Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ιωσήφ Βατοπαιδινός - Γέροντας Λόγος εγκωμιαστικός στους Βατοπαιδινούς αγίους Ευδόκιμο και Ιωακείμ Παπουλάκη

Ευδόκιμος, το ευωδέστατο και μυρίπνοο άνθος του πνευματικού κήπου της Μονής μας. Το ευσκιόφυλλο και γεμάτο καρπούς δένδρο, που είναι φυτευμένο «παρά τας διεξόδους των υδάτων», που καρποφόρησε στον κατάλληλο καιρό. Με την οσμή του μύρου του ευωδίασε, όχι μόνο τη μονή της μετανοίας του, αλλά και όλη την Αθωνική χερσόνησο. Τήρησε και μετά το θάνατό του τον πρώτο μακαρισμό του Κυρίου μας, μένοντας ταπεινός και αφανής.
Πότε έζησε; Με ποιούς υπεράνθρωπους άθλους και αγώνες, αυτός ο τρισμακάριστος πατέρας μας, έγινε ευάρεστος στον Θεό; Κανείς δεν γνωρίζει, εκτός από τον ίδιο και τον Θεό. Αφού έφθασε στα ύψη των αρετών και της τελειότητος, τρύγησε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Η θεία Χάρις τον ειδοποίησε για το επερχόμενο τέλος της επίγειας ζωής του που ανέμενε με πόθο. Μπήκε κρυφά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας από τους αδελφούς στο οστεοφυλάκιο της Μονής και κοιμήθηκε ειρηνικά ανάμεσα στους «προαπελθόντας Πατέρας» παραμένοντας άγνωστος. Πόσα χρόνια βρισκόταν το πολύπονο και αθλητικό του σκήνος μέσα στο οστεοφυλάκιο; Ούτε αυτό το γνωρίζουμε.
Όταν το έτος 1840 οι πατέρες της Μονής θέλησαν να επισκευάσουν το κοιμητήριο, ανακάλυψαν ένα λείψανο αγίου που ανέδιδε άρρητη ευωδία, η οποία εξακολουθεί και σήμερα να υπάρχει στα οστά του και την τιμία κάρα του.
Επειδή ο άγνωστος αυτός άγιος με την πολιτεία και τους ασκητικούς αγώνες του, ευδοκίμησε, ευαρέστησε δηλαδή τον Θεό και έγινε δόκιμο σκεύος της θείας Χάριτος, ονομάστηκε Ευδόκιμος. Την μνήμη του τιμούμε στις 5 Οκτωβρίου.
 iwakpap2
Ο Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης
Πρόσφατα το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας τον όσιον Ιωακείμ τον Ιθακήσιο, τον επονομαζόμενο Παπουλάκη.
Γεννήθηκε το 1786 στην Ιθάκη από ευσεβείς γονείς. Στην παιδική του ηλικία έχασε τη μητέρα του. Ο πατέρας του, που ήταν πλοίαρχος, νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά μια γυναίκα, που μισούσε τον αθώο Ιωάννη. Αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα.
Ο μικρός Ιωάννης έγινε ναυτόπουλο σε ξένο πλοίο ταξιδεύοντας σε διάφορους προορισμούς. Κάποτε το καράβι του έφθασε στο λιμάνι της Μονής Βατοπαιδίου. Ο Ιωάννης επισκέφθηκε τη Μονή και προσκύνησε τα ιερά κειμήλια. Τόσο επηρεάσθηκε από τα όσα είδε και έζησε, ώστε παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει για να γίνει μοναχός. Έγινε δόκιμος και μετά μοναχός παίρνοντας το όνομα Ιωακείμ. Ο Ηγούμενος εκτιμώντας τα προσόντα του τον όρισε σύμβουλο, οικονόμο και διαχειριστή της Μονής μέχρι την μεγάλη Ελληνική επανάσταση του 1821, οπότε εστάλη στη Πελοπόννησο για να στηρίξει τους αγωνιζόμενους εναντίον των Τούρκων.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατήρ Ιωακείμ δεν γύρισε στη Μονή, αλλά αποσύρθηκε σ’ ένα ησυχαστήριο στο φαράγγι της Γούβας στην Ιθάκη. Μετά μετακινήθηκε στο Βαθύ. Σύντομα ο «Παπουλάκης», όπως τον αποκαλούσαν, έγινε το κέντρο παρηγοριάς και του στηριγμού του λαού. Οι Ιθακήσιοι τον αποδέχονταν ως άγιο, γιατί έκανε θαύματα ενώ ζούσε.
Φτωχός και απέριττος κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1867 και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του πίσω από το ιερό Βήμα του αγαπημένου του ναού, της αγίας Βαρβάρας. Μέρος του τιμίου λειψάνου του μεταφέρθηκε στη Μονή μας από αντιπροσωπεία της, που συνήργησε με τον Μητροπολίτη Λευκάδος κ. Νικηφόρο στην ανακομιδή του. Ο λαός της Ιθάκης διηγείται με ευλάβεια τα θαύματα που επιτέλεσε και επιτελεί μέχρι και σήμερα ο Άγιος Ιωακείμ.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Χαρίλαος Ε. Παπαγεωργίου - Πρωτοπρεσβύτερος Γέρ. Αιμιλιανός: Βιώνοντας τη ζωή της Αγ. Γραφής

Ο  Γέροντας  αποδεικνύεται  ερμηνευτής  μεμυημένος  και  βαθύς  γνώστης  της  Βίβλου αλλά και της  πατερικής  ερμηνευτικής στοιχεία  τα  οποία  αναμιγνύει  με  προσωπικές και  βιωματικές  προσεγγίσεις.  Αρέσκεται  στην ερμηνεία  ψαλμών είτε  σε  περιόδους  μετανοίας  και  πνευματικής  προετοιμασίας ,  όπως  η  Τεσσαρακοστή, είτε  σε  περίοδο  προεόρτια η  μεθεόρτια  μεγάλων εορτών, είτε  ακόμη  σε  αντιστοίχιση με  μεγάλες  εορτές  του ιουδαϊκού  εορτολογίου[156]. Προσπαθεί  μέσα  από  τις  ψαλμικές  κατηχήσεις  του   να  καταστήσει  τα  τέκνα  του  κοινωνούς  των  αισθημάτων  και  των  προσωπικών  βιωμάτων  του   Ψαλμωδού, για  να  κατανοήσουν  την  πνευματική  δύναμη  που  εμπεριέχει  το  Ψαλτήριο[157]. Η γλώσσα , το ύφος  και  η θύραθεν  παιδεία  του  π. Αιμιλιανού , που  αποπνέουν  οι  αναλύσεις  του, μεταδίδουν  ένα  αίσθημα  βαθυτάτης  μεθέξεως,  στο  προς  τα τέκνα . Σκοπός  του  πάντοτε είναι  να  αποκτήσουν οι  δι’ αυτού  αναγεννώμενοι  το  θείο  έρωτα , που  διακαίει   μέχρι  μυελού  οστέων  την  πονεμένη ανθρώπινη ύπαρξη ,  να  αναζητήσουν  τη μυστική  οδό  της  θείας  μέθεξης μέσα  από  τη  βαθύτατη  πίστη  των ψαλμωδών[158].
Gerontas Aimilianos Simonopetritis, Mega Synodiko Ieras Megistis Monis Vatopaidiou 02B
Κατά τον ίδιο  ακριβώς  τρόπο χρησιμοποιεί  στοιχεία  και  από  τα  ιστορικά  βιβλία  της Π.Διαθήκης , διαπιστώνοντας, εξάγοντας  και  προσφέροντας  σωτηριολογικά  βιώματα, μελετώντας  εις  βάθος  τις  ενέργειες  του  Θεού  για  τη  σωτηρία  του  κόσμου κι όχι  απλά συμβάντα[159]. Έτσι  ο Γέροντας  προετοιμάζει  το  εκάστοτε  ακροατήριό   του  μέσα από  τις  διακυμάνσεις  της  Διαθήκης δηλ. της  σχέσης  Θεού και ανθρώπων για  να καταλήξει  στη  μεσσιανική  εσχατολογική αποκατάσταση κι  εγκαθίδρυση  της  Βασιλείας [160]. Αυτή  όμως  η  εσχατολογική  Βασιλεία  για  τον  πιστό  χριστιανό  δεν  είναι  μόνο  μια  ελπίδα  και  μια  πρόγευση  των  μελλόντων  αγαθών μέσα  από  τη  ζωή  της  Εκκλησίας,  αλλά  και  ένα  διαρκές  παρόν   δια   της  ευχαριστιακής  κοινωνίας[161].
Δ. Η  βίωση  των  αγιογραφικών  χωρίων  και λόγων  του  Κυρίου.
Τα  δύο  προσδιοριστικά  ονόματα  του  Κυρίου  συνδυάζουν μια  ιδιότητα (Ιησούς –Σωτήρ) κι ένα  αξίωμα ( Χριστός).  Κάθε  θεματική  παρουσίαση, όπου  ο  ένας  από  τους  δύο  όρους  εξαφανίζεται  μέσα  στον  άλλο , περιορίζει ασφυκτικά  το  Ευαγγέλιο . Ο Γέροντας  λαμβάνει  πάντοτε  υπόψη  του  τη  θεολογική  αυτή  αρχή  που  συνάπτει  τον  Ιησού  της  ιστορίας  με το  Χριστό  της  Εκκλησίας, όταν  χρησιμοποιεί , αναλύει  η  ερμηνεύει κυριακά  λόγια, γιατί  σκοπός  του είναι η  γνώση  του Κυρίου.  Είναι  ο  προτυπούμενος  Μεσσίας που  εκπληρώνει  και  ανακεφαλαιώνει  το  σχέδιο του  Θεού, ο Υιός  του  Θεού   που  εγκύπτει  θεουργικώς  στην ανθρώπινη  σμικρότητα[162].
Αναδεικνύεται ο νέος  Αδάμ , αναπλάστης  του  παλαιού, δια  της ενσαρκώσεώς  Του  και  της  εκούσιας  θυσίας  Του  ως  Αμνός  του  Θεού  και  Εσφαγμένον  Αρνίον  της  Εκκλησίας . Θεός  ων πάντων  γίνεται  ζωή  των απάντων κρούων ως  ξένος  τη  θύρα  μιας  εκάστης  υπάρξεως για  να καταστεί φίλος , Νυμφίος και  Μέγας  Βασιλεύς  της. Γίνεται  ο πλησίον  μας οντολογικώς, ως  πρόσωπο  οπτανόμενος , ορατός , ως  ενέργεια και  πλήρωμα του  παντός[163]. Εισοδεύει[164]  ως  αδιάδοχος  ιερεύς την  μεγαλειώδη καινή ιερωσύνη που  ενώνει  το Θεό με  την  κάθε  ψυχή , περιπατεί  εν τω αγίω και  καταλύει  την   πνευματική  στειρότητα  της  νομικής  Σιών[165]. Αϊδιο κι ατελεύτητο  το  κάλλος  Του, περιγράφεται ήδη  από τους  Προφήτες.  Είναι  το  άνθος  εκ  της  ρίζης  Ιεσσαί , ο εξουσιαστής  βασιλεύς της ζωής , της  ειρήνης , του  πολέμου, η  θύρα  και  η  κληρονομία  της  αιωνιότητος ,  ο λύχνος  που  δια  της  εκλάμπρου  παρουσίας  Του και  εκπάγλου ωραιότητός Του, καίτοι πάσχων ως  δούλος,  πληροί  τα  σύμπαντα[166]. Ο  Χριστός , στις  αναλύσεις  του  Γέροντα , παραμένει  η  ελπίδα  των  εθνών, ο  επιμηκυνόμενος δια  της  λειτουργικής  αναμνήσεως  αίδιος λειτουργός  αρχιερεύς , η  δόξα  της  Εκκλησίας , το Φως εκ Φωτός,   ο παρών και  αεί νικών Σωτήρ[167].
Συγκεφαλαιώνει εν τω προσώπω  Του  τις  επαγγελίες  του  Θεού και ανακεφαλαιώνει το έργο της  θείας  οικονομίας , καθότι  είναι ο  άναρχος  Θεός  της  Παλαιάς Διαθήκης , η απαράλλακτη εικόνα  και η  αυθεντική αποκάλυψη  του  ουρανίου Πατρός , η «αιπύς» , δηλ. το πνευματικό ύψος  που  συνάπτει κερνών  ουράνια  και   επίγεια , το  παρόν  και  το μέλλον  του ανθρώπου,  η χώρα  των  ζώντων [168].  Ο  Γέροντας  επιχειρεί «πολυμερώς  και  πολυτρόπως» να  παρουσιάσει  το  μυστήριο  του Κυρίου  για  να  υποσημάνει  τη  διαρκή  παρουσία  Του  στην  ανθρώπινη ζωή  και  να  επιβεβαιώσει  με  τον  τρόπο  αυτό  την ορθότητα  της  πίστεως[169] που  οδηγεί  στην  κοινωνία  της  χάριτος.
ΙΙΙ. ΟΙ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ  ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ  ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ 
Α. Η ασκητική  παράδοση
Όπως  έχει  ήδη  καταδειχθεί , μέσα  από  την βιογραφική  ιχνηλασία  του  γέροντος  Αιμιλιανού,  η  διαμόρφωση της  πνευματικής  του  φυσιογνωμίας  συντελείται  μέσα  από  μια  μακρά  και  επίπονη  διαδικασία.  Στο  τελικό  αποτέλεσμα  της  ποιμαντικής  του  προσφοράς  στο λαό  του  Θεού  συντελούν  τα  μέγιστα  και οι  πνευματικοί  του  συνοδοιπόροι , οι  οποίοι  συγκροτούν  μαζί  του  ένα  νεοφιλοκαλικό κίνημα  ή, σωστότερα , στοιχούν  στην  ασκητικοπατερική  παράδοση  της  Ορθόδοξης  Εκκλησίας  μας.  Ουσιαστικά  μιλούμε  για  μία αδιάσπαστη  συνέχεια  της  οποίας  οι  απαρχές  εντοπίζονται  στις  ασκητικές  διατυπώσεις  του  Μεγάλου  Βασιλείου  , διαπερνούν  τα  «τυπικά» των  βυζαντινών  μοναστηριών,  διαποτίζουν  το ησυχαστικό  κίνημα και ,  μετά  την  παρακμιακή  εποχή  της  τουρκοκρατίας,  αναβιώνουν  με  το  κίνημα  των  Κολλυβάδων.
Η παρουσία  του  Γέροντος  αποτελεί  ώριμο  καρπό  μιας  μακραίωνης  παράδοσης  , τον  οποίο  έδρεψε  η  σύγχρονη  εποχή.  Ανδρώθηκε  μέσα  στην  πηγαία  αγάπη  προς  τον  ησυχαστικό  μοναχισμό,  γαλουχήθηκε  με  την  νηπτική  εμπειρία,  καλλιέργησε  την  θεοπρεπή  προσευχή  , υπέστη  την  «καλή  αλλοίωση»  της   ευχαριστιακής  εμπειρίας  και  πρόσφερε  στον  κόσμο  το  θησαυρό    της  ψυχής  του.  Στην  πορεία  του  δεν  υπήρξε  μόνος  αλλά  συνοδοιπόρος   με  κατά πνεύμα   αδελφούς,   αφομοιώνοντας  στοιχεία  της  δικής  τους  εμπειρίας. Την  αφομοίωση  αυτή   ενίσχυαν οι  δεσμοί  συναντιλήψεως ,  αλληλοσεβασμού,  υπακοής , αγάπης  και  αφοσιώσεως στις  πνευματικές    μορφές με  τις  οποίες  σχετίσθηκε , χωρίς  αυτό  να  έρχεται  σε  αντίθεση  με  τις  υποθήκες  και  την  πνευματική  καθοδήγηση  των  πνευματικών  του  πατέρων.  Και  τούτο  αποτελεί  δείγμα  της  αρχοντικής  του  νοοτροπίας   και   ανωτερότητος  , όπως  αναδεικνύονται με  την υπερνίκηση  του εγωκεντρισμού και  κάθε πειρασμού  πνευματικής  αυτάρκειας.
            Ουσιαστικά  ο  γέροντας  Αιμιλιανός  αναδεικνύεται  καταρχήν  μέσα  από τις  μελέτες  του  και  κατόπιν  μέσα  από  τις  «πνευματικές  φιλίες» ως έκγονος  και  συνεχιστής μιας νεώτερης  μοναστικής  παράδοσης. Η  προσπάθεια  ανίχνευσης  των  πνευματικών  δεσμών  του  Γέροντος   με  σύγχρονες καθοδηγητικές  μορφές  της  μοναστικής αφιέρωσης  , οφείλει  να  πραγματοποιηθεί  ιστορικά αλλά και  συγχρονικά  καθότι  άλλοι υπήρξαν οι  πρόδρομοι και  σπορείς ,  άλλοι  οι  εργάτες -γεωργοί ,  άλλοι  οι  συγκομιστές  της  πνευματικής  καρποφορίας. Επιπλέον  αξίζει  να ανιχνευθεί  η  μακραίωνη  παράδοση  της  πνευματικής  συμπόρευσης ,  για να  καταδειχθεί  η  επαγωγική  ανάπτυξή  της  ανά  εποχή, φθάνοντας  ως  την  πνευματική  μεθηλικίωση  όλου  αυτού  του  αναγεννητικού  πνευματικού  κινήματος.