Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας: Όταν ο Χριστός ζει μέσα σου…

 


Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας: Όταν ο Χριστός ζει μέσα σου...

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας: Όταν ο Χριστός ζει μέσα σου…

Όταν ο Χριστός ζει μέσα σου, μη φοβού τίποτε.

Δια να ζει μέσα σου ο Χριστός χρειάζεται ταπείνωσις πολλή.

Πίπτε νοερώς εις τους αχράντους Του πόδας και κλαίε: Ιησού μου, Συ μου μένεις πλέον εις αυτήν την ταπεινήν ζωήν μου, ως φως και ζωή, δείξόν μου το πνευματικόν Σου κάλλος, όπως εμπλησθώ Θείου έρωτος και δράμω κατόπιν του μύρου Σου και κράξω… «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω Σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62,9 ).

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Μοναχός Εφραίμ Λαυριώτης (1926 – 25 Ιουνίου 1999)

Ο μοναχός Εφραίμ Λαυριώτης, βαστώντας την εικόνα της Φοβεράς Προστασίας (φωτ. μοναχού Παϊσίου Καρυώτη)
Ο μοναχός Εφραίμ Λαυριώτης, βαστώντας την εικόνα της Φοβεράς Προστασίας (φωτ. μοναχού Παϊσίου Καρυώτη)
Ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Φωτίου Πασσάλης, ο καλοκάγαθος, απλούστατος και ταπεινότατος αυτός άνθρωπος του Θεού γεννήθηκε στο χωριό Μαριτσά της Ρόδου το 1926. Στον κόσμο Πνευματικό είχε τον μακαριστό Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή († 1970). Προσήλθε στο Άγιον Όρος και πρώτα πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων στους Γέροντες Μιχαήλ († 1979) και Ιερόθεο († 1968). Στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας εισήρθε το 1957 και εκάρη μοναχός το 1958. Τον κτήτορα της μονής του όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη τον λάτρευε. Διακόνησε με προθυμία και φιλότιμο τη μονή της μετανοίας του επί έτη ως εκκλησιαστικός, παραβηματάρης, διαβαστής και κονακτσής στο κονάκι των Καρύων.
Αγαπούσε υπερβολικά την εκκλησία, την Παναγία, τους αγίους, τις ιερές ακολουθίες. Αγαπούσε την τάξη, την ευπρέπεια, το τυπικό, την παράδοση. Γι’ αυτό και πάντα θα είχε κάποιο μικρό παράπονο για κάποιες παρατυπίες η παραλείψεις. Ήταν τύπος ευχάριστος και αγαπητός για την καλοκαγαθία του και την απλότητά του. Τα λόγια του ήταν ανεπιτήδευτα, ταπεινά και χαριτωμένα. Φιλότιμος, φιλόπονος, φιλακόλουθος, φιλάγαθος και φιλάρετος. Ακτήμων, ελεήμων, συμπαθής και πάντοτε καλοσυνάτος. Συνδεόταν κι εμπνεόταν από τον συμπατριώτη του, μεγάλο νηστευτή, ανυπόδητο, και ασκητή Γέροντα Αββακούμ († 1978).
Ο μοναχός Εφραίμ Λαυριώτης στο ναό του Πρωτάτου (φωτ. μοναχού Γαβριήλ Φιλοθεΐτου
Ο μοναχός Εφραίμ Λαυριώτης στο ναό του Πρωτάτου (φωτ. μοναχού Γαβριήλ Φιλοθεΐτου
