής μετανοίας υπ’ αυτήν την έννοιαν. Είναι μία αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, κάθε ημέρα. Ο Θεός είναι το «ύδωρ το ζων» και ο μοναχός είναι ο αείποτε διψών τον Θεόν και στη μετάνοια υπάρχει μία δίψα του Θεού απεριόριστη.

Μέγιστη η προσφορά του μοναχισμού.
Η ορθόδοξη ασκητική αγωγή λοιπόν μέσω της οδού της καθάρσεως, φωτισμού, οδηγεί τον μοναχό ασφαλώς στην θέωση, στην εμπειρική γνώση του Θεού, με τη συνεργεία βεβαίως της θείας χάριτος. Επειδή ο μοναχισμός διατηρεί εν χρήσει αυτήν την ορθόδοξο μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου και της κατά χάριν θεώσεως, τα μέγιστα συνέβαλε στην διατύπωση και την διατήρηση των δογμάτων της Εκκλησίας, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατύπωση αυτής της ζωής της θεώσεως. Γράφει ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριτσιανίνωφ:«Οι μοναχοί έχουν δώσει εις την Εκκλησίαν του Χριστού πνευματικούς ποιμένας, οι οποίοι με λόγους όχι της ανθρώπινης σοφίας, αλλά του πνεύματος, επικυρωμένους με θαύματα, έχουν οδηγήσει και στερεώσει την Εκκλησίαν. Ιδού διατί η Εκκλησία μετά την περίοδον των Μαρτύρων κατέφυγε εις την έρημον. Εκεί κατέφυγεν η τελειότης Του, η πηγή του φωτός Του, η κυρία δύναμις της στρατευομένης Εκκλησίας. Τι ήσαν ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Επιφάνιος, με μίαν λέξιν όλοι οι άγιοι πνευματικοί ποιμένες; … Εστερέωσαν την πίστιν, κατήγγειλαν και συνέτριψαν τας αιρέσεις. Χωρίς τους μοναχούς ο Χριστιανισμός δεν θα είχεν εξαφανισθή από τον κόσμον;».
Μπορούμε με άνεση πλέον να υποστηρίξουμε, βάσει των όσων εν συντομία αναφέραμε παραπάνω, ότι ο μοναχισμός είναι η δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης έλεγε ότι στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, οι μοναχοί αποτελούν την κόμη της κεφαλής. Όπως η κόμη της κεφαλής αφ’ ενός μεν αποτελείται από «νεκρές» τρίχες, αφ’ ετέρου δε είναι η ομορφιά του ανθρώπου, έτσι και οι μοναχοί είναι οι νεκρωμένοι κατά κόσμον, αλλά συγχρόνως είναι η δόξα της Εκκλησίας.
Η προσφορά του ορθοδόξου μοναχισμού από την γέννησή του έως σήμερα είναι τεράστια και σωτηριώδους σημασίας για όλον τον κόσμο. Διατηρεί κατά πρώτον λόγο ακέραια την μέθοδο θεραπείας και θεώσεως, και κατά δεύτερον λόγο αίρει με αυταπάρνηση και τον σταυρό της δογματικής ακριβείας. Επίσης, παρά την δριμύτατη κριτική των ανθρώπων, οι μοναχοί προσεύχονται αδιαλείπτως για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης γράφει: «Ο κόσμος νομίζει πως οι μοναχοί είναι ανώφελο γένος. Έχουν όμως άδικο να σκέφτονται έτσι. Δεν ξέρουν πως ο μοναχός προσεύχεται για όλον τον κόσμο. Δεν βλέπουν τις προσευχές του και δεν γνωρίζουν με πόση ευσπλαχνία τις δέχεται ο Κύριος.
“μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου” ».

                                     ***
Το κομποσκοίνι
Το κομποσκοίνι που έχουν όλοι οι Ορθόδοξοι μοναχοί και το χρησιμοποιούν και πολλοί ορθόδοξοι λαϊκοί, είναι συνήθως μάλλινο και πλεγμένο σε διάφορα μεγέθη. Από πολύ μικρό, που φοριέται στο δάχτυλο, έως πολύ μεγάλο: 33άρι (με 33 κόμπους), 50άρι (με 50 κόμπους), 100άρι, 500άρι κ.λπ. και κάθε κόμπος αποτελείτε  από εννέα σταυρούς.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο όσιος Παχώμιος το 320 μ.Χ., ίδρυσε με την βοήθεια του Αγίου Αντωνίου το πρώτο μοναστήρι στην Θηβαϊδα της Αιγύπτου. Αρχισε να αναζητεί τρόπο που θα βοηθούσε τους μοναχούς στην αυτοσυγκέντρωση της προσευχής και στην αρίθμηση των ευχών. Κατά την παράδοση πάντα, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε στον ύπνο του τον όσιο Παχώμιο και του έδειξε πώς θα φτιάξει το εργαλείο που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της προσευχής. Το εργαλείο αυτό ήταν το κομποσκοίνι.

Στην προσευχή με κομποσκοίνι, που βοηθά πολύ στη συγκέντρωση του νου, ακολουθείται συγκεκριμένη τεχνική μέθοδος. Σε κάθε κόμπο που περνά ανάμεσα στα δάχτυλά του ο προσευχόμενος, λέει αλληλοδιαδόχως τις ευχές: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς, Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ υμών. Είναι δυνατόν να λέγεται και μόνη η ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Το κομποσκοίνι έχει σχεδιαστεί για προσευχή, και όχι για να παίζει ρόλο βραχιολιού στον καρπό του χεριού.
Στο κομποσκοίνι, κάθε τμήμα του έχει κάποια συμβολική σημασία. Είναι πλεγμένο κυρίως από μαλλί για να θυμίζει στα μέλη της Εκκλησίας ότι είναι τα λογικά πρόβατα του Ιησού Χριστού (Ιωάν. 10:11). Έχει χρώμα μαύρο που συμβολίζει το πένθος των αμαρτιών αφού "ουδείς αναμάρτητος" (πρβλ. Γ' Βασ. 8:46, Ιώβ 4:17, Ρωμ. 3:9-12 κ.ά.). Πάνω του το κομποσκοίνι έχει τον σταυρό για να φέρνει στη μνήμη "ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε" . Συνήθως το κομποσκοίνι καταλήγει σε μία φούντα που ο σκοπός της είναι το σκούπισμα των δακρύων ("τοίς δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας" Λουκ. 7:44). Οι 33 κόμποι συμβολίζουν τα χρόνια του Ιησού Χριστού, οι 99 κόμποι είναι το 33 πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας, και ο κάθε κόμπος αποτελείται από 9 πλεγμένους σταυρούς, που συμβολίζουν τα εννέα τάγματα των αγγέλων. Παρόλα αυτά, ενώ ο αριθμός σταυρών που αποτελούν τον κάθε κόμπο παραμένει πάντα σταθερός, ο αριθμός των κόμπων που αποτελούν το κομποσκοίνι εξαρτάται από τον αριθμό των προσευχών για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί.
Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν κομποσκοίνια φτιαγμένα και από άλλα υλικά εκτός του μαλλιού, π.χ. ακρυλικά, όπως και διαφόρων χρωμάτων.