Κάποτε, το 1993, μου υπαγόρευε κι έγραφα: «Η Παναγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία βοήθειά μας. Έχω να σου εξιστορήσω με παράπονο για τη ζωή των παλαιών πατέρων και μοναχών, που έζησαν στο Άγιον ’Όρος. Όταν πρωτοήρθα το 1956 στο Άγιον Όρος, ο τόπος ήταν πράγματι όπως τον έγραφε ο εν Μικρά Αγία Άννη ασκήσας Αγάπιος ο εκ Κρήτης στο βιβλίο του Αμαρτωλών σωτηρία. Έβλεπες τους μοναχούς να περνάνε εκείνα τα αρχαία μονοπάτια με τα υποζύγια. Ξεκινώντας από τη Λαύρα, σε έξι ώρες σε έφερνε το μουλάρι ατό κονάκι, λέγοντας στον δρόμο τους Χαιρετισμούς και την Παράκληση της Παναγίας, έχοντας μαζί ψωμί και τυρί, να το αφήσεις στο Αγίασμα, να φάνε οι προσκυνητές. Οι αντιπρόσωποι έμεναν πάντοτε στο κονάκι έχοντας κονακτζή και μάγειρα και καλλιεργούσαν τον κήπο. Χριστούγεννα και Πάσχα έρχονταν με τα μουλάρια στο μοναστήρι, αφήνοντας πίσω τον κονακτζή και τον μάγειρα. Τότε που ήρθα στο Άγιον Όρος βρήκα τέσσερις ηγουμένους αγίους ανθρώπους: τον Γαβριήλ Διονυσιάτη, τον Χαράλαμπο τον Σιμωνοπετρίτη, Σωφρόνιο τον Κουτλουμουσιανό και τον Ευδόκιμο τον Ξενοφωντινό, ανθρώπους του Θεού και πεπειραμένους στο να διοικούν ολόκληρα μοναστήρια και υλικώς και πνευματικώς. Η Λαύρα ως ιδιόρρυθμον ειχε τον Γερο-Άμβρόσιο, που σαν γνήσιο άνθρωπο του Θεού οι προϊστάμενοι τον είχαν ως ηγούμενο. Τότε είχαν προϊσταμένους γέρους και μορφωμένους. Έβλεπες τον Παύλο τον Παυλίδη τον ιατρό και τον Γερο-Ονούφριο, τελειόφοιτο της Αθωνιάδος. Την Πρωτοχρονιά ο Γερο-Αμβρόσιος είχε τον λόγο στα διακονήματα που έδιδαν. Πρώτα συνεδρίαζαν και έβγαζαν τους επιτρόπους. Εκτυπούσαν οι καμπάνες μεγαλοπρεπώς και την επομένη έβαζαν τους διακονητές. Στο τυπικαριό ανθρώπους με πολυχρόνια πείρα, όπως ήταν ο Γερο-Ανδρέας, ο Γερο-Γρηγόριος και ο Γερο-Θεόφιλος. Κατόπιν τον κανονάρχη και τους εκκλησιαστικούς, παλαιούς με πείρα, όπως ήταν ο μακαριστός Γεδεών και ο Πέτρος. Κατόπιν τον διαβαστή. Ο μακαριστός πατήρ Κουκουζέλης κανοναρχούσε σε όλους τους ήχους…
Οι συμπατριώτες Λαυριώτες πατέρες Εφραίμ (αριστερά) και Αββακούμ.
Οι συμπατριώτες Λαυριώτες πατέρες Εφραίμ (αριστερά) και Αββακούμ.
»Οι απλοί πατέρες ζούσαν λιτά και απέριττα στην πτέρυγα του κοινού, στη νότια πλευρά της Λαύρας, που ήταν από την εποχή του αγίου Αθανασίου. Ήταν ντυμένοι με φτωχικά και μπαλωμένα ράσα, ρούχα και παπούτσια. Βλέπονταν στους στενούς διαδρόμους και μαζεύονταν τον χειμώνα στο μεγάλο δωμάτιο, που είχαν μία μασίνα και στέγνωναν τα ρούχα τους, όπως και μία κοινή βρύση που έπιναν όλοι νερό. Στο κελλί τους υπήρχε μόνο μία λάμπα, το κρεβάτι τους, η σόμπα και τα θρησκευτικά τους βιβλία. Ήταν φτωχοί και υπηρετούσαν σε όλα τα διακονήματα. Σέβονταν τους προϊσταμένους, οι οποίοι ήταν ενδεδυμένοι με μία μεγαλοπρέπεια ωσάν ηγούμενοι η αρχιερείς, αλλά και γεμάτοι ευλάβεια και φόβο Θεού. Ζούσαν σε αυτά τα απλά κελλιά και ο Γερο-Θεόφιλος και ο Γερο-Αββακούμ ως ασκητές και ερημίτες και φτωχοί και άποροι…».
Έτσι ζούσε και ο μακάριος Γερο-Εφραίμ. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.6.1999.
Πηγές-Βιβλιογραφία
Εφραίμ Λαυριώτου μοναχού, Αναμνήσεις Λαυρεωτών Γερόντων, Πρωτάτον 57/1996, σσ. 6-8. Αναστασίου ίερομ., Αθωνικά Δίπτυχα, Άγιον Όρος 2000, σ. 18.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Γ΄ 1984-2000, σελ.1483 – 1486

Η διά της λαβίδος των χειρών Κοινωνία και η κεχωρισμένη μετάληψη των Τιμίων ΔώρωνΠαναγιώτης Σκαλτσής, Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.


Στη θεία Λειτουργία του αγίου Ιακώβου σημειώνονται τα εξής όσον αφορά τον τρόπο Κοινωνίας των πιστών· «Ο Κύριος θα ευλογήσει και θα μας αξιώσει να λάβουμε τον πύρινον άνθρακα με καθαρές τις λαβές των δακτύλων μας και να τον τοποθετήσουμε στα στόματα των πιστών, για τον καθαρισμό και τον ανακαινισμό των ψυχών και των σωμάτων τους τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων» («Ο Κύριος ευλογήσει και αξιώσει ημάς αγναίς ταίς των δακτύλων λαβαίς λαβείν τον πύρινον άνθρακα και επιθείναι τοις των πιστών στόμασιν εις καθαρισμόν και ανακαινισμόν των ψυχών αυτών και των σωμάτων νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων»)[15]. Στο κείμενο αυτό φαίνεται ότι η μετάληψη γίνεται «ταίς των δακτύλων λαβαίς», με το χέρι δηλαδή του λειτουργού ιερέα και απ’ ευθείας στο στόμα του πιστού. Δεν είναι σαφές όμως εάν ο άρτος ήταν εμβαπτισμένος στο αίμα ή εάν ακολουθούσε χωριστά η μετάδοση από το ποτήριο, όπως, καθώς είδαμε, με σαφήνεια σημειώνεται στην ερμηνεία της Ιεροσολυμιτικής Λειτουργίας από τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων. Για την Κοινωνία βεβαίως των ιερέων προβλεπόταν μεγάλες μερίδες τις οποίες ο προεστώς της συνάξεως έβαπτε «εις τον κρατήρα» (ποτήριο).
Φωτογραφία: Ραφαήλ Γεωργιάδης
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι κατ’ αναλογίαν γινόταν το ίδιο και για τους πιστούς, με μικρότερες όμως μερίδες. Υπάρχουν βέβαια και μαρτυρίες στη χειρόγραφη παράδοση, ελάχιστες, σύμφωνα με τις οποίες οι ιερείς κοινωνούσαν πρώτα το σώμα και μετά το αίμα χωριστά[16]. Η διάταξη που ακολουθεί, μετά την μετάληψη του κλήρου, σύμφωνα με την οποία οι διάκονοι «επαίρουσι τους δίσκους και τους κρατήρας εις το μεταδούναι τω λαώ»[17] (οι πολλοί δίσκοι και τα πολλά ποτήρια εξυπηρετούσαν τη μεγάλη προσέλευση του λαού στη θεία Κοινωνία), αφήνει περιθώρια διπλής ερμηνείας, όσον αφορά την Κοινωνία των πιστών. Πρώτον ότι ο ιερέας έπαιρνε μία μερίδα από το δισκάριο που κρατούσε ο διάκονος και αφού την εμβάπτιζε στο ποτήριο την έθετε στο στόμα του κοινωνούντος. Δεύτερον ότι μετεδίδετο πρώτον στο στόμα η μερίδα (σώμα) και ακολουθούσε η μετάληψη του αίματος από το ποτήριο[18]. Ο εμβαπτισμός πάντως του άρτου στον οίνο δεν ήταν άγνωστος στην Ανατολή. Την παράδοση αυτή κρατούν μέχρι και σήμερα οι Αρμένιοι. Στην Αρμενική Λειτουργία «ο διάκονος και ο λαός κοινωνούν υπ’ αμφότερα τα είδη, όχι όμως απ’ ευθείας εκ του ποτηρίου ούτε διά λαβίδος. Ο ιερεύς κρατεί και διά των δύο χειρών το ποτήριον και υπεράνω αυτού τον άγιον άρτον, εμβεβαπτισμένον εις το τίμιον