έτσι λοιπόν...
Κύριε Ιησού Χριστέ,Υιέ και λόγε του Θεού, ελέησόν με τω αμαρτωλώ.

Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία


Περί τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ὡς τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας
Πατερική Θεολογία, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ὁμιλία Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου*
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού μπορεῖτε νά ἀκούσετε ἐδῶ.)

Εἰσαγωγικά
Μέ τήν ἔναρξη τῶν κυριακάτικων συνάξεων γιά φέτος θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἐξετάσουμε κάποια θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο καί τήν Ἐκκλησία.

Θά ἀναφερθοῦμε δηλαδή σέ βασικά ζητήματα, σχετικά μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τί εἶναι ὁ νοῦς καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί χρειάζεται καί τί ἐξυπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία; Γιατί δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε χωρίς αὐτήν; Ὅλα αὐτά εἶναι θεμελιώδη κεφάλαια κατήχησης, πού πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά γνωρίζουμε γιά νά μαθαίνουμε πῶς νά ζοῦμε χριστιανικά.

Τά κείμενα γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν θεμάτων μας τά ἀντλοῦμε ἀπό ἕνα σύγχρονο, κορυφαῖο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας -ἔχει κοιμηθεῖ πρόσφατα- τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία μεγάλη τομή, ὄχι τόσο στά θεολογικά γράμματα οὔτε στή Θεολογία, γιατί τήν τομή εκεί τήν ἔχουν κάνει οἱ Ἅγιοι Πατέρες.... 

Ἁπλῶς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπανέφερε τήν Πατερική Θεολογία στό προσκήνιο τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, ἡ ὁποία (Ἑλλάδα) εἶχε πάρει ἕνα δρόμο δυτικότροπο, προτεσταντίζοντα, θά λέγαμε, πού δυστυχῶς ὑπάρχει μέχρι σήμερα.Ἐπικρατεῖ δηλαδή μία ἀντίληψη γιά τόν Θεό, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού πρέπει νά ἔχουμε. Μία ἀντίληψη πού ἔχουν στή Δύση. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι τιμωρός ἤ ὅτι ὁ Θεός γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός, ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἄν εἶναι κακός, ὁ Θεός τόν ἀποστρέφεται.

Αὐτά δυστυχῶς ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί ἐνδεχομένως νά καλλιεργήθηκαν μερικές φορές μέσα καί ἀπό τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τά κατηχητικά κτλ. Διαιωνίζονται δέ μέχρι σήμερα ὡς κατάλοιπα, παρόλο πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο ἀνακαλύψαμε ξανά καί ἐπανήλθαμε στίς πατερικές μας ρίζες. Ἐντούτοις ἀκόμη ὑπάρχουν.

Καλό εἶναι λοιπόν νά κάνουμε μία ἀναδίφηση σέ ὅλα αὐτά τά θέματα, ὥστε νά βάλουμε σέ σωστές βάσεις τήν πνευματική μας ζωή. Γιατί, καθώς φαίνεται, πολλοί χριστιανοί, ζώντας ἐπιφανειακά, δέν βιώνουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού οὐσιαστικά εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν ζοῦμε δηλαδή τή σωτηρία μας καί δέν χαιρόμαστε πραγματικά τήν πνευματική μας ζωή.

Ὁ Κύριος ἦλθε στή γῆ, γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί μάλιστα περίσσεια ζωῆς. Αὐτή ἡ περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ μετοχή μας στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά, ἄν κάποιος δέν ζήσει σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν θεραπεύεται ἀπό τά πάθη του. Ἑπομένως δέν βιώνει οὔτε μετέχει σέ αὐτή τή Χάρη, σέ αὐτή τή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μπορεῖ μέν νά πηγαίνει κανείς στήν Ἐκκλησία, μπορεῖ καί νά ἐξομολογεῖται, νά κάνει καί κάποιες προσευχές, πού τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός ἀλλά δέν ἔχει αὐτή τήν πληρότητα ζωῆς, τήν ὁποία ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θά μᾶς δώσει ὁ Θεός. Νιώθει ὅτι κάτι δέν πάει καλά, ὅτι κάτι τοῦ λείπει. Δέν ἔχει αὐτό, πού θά ἤθελε νά ἔχει.

Βέβαια αὐτό συμβαίνει, γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς κάλεσε σέ μία ἀποσπασματική, θά λέγαμε, βίωση ἀλλά σέ μία ὁλοκληρωτική ἕνωση μαζί Του. Νά μήν ἔχουμε δηλαδή μόνο κάποιες στιγμές ἕνωσης ἤ τέλος πάντων κοινωνίας μέ τόν Θεό ἀλλά ὅλη μας ἡ ζωή, ὅλες μας οἱ στιγμές νά εἶναι ἑνωμένες μαζί Του. Νά ζοῦμε δηλαδή τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί νά βιώνουμε τί θά πεῖ μετάνοια.

Ὁ πολύς κόσμος νομίζει ὅτι μετάνοια εἶναι τό νά νιώσεις κάποια λύπη γιά κάποιο κακό πού ἔκανες, ἄντε νά πεῖς καί μία συγγνώμη στόν Θεό καί μετά νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς· καί αὐτό θεωρεῖται μετάνοια. Ὄχι δέν εἶναι αὐτό μετάνοια. Ἄν κοιτάξουμε τί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, θά δοῦμε πώς μετάνοια εἶναι ἡ μετα-κίνηση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια, τά ἁμαρτωλά καί τά ἐμπαθῆ πρός τόν Θεό. Αὐτή ἡ μετακίνηση, ἡ μετατόπιση τοῦ νοῦ δηλαδή, πρέπει νά εἶναι συνεχής. Κάθε στιγμή πρέπει νά φέρνεις τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό, νά βλέπει πρός τόν Θεό.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ πλούσιου νεανία οἱ Ἀπόστολοι ρώτησαν τόν Κύριο: «Πῶς εἶναι δυνατόν, Κύριε, νά σωθοῦμε; Ἄν εἶναι τόσο δύσκολο πράγμα ἡ σωτηρία, ἐφόσον καί οἱ πλούσιοι δέν θά σωθοῦν, ποιός τελικά θά σωθεῖ;». Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστίν» (Λουκ. ιη΄ 18-27). Τό ἴδιο λέει καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς: «Θέλεις νά σωθεῖς; Ἐγώ θά σέ σώσω!»

Ἡ σωτηρία μας βέβαια δέν εἶναι μόνο τά καλά μας ἔργα. Εἶναι δηλαδή λάθος ἡ ἰδέα, πού καλλιεργήθηκε ὅτι καλός χριστιανός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος κάνοντας καλές πράξεις, γίνεται λίγο καλύτερος κάθε ἡμέρα καί ὅτι αὐτό εἶναι χριστιανική ζωή. Εἶναι καί αὐτή μία ἐπιπλέον λανθασμένη ἀντίληψη, πού μᾶς ἦλθε ἀπό τή Δύση καί ἀπό τόν προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει περί πολλοῦ τά καλά ἔργα, ὅπως καί ὁ παπισμός.

Δέν εἶναι ἡ σωτηρία μας τά ἔργα μας. Ἀντίθετα ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι δωρεάν, εἶναι χάριτι· δηλαδή δέν ἀξίζουμε τόν Παράδεισο. Ὁ Θεός μᾶς τόν χαρίζει, μᾶς τόν δωρίζει. Ὅσα καλά ἔργα καί νά κάνουμε, ἄν αὐτά δέν ἔχουν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκάθαρτα κι ἀνώφελα.

Γιατί ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. ιη΄ 20). Καί τό ἀληθινό ἀγαθό εἶναι μόνο αὐτό, πού ἔρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἄν λοιπόν δέν ἔλθει ὁ Θεός γιά νά ἐργασθεῖ μέσα σου καί μαζί σου, γιά νά συνεργασθεῖ καί νά ἔχεις τή Χάρη Του ἐνεργή, ὅ,τι καί ἄν κάνεις, εἶναι ἁμαρτία· δέν εἶναι καλό. Αὐτό μᾶς τό λέει ἀπερίφραστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμίν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ΄ ἡμῶν γινόμενον». Καί στή νεοελληνική: «ἄν δέν ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, κάθε τί, πού γίνεται ἀπό μᾶς, εἶναι ἁμαρτία».

Γι’ αὐτό πρέπει νά ἐπανεξετάσουμε καί νά ἐπαναπροσδιορίσουμε μέσα μας τί πιστεύουμε γιά τόν Θεό, πῶς νομίζουμε ὅτι σωζόμαστε, τί σημαίνει γιά μᾶς μετάνοια, τί σημαίνει γιά μᾶς πνευματική ζωή; Βιώνουμε τή χαρά καί τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει πεῖ ὁ Θεός ὅτι θά ἔχουμε ὡς καρπό;

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια. (Πρός Γαλάτας ε΄ 22 – στ΄ 2». Τά ζῶ αὐτά ἐγώ; Μήπως ἔχω πάρει τή ζωή μου λάθος καί τήν πνευματική μου ζωή λάθος καί τόν τρόπο ποῦ ζῶ μέσα στήν Ἐκκλησία λάθος; Γι΄ αὐτό καί δέν ἔχω τή χαρά καί τήν εἰρήνη, πού ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός;

Ἔτσι θά δοῦμε ὅτι αὐτά, τά ὁποία λέει ὁ π. Ἰωάννης, εἶναι πολύ χρήσιμα, ἐποικοδομητικά καί, θά λέγαμε, ἀνατρεπτικά τῶν ἀντιλήψεων, πού ἐπικρατοῦν σήμερα ἀνάμεσα στούς θρησκευόμενους ἀνθρώπους. Διότι δέν θά ἀναφερθοῦμε στούς ἐκτός της Ἐκκλησίας, στούς ἄθεους ἤ τούς ἀδιάφορους, πού δέν ἔχουν καμία σχέση ἀλλά θά μιλήσουμε γιά μᾶς.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ~ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀνάλυση Πρώτου Κεφαλαίου Πατερικῆς Θεολογίας**

1. Τί εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου

Ὅταν λέμε μετάνοια, ἐννοοῦμε τή μετα-κίνηση τοῦ νοῦ. Τή μετάθεση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια πρός τόν Θεό. Καί τό κλειδί στόν ἄνθρωπο, νά ξέρετε, εἶναι ὁ νοῦς. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα· εἶναι διφυής. Εἶναι σῶμα καί ψυχή. Ἀλλά τό ἀνώτερο κομμάτι του εἶναι ἡ ψυχή. Καί τό ἀνώτερο κομμάτι τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Ἡ ψυχή ἔχει δυνάμεις. Ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Προσέξτε ὅμως: Ὁ νοῦς εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπό αὐτό, πού λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι νοῦ, ἐννοώντας τόν ἐγκέφαλο. Γιά τούς Πατέρες, νοῦς δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος οὔτε ἡ διάνοια. Ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ἡ διάνοια.

(Σημείωση: Αὐτά, καλό εἶναι, νά τά ξεκαθαρίσουμε, ὥστε, ὅταν διαβάζουμε τούς Πατέρες, νά τούς καταλαβαίνουμε καλύτερα).

Ὁ νοῦς λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τό μάτι τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα ἔχει αἰσθήσεις καί ἔχει μάτια, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει μάτια. Τό μάτι τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο βλέπει, εἶναι ὁ νοῦς. Ὑπάρχουν καί ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού εἶναι κατώτερες ἀπό τόν νοῦ. Μετά τόν νοῦ εἶναι ἡ διάνοια (σκέψη), ἡ φαντασία, ἡ δόξα (κρίση) καί ἡ αἴσθηση.

(Σημείωση: Δέν θά ἀσχοληθοῦμε ὡστόσο μέ ὅλα αὐτά, γιά νά μήν μπερδευτοῦμε).

Θά μιλήσουμε ὅμως γιά τόν νοῦ, πού εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη. Ἡ ὅλη μας φροντίδα θά πρέπει νά ἀποβλέπει στό νά ἑνώσουμε τόν νοῦ μας μέ τόν Θεό, νά θεραπεύσουμε δηλαδή τόν νοῦ μας. Γιατί, τί μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ὅτι μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί μετά τίς ἀλλεπάλληλες πτώσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού ἀκολούθησαν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίζεται.

Ὅπως δηλαδή στά σωματικά μάτια, πού δέν λειτουργοῦν σωστά, ἔρχεται σιγά σιγά τό σκοτάδι καί φτάνει κάποια στιγμή ὁ ασθενής νά τυφλωθεῖ τελείως, ἔτσι συμβαίνει καί στήν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ σωστά, σκοτίζεται ὁ ὀφθαλμός της, πού εἶναι ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς πλέον δέν βλέπει. Τί δέν βλέπει; Τόν Θεό.

Γιατί ὁ νοῦς, τά μάτια τῆς ψυχῆς, εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τόν Θεό·καί τότε ἔχουν φῶς. Ὅπως καί τά σωματικά μάτια. Εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τό φῶς, τόν ἥλιο. Ἅμα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσει, τά μάτια δέν λειτουργοῦν σωστά, σκοτίζονται. Καί τί γίνεται τότε; Παύει νά ὑπάρχει ὁ ἥλιος; Ὄχι. Ὁ ἥλιος ὑπάρχει ἀλλά ὁ τυφλός δέν τόν βλέπει.

Παρομοίως συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Ὅταν σκοτιστεῖ, ὅταν ἀρρωστήσει δηλαδή ἀπό τά πάθη, σκοτίζονται τά μάτια της καί φθάνει ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, ὅτι δέν βλέπει τόν Θεό. Καί νά ἀναρωτιέται: «Ἐσύ, ποῦ τόν βλέπεις τόν Θεό;».

Ὁ Θεός ὑπάρχει ἀλλά αὐτός, ἐπειδή ἔχει κατεστραμμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς, ἄρρωστα καί σκοτισμένα, δέν βλέπει πλέον τόν Θεό. Γι΄ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός πώς, ὅταν καθαρίσετε τά μάτια τῆς ψυχῆς σας, τόν νοῦ – πού ἀλλιῶς λέγεται καί καρδία στούς Πατέρες – τότε θά δεῖτε τόν Θεό.

Ὅ,τι ἰσχύει γιά τό σῶμα, πού πηγαίνεις δηλαδή στόν γιατρό καί σοῦ λέει ὅτι πρέπει νά πάρεις ἀντιβίωση, νά φύγει τό μικρόβιο, γιά νά λειτουργήσουν τά μάτια σου καί νά δεῖς, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ψυχή. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει πνευματική ἀντιβίωση, νά μετανοήσει. Τότε τά μάτια τῆς ψυχῆς θά καθαρίσουν καί θά δεῖ πάλι τό φῶς, τόν Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε’, 8).

Καί ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἀκριβῶς τό νά κάνει αὐτή τή θεραπεία. Νά μᾶς δώσει αὐτή τήν ἀντιβίωση, τήν πνευματική, γιά νά θεραπευτοῦν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.

(Σημείωση: Τά λέμε βέβαια συνοπτικά στήν ἀρχή ἀλλά στή συνέχεια θά τά ἐξηγήσουμε ἀναλυτικότερα).
Ἔλεγε λοιπόν o π. Ιωάννης                                                
       (Ἀρχή Πατερικῆς Θεολογίας)   
                          
 «Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι 
ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεράπευε τόν χῶρο τῆς ψυχῆς».


Προσέξτε: πρέπει νά εἶναι ἡ κύρια μέριμνα. Δυστυχῶς καί σήμερα σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἐκτραπεῖ. Ἀκοῦμε καί τούς πολιτικούς καί τά ΜΜΕ, πού μᾶς κάνουν πλύση ἐγκεφάλου -καί δέν πρέπει νά τούς ἀκοῦμε- νά μᾶς λένε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά περιοριστεῖ στόν ρόλο της. Καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος της; Ἡ φιλανθρωπία, λένε. Νά κάνει ἐλεημοσύνες, νά προσέχει τούς λαθρομετανάστες, νά ἐλεεῖ τούς φτωχούς κτλ. Θεωροῦν πώς αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τή λατρεία (Θεῖες Λειτουργίες κ.α.) καί τίποτε ἄλλο. Αὐτός ὅμως εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας; Φυσικά καί ὄχι. Αὐτό εἶναι λάθος.

Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

Νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἴπαμε πώς εἶναι ἡ κύρια δύναμη τῆς ψυχῆς.

Καί τί σημαίνει θεραπεία;

Νά ἀποβάλει τόν σκοτισμό.

Νά ξεσκοτιστεῖ. Γιά νά μπορέσει νά δεῖ τόν Θεό.

Γιατί δέν βλέπει τόν Θεό;

Γιατί εἴπαμε πώς ἔχει τά πάθη, τά ὁποῖα καλλιεργήθηκαν δυστυχῶς ἀπό τήν πολύ μικρή ἡλικία, ἀπό τούς γονεῖς πρῶτα πρῶτα. Κατεξοχήν τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας. Ἔτσι σκοτίστηκαν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Γι΄ αὐτό σήμερα τά παιδιά εἶναι ἄθεα. Διότι οἱ γονεῖς μέ τά πάθη, πού ἐνεφύσησαν στά παιδιά, σκότισαν τά μάτια τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν, οὕτως ὥστε αὐτά νά μήν βλέπουν πλέον τόν Θεό. Μέ ἀποτέλεσμα νά βλέπουμε, φερειπεῖν, παιδιά δεκατεσσάρων ἐτῶν νά δηλώνουν ἄθεα – καί ἀγόρια καί κορίτσια.

«Εἶχε διαπιστώσει (ἡ Ἐκκλησία), ἀπό τήν Ἑβραϊκή παράδοσι καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους ὅτι στόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι, πού οἱ Πατέρες ὠνόμασαν «νοῦν».

Αὐτός ἦταν ἀνέκαθεν ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἄσχετα μέ τό τί λέγεται σήμερα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν καταλάβει κάτι: ὅτι μέσα στήν καρδιά, στή φυσική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ μία δύναμη. Αὐτή τή δύναμη οἱ Πατέρες τήν ὀνόμασαν νοῦ. Ἐνῶ μέχρι τότε ὁ νοῦς ταυτιζόταν μέ τή διάνοια, οἱ Πατέρες εἶπαν ὄχι σέ αὐτή τήν ἀντίληψη καί ὅρισαν ὅτι νοῦς εἶναι αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου.

Ἄς τό ποῦμε τώρα πιό ἁπλά: Ἡ ψυχή ἔχει μέσα της τόν νοῦ. Καί αὐτός ὁ νοῦς ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Ἡ ψυχή λοιπόν, πού ταυτίζεται οὐσιαστικά μέ τόν νοῦ, ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. 

Αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ὀνομάστηκε ἀπό τούς Πατέρες νοερά ἐνέργεια.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, ἡ νοερά ἐνέργεια λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νοσεῖ ψυχικά αὐτή ἡ ἐνέργεια ἔχει φύγει ἀπό τήν καρδιά καί εἶναι διασκορπισμένη στά κτίσματα. Καί ὁ νοῦς τότε ἔχει διασκορπιστεῖ. Εἴδατε, που λέμε πολλές φορές «προσπαθῶ νά συμμαζέψω τόν νοῦ μου;». Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει. Νά μαζέψω δηλαδή τή νοερά ἐνέργεια, νά τή συγκεντρώσω στήν καρδιά μου, γιά νά μπορέσω μετά νά μιλήσω στόν Θεό.

Γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε σωστή προσευχή;

Γιατί, ἐνῶ πᾶμε νά ποῦμε κάτι στόν Θεό, διασπᾶται ἡ προσοχή μας καί δέν μπορεῖ νά μείνει στόν Θεό, παρά μόνο γιά λίγο; Ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρρώστια, δηλαδή δέν λειτουργεῖ σωστά ὁ νοῦς. Συνεπῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἀντί νά εἶναι μέσα στήν καρδιά, ὅπως εἶναι τό φυσικό του ἀνθρώπου – ἔτσι τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός – εἶναι σκορπισμένη πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα πηγαίνοντας πότε ἐδῶ καί πότε ἐκεῖ. Ἄς πάρουμε τήν περίπτωση τοῦ πλούσιου νεανίσκου, πού ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο. Ὁ νοῦς του ποῦ ἦταν; Ἦταν στόν Θεό; Ὄχι. Ἦταν στά χρήματα.

Γί αὐτό, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Νά πουλήσεις τά ὑπάρχοντά σου» εἶναι σάν νά ἐννοοῦσε: «νά ἀποδεσμευτεῖς ἀπό αὐτά, ὥστε νά καταφέρεις τί; Νά μετα-νοήσεις, νά μετα-κινήσεις δηλαδή τόν νοῦ σου ἀπό αὐτά, στά ὁποῖα εἶσαι προσκολλημένος, νά τόν φέρεις στήν καρδιά σου καί μετά νά βρεῖς Ἐμένα, πού ὑπάρχω μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου». Γιατί ὁ Κύριος ὑπάρχει στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτισμένου ἀνθρώπου, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας. Ὅμως, ὅσο ὁ νοῦς εἶναι σκόρπιος, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό.

Σχετικά ὁ Μέγας Βασίλειος διευκρινίζει μέ ὡραῖο τρόπο πώς: «ὅταν ὁ νοῦς δέν σκεδάννυται ἐπί τά ἔξω…» δέν σκορπίζεται δηλαδή πρός τά ἔξω, τότε ἔρχεται στόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν Θεό.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ πορεία, πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας: νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς του, νά μαζευτεῖ στήν καρδιά του καί νά ἀνέβει μετά στόν Θεό.

Συνεπῶς, ὅταν οἱ Πατέρες ἀναφέρονται στόν νοῦ, δέν ἐννοοῦν τή σκέψη ἤ τή διάνοια ἀλλά ἐννοοῦν αὐτή τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού τή λέμε νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής πνευματικά. Ἀντίθετα, ὅταν εἶναι ἄρρωστος πνευματικά, ἡ νοερά ἐνέργεια ἔχει διασκορπιστεί στά κτίσματα καί ἔχει μπερδευτεῖ μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο. Ἔτσι λογισμοί, οἱ ὁποῖοι θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, πηγαίνουν καί στήν καρδιά καί τή μολύνουν.

(Σημείωση: Αὐτά θά τά διευκρινίσουμε καί πιό κάτω. Ἁπλῶς κάποιες νύξεις κάνουμε τώρα).

«Πήρανε δηλαδή τόν παραδοσιακόν «νοῦν», πού σημαίνει διάνοια καί λόγος, καί κάνανε μία διαφοροποίησι. Ὠνόμασαν νοῦν αὐτήν τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου. Δέν γνωρίζομε πότε ἔγινε αὐτή ἡ διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει ἐπίσης μερικοί Πατέρες νά ὀνομάζουν μέ τήν ἴδια λέξι, νοῦν, καί τήν λογική, ἀλλά καί τήν νοερά ἐνέργεια, ὅταν αὐτή κατεβαίνη καί λειτουργῆ στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς.

Ὁπότε ἐξ αὐτής της ἀπόψεως ἡ νοερά ενέργεια είναι μία καί μόνη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία στόν μέν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεί συγχρόνως καί στήν καρδιά ὡς νοῦς. 

Δηλαδή τό ἴδιο ὄργανο, ὁ νοῦς, προσεύχεται ἀδιάλειπτα στήν καρδιά, σέ όσους ἐννοείται ἔχουν ἀδειάλειπτη καρδιακή προσευχή, καί συγχρόνως σκέπτεται π.χ. μαθηματικά προβλήματα καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στόν ἐγκέφαλο».

Γιά νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, θά λέγαμε πώς ἔχουμε μέσα στόν ἄνθρωπο δύο κέντρα. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ἡ καρδιά καί τό ἄλλο κέντρο εἶναι ἡ διάνοια, ὁ ἐγκέφαλος. Ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, λειτουργεῖ καί μέσα στήν καρδιά καί μέσα στόν ἐγκέφαλο. Ἀλλά ἔχει διαφορετικό ρόλο. Ὅταν ὁ νοῦς λειτουργεῖ στήν καρδιά ἔχουμε τήν προσευχή, τήν ἀναφορά στόν Θεό καί, ὅταν λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο, τότε ἔχουμε τή σκέψη, ἔχουμε τή λογική. Καί μπορεῖ μέσω τοῦ ἐγκεφάλου ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιλαμβάνεται τό περιβάλλον. Ἔρχονται διάφορα ἐρεθίσματα ἀπό τό περιβάλλον στόν ἐγκέφαλο, πού τά ἐπεξεργάζεται μέ τή λογική. 

Αὐτά τά δύο κέντρα (καρδιά-νοῦς καί διάνοια-ἐγκέφαλος) πρέπει νά λειτουργοῦν ξεχωριστά. Στόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι μπερδεμένα. Πολλά πράγματα λοιπόν, πού ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν καί στήν καρδιά, ὅπως παραδείγματος χάρη οἱ διάφοροι λογισμοί. Ἔτσι ἡ καρδιά μολύνεται.

«Πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει νοῦν ταυτίζεται μέ αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν διάνοια. Εἶναι μία διαφορά στήν ὁρολογία. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγη «προσεύξομαι τῷ πνεύματι»[1] ἐννοεῖ αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες «προσεύξομαι τῷ νοΐ». Καί, ὅταν λέγη «προσεύξομαι τῷ νοΐ», ἐννοεῖ «προσεύξομαι τή διανοία».

Ὑπάρχει προσευχή, πού γίνεται μέ τήν καρδιά, ὑπάρχει καί προσευχή, πού λέγεται μέ τή διάνοια, μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τή λογική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει ἡ προσευχή νά γίνεται καί μέ τήν καρδιά ἀλλά καί μέ τή λογική. Νά καταλαβαίνει δηλαδή καί ὁ ἄνθρωπος αὐτά πού λέει. Νά τά παρακολουθεῖ καί ἡ λογική.

«Τό ὄνομα «νοῦς» τῶν Πατέρων δέν εἶναι ὁ «νοῦς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν λέγη προσεύξομαι τῷ νοΐ, προσεύξομαι τῷ πνεύματι ἤ ψαλλῶ τῷ νοΐ, ψαλλῶ τῷ πνεύματι, καί ὅταν λέγη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν, μέ τήν λέξη “πνεῦμα” ἐννοεῖ αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες “νοῦν”. Καί μέ τήν λέξη νοῦς ἐννοεῖ τήν διάνοια, τήν λογική».

Ὑπάρχει μία διαφορά στήν ὁρολογία. Εἶναι μία διαφορετική ἑρμηνεία. Ἐμεῖς κρατᾶμε τήν ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού εἶναι μεταγενέστεροι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τήν ἄποψη δηλαδή, πού λέει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό.

Καί αὐτός ὁ νοῦς, αὐτή ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, θά πρέπει νά εἶναι καθαρή, δηλαδή νά εἶναι μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ μέσα νά μήν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Νά μήν ὑπάρχουν σκέψεις ἤ λογισμοί ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τόν ἐγκέφαλο ἤ ἀπό τή φαντασία. Διότι, ὅταν αὐτοί οἱ λογισμοί κατέβουν στήν καρδιά, τή μολύνουν. Ἄρα ὅλη ἡ προσπάθεια, πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά καθαρίσει τήν καρδιά του.

Χρειάζεται ὁ νοῦς του νά εἶναι καθαρός καί ἡ καρδιά του νά μήν ἔχει κανέναν ἄλλο λογισμό· οὔτε κακό οὔτε καλό. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Μπορεῖ νά μιλήσει στόν Θεό σωστά καί νά φθάσει στό ζητούμενο. Δηλαδή στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Αὐτό, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν θέωση.

«Στήν ἔκφρασί του (τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δηλαδή) «τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν»[2] μιλάει γιά δύο πνεύματα: Γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ἀνθρώπινο πνεῦμα».
 

Αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Χάρη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίσει τήν καρδιά του, τότε αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά, συμμαρτυρεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ὅτι ἔγινε αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι΄ αὐτό καί μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή πώς κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ». Ποιό; Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου φωνάζει τόν Θεό Πατέρα. Καί αἰσθάνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό νά κατοικεῖ μέσα του. Αὐτό ἰσχύει γιά τόν ἄνθρωπο τόν θεωμένο, τόν καθαρό.

«Αὐτό τό ἀνθρώπινο πνεῦμα κατά κάποια παράξενη ἐξέλιξι ἐμφανίζεται ἀργότερα στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου νά ὀνομάζεται νοῦς καί μόνο τά ὀνόματα λόγος καί διάνοια νά παραμένουν καί νά ἀναφέρωνται στήν λογική του ἀνθρώπου. Ἔτσι ταυτίσθηκε ὁ «νοῦς» μέ τό «πνεῦμα», δηλαδή μέ τήν «καρδιά». Διότι ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καρδιά, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο»[3].

Υποσημείωση[3]: «Πού σημαίνει, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μιλάει στό δικό μας πνεῦμα, ὁ Θεός, δηλαδή, μιλάει μέσα στήν καρδιά μας διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ΄έκδοσις Το Περιβόλι της Παναγίας, 1987,σ. 281.

Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στόν β’ λόγο του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ἀναφέρει ὅτι ἡ «καρδιά» εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅλης της ὑπάρξεως· ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν ὅρον καρδιά δέν ἐννοεῖ τήν φυσική καρδιά, ἀλλά τήν βαθεῖα καρδία, ἐνῶ μέ τόν ὅρο νοῦς δέν ἐννοεῖ τήν διάνοια, ἀλλά τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς, τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν οὐσία τοῦ νοῦ, δηλ. τήν καρδιά. Οἱ ὅροι καρδιά καί νοῦς ὡς οὐσία ταυτίζονται. Γι’ αὐτό προσθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ὁ νοῦς εἶναι τό ἐνδότατο σῶμα τοῦ σώματος, δηλαδή ἡ καρδιά (ὅ.π., σ. 282). Μέ αὐτούς ταυτίζεται καί ὁ ὅρος πνεῦμα».

Φαινομενικά δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει μία σύγχυση στούς Πατέρες. Ἀλλά, ἄν κανείς προσέξει λίγο, καταλαβαίνει τό πνεῦμα τοῦ κάθε Πατέρα καί τί ἐννοεῖ, ὅταν λέει νοῦς καί καρδιά ἤ ὅταν λέει διάνοια καί λογική.

Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά ἐπαναλάβουμε γιά νά τό ξεκαθαρίσουμε εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο κέντρα. Ἔχει τό κέντρο τῆς καρδιᾶς, ὅπου ὑπάρχει ὁ νοῦς, ἔχει καί τή λογική ἤ διάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, φωτισμένος καί ἔχει ἐνωθεῖ μέ τόν Θεό, αὐτά τά δύο κέντρα στόν ἄνθρωπο λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Εἶναι δύο διαφορετικά κέντρα. Κατά συνέπεια μπορεῖ νά προσεύχεται καί συγχρόνως νά σκέπτεται.

Ἀλλά στόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, αὐτά τά δύο κέντρα εἶναι μπερδεμένα και γι΄αυτό ἔχουμε μία σύγχυση μέσα μας. Λογισμοί λοιπόν, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνονται ἐπιθυμίες. Ἔτσι μολύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτές τίς ἐπιθυμίες, πού βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά. Γί αὐτό μας λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. (Ματθ. 15, 19)».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν ὅλη ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή καθαρίσει τήν καρδιά του καί διώξει κάθε τί ξένο καί ὅλους τούς λογισμούς ἀπό αὐτήν, τότε ἡ καρδιά γίνεται πλέον καθαρή καί τά δύο κέντρα λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Ἑπομένως δέν ἐμποδίζεται ὁ Ἅγιος νά προσεύχεται καί συγχρόνως νά μιλάει ἤ νά σκέπτεται κάποια πράγματα μέ τό μυαλό του.

«Ἔτσι ἡ λογική λατρεία γίνεται γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τόν νοῦν (δηλαδή μέ τήν διάνοια, τήν λογική), ἐνῶ ἡ νοερά εὐχή γίνεται μέ τό πνεῦμα καί εἶναι ἡ πνευματική εὐχή, δηλαδή ἡ καρδιακή προσευχή»[4].

Αὐτό πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία λέγεται λογική λατρεία. Διότι μέ τή σκέψη μας, μέ τόν ἐγκέφαλό μας παρακολουθοῦμε αὐτά πού λέμε.

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ νοερά εὐχή, πού εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή, η οποία γίνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἔχει δύο κέντρα γνώσεως. Δύο γνωστικά κέντρα: 
 
· Τό κέντρο τῆς καρδιᾶς, μέ τό ὁποῖο διά τοῦ νοῦ του γνωρίζει τόν Θεό. 

·Τό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου, πού μέ τή λογική γνωρίζει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τό περιβάλλον.

Υποσημείωση[4]: «Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 24, όπου αναφέρονται τα εξής: Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους, που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού, η οποία στην συνέχεια διατυπώνεται με την λογική, και το άλλο είναι η λογική, που γνωρίζει τον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει».

Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι στό ὑλικό περιβάλλον δέν εἶναι ὕλη. Συνεπῶς δέν πέφτει στήν ἀντίληψη τῶν αἰσθήσεων καί δέν μπορεῖ νά γνωρισθεῖ ὁ Θεός μέσω τῶν αἰσθήσεων. Ὁ πολιτισμός ὡστόσο, ἐπειδή εἶναι ὑλικός βασίζεται μόνο στίς αἰσθήσεις. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος, ὁ ἐπιστήμονας: «αὐτό βλέπω, αὐτό καί πιστεύω. Δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο». Πῶς δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο;

Βέβαια τό λέει αὐτό, γιατί ἔχει χάσει τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, πού εἶναι ἡ καρδιά. Καί ἔχει μόνο τό γνωστικό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως πιστέψει στόν Θεό, τότε καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχει καί μία ἄλλη πηγή γνώσης, πού εἶναι ἡ καρδιά. Ἡ ὁποία καί πρώτη λειτουργεῖ στόν ἄνθρωπο καί τελευταία σταματάει.

Καί τότε μόνο πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σταματήσει ἡ καρδιά καί ὄχι, ὅταν σταματήσει ὁ ἐγκέφαλος. Ἐξοῦ καί ἡ πλάνη τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ πολιτισμός εἶναι ἄθεος, σοῦ λένε: «σταμάτησε ὁ ἐγκέφαλος κάποιου, ἄρα πέθανε». 

Καί ὅμως δέν πέθανε, γιατί λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ καρδιά, τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό καί μπορεῖ ἐπίσης νά βλέπει καί τό περιβάλλον. 

Ὅ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ ὁποῖος στά τελευταῖα του ἦταν τυφλός, ἔβλεπε! Πῶς ἔβλεπε; Μέ τόν ἐγκέφαλο; Ὄχι! Μέ τήν καρδιά, μέ τόν νοῦ ἔβλεπε, γιατί ἀκριβῶς εἶχε καθαρότητα μεγάλη.

Ἔτσι ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀλλ’ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἴνα καί ἄλλους κατηχήσω, ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ»[5] σημαίνει ὅτι προτιμοῦσε νά πῆ πέντε λέξεις, πέντε λόγια δηλαδή, γιά νά κατηχήση τούς ἄλλους· παρά νά προσεύχεται νοερῶς».

Προτιμῶ, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, νά πῶ πέντε λόγια καί νά τά καταλάβετε, παρά νά προσεύχομαι νοερῶς μυστικά μέσα στήν καρδιά καί νά μή καταλάβει κανείς τίποτα. Αὐτό δηλώνει προφανῶς ἡ ρήση: «θέλω νά πῶ πέντε λόγια «διά τοῦ νοός μου ἤ μύριους λόγους ἐν γλώσση». Νά πεῖ πέντε λόγια καί νά καταλάβουν καί οἱ ἄλλοι. Πῶς νά τά πεῖ αὐτά; Μέ τή λογική. Καί φυσικά μέ τόν λόγο. Γιατί ὁ λόγος μέ τό στόμα λέει αὐτά, πού προηγουμένως εἶχε ἡ διάνοια, ἡ σκέψη.

Ἡ γλώσσα ἦταν ἡ νοερά προσευχή, τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Καί δέν γινόντουσαν Χριστιανοί, πρίν ἀποκτήσουν τή νοερά προσευχή. Φρόντιζαν μάλιστα νά τήν ἀποκτήσουν καί πρίν τό βάφτισμα ἀκόμη. Νά ἔχουν δηλαδή αὐτή τήν κατάλληλη προπαρασκευή, ὥστε πενήντα ἡμέρες μετά τό βάφτισμα, ἀφοῦ ἔφθαναν καί στόν φωτισμό, ἔπαιρναν τό χρίσμα.

«Αὐτό, πού λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἑρμηνεύεται ἀπό μερικούς μοναχούς ὅτι μίλησε ὁ Ἀπόστολος γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή γιά τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», πού ἀποτελεῖται ἀπό πέντε λέξεις. Ἀλλά ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιά λόγια, μέ τά ὁποία κατηχοῦσε τούς ἄλλους[6]. Διότι, πῶς μπορεῖ νά γίνη κατήχησις μέ νοερά προσευχή, ἀφοῦ ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἐσωτερική προσευχή τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ ἄλλοι γύρω του δέν ἀκοῦνε τίποτε; Ἡ κατήχησις ὅμως γίνεται μέ λογική διδασκαλία καί λογική λατρεία. Διδάσκουμε καί μιλοῦμε μέσω τῆς λογικῆς, πού εἶναι ἡ συνήθης ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν ανθρώπων.[7]

«Ἐπικοινωνία ὅμως ἔχουν μεταξύ τους καί ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή μέσα στήν καρδιά τους».

Ἄν καί ὁ ἄλλος ἔχει νοερά εὐχή μπορεῖ νά ὑπάρξει ἐπικοινωνία τέτοια. Γι΄αὐτό καί βλέπουμε τούς Ἁγίους Πατέρες, πού εἶχαν νοερά προσευχή μέσα τους, νά πηγαίνουν ἐπίσκεψη ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ἐξωτερικά νά μήν λένε τίποτα, νά κάθονται δύο ὧρες, ἄς ποῦμε, ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλο καί νά μήν μιλᾶνε μέ τό στόμα ἀλλά νά ἐπικοινωνοῦν ἐσωτερικά. Νά μιλᾶνε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, μέ τή νοερά ἐνέργεια, πού εἴχανε μέσα τους. 

Ἔτσι λοιπόν, ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή στην καρδιά τους, ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους.
Και ἀπό μακριά μπορεῖ νά γίνει αυτό.

«Μποροῦν δηλαδή νά καθίσουν μαζί καί ὁ ἕνας νά ἐπικοινωνῆ μέ τόν ἄλλον νοερῶς, χωρίς νά μιλᾶνε. Νά ὑπάρχη δηλαδή μεταξύ τους πνευματική ἐπικοινωνία. Αὐτό φυσικά συμβαίνει σ’ αὐτούς καί ἐκ τοῦ μακρόθεν. Καί αὐτοί ἐπίσης ἔχουν τό διορατικό καί προορατικό χάρισμα. 

Μέ τό διορατικό ἀνιχνεύουν τά ἁμαρτήματα κάθε ἀνθρώπου, καθώς καί τίς σκέψεις του, ἐνῶ μέ τό προορατικό βλέπουν καί μιλᾶνε γιά πράγματα, πράξεις καί γεγονότα μέλλοντα».


Πήγαιναν γιά παράδειγμα οἱ ἄνθρωποι στόν Ἅγιο Πορφύριο ἤ στόν Γέροντα Παΐσιο καί, πρίν ποῦνε τήν ἐρώτηση, ἐκεῖνοι τούς ἔλεγαν τήν ἀπάντηση στό πρόβλημά τους. Πῶς γινόταν αὐτό; 

Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶχαν μέσα τους τή νοερά προσευχή, τή νοερά ἐνέργεια καί τό διορατικό χάρισμα. Κατά συνέπεια μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν, νά δοῦν καί νά ἀκούσουν τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, τούς λογισμούς τους καί τό τί ἤθελαν νά τούς ποῦν. Ἄν εἶχες καί ἐσύ νοερά προσευχή, θά μποροῦσες νά ἀκούσεις τήν ἀπάντηση ἀπό τήν καρδιά τοῦ πνευματικοῦ σου καί ὄχι ἀπό τό στόμα του.

Ὅταν δηλαδή καθαρίσει ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του ἀπό τούς λογισμούς, τότε φανερώνονται αὐτά τά χαρίσματα, τό διορατικό καί τό προορατικό, τά ὁποία ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ ὅλους μας.

Δέν τά ἔχει δώσει μόνο στούς ἁγίους· σέ ὅλους τά ἔχει δώσει. Γιατί ὅμως δέν τά ἔχουμε ἐμεῖς φανερά κι ἐνεργά; Διότι ὑπάρχει αὐτός ὁ σκοτισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε στήν ἀρχή.

«Πράγματι ὑπάρχουν τέτοιοι χαρισματοῦχοι ἄνθρωποι καί, ἄν πάτε νά ἐξομολογηθεῖτε σέ αὐτούς, ξέρουν ὅλα ὅσα ἔχετε κάνει στήν ζωή σας, πρίν ἀνοίξετε τό στόμα σας γιά νά τούς τά πῆτε».

Ἐνδεικτικές εἶναι οι περιπτώσεις των ἀνθρώπων ἐκείνων, πού πήγαιναν στόν Ἅγιο Πορφύριο κρατώντας καί χαρτάκι, ὅπου εἶχαν γραμμένα, ἄς ποῦμε, τά ἁμαρτήματα: (1), (2), (3)…(10). Καί πρίν ἀκόμη ἀνοίξουν τό χαρτάκι ὁ Ἅγιος τους ἔλεγε:

«Κοιτάξτε, τό (1), τό (2) καί… τό (7) δέν εἶναι ἁμαρτίες. Μήν μοῦ τά πεῖτε αὐτά. Πεῖτε μου τά ἄλλα, γιά νά μήν χάνουμε καί χρόνο!».


Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Σάββας Ἁγιορείτης
---------------------------------------------------------------------------
*Πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀπό μία σειρά ὁμιλιῶν τοῦ π. Σάββα Ἁγιορείτου, μέ ἑρμηνευτικά κι ἐπεξηγηματικά σχόλια πάνω στήν Πατερική Θεολογία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀπομαγνητοφωνημένη, ἐλαφρῶς διασκευασμένη καί προσαρμοσμένη στόν γραπτό νεοελληνικό λόγο, πού ἔγινε στίς 31-8-2014 στή σύναξη στό Ἀρχονταρίκι τοῦ Ι. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων Πενταπλάτανου Γιαννιτσῶν.

**Τά κείμενα σέ εἰσαγωγικά, ἀντλήθηκαν από τό βιβλίο τοῦ Πρωτοπ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 19-22 καί διατηρούν ἐπακριβώς τή γλωσσική μορφή τοῦ πρωτοτύπου.

[1]. Α΄Κορ. 14, 15

[2]. Ρωμ. 8, 16

[3]. Ἡ παρούσα υποσημείωση ενσωματώθηκε στο κείμενο

[4]. Ἡ παρούσα ὑποσημείωση ενσωματώθηκε στο κείμενο

[5]. Α΄ Κορ. 14, 19

[6]. Βλ. καί Φιλοκαλία, Γ΄, ἔκδοσις Ἀστέρος,1976, σ.42, §29, και σ. 352, πθ΄.

[7] Βλ. Φιλοκαλία , τόμος Γ΄έκδοσις Αστέρος, Αθήναι 1976, σελ. 352πθ΄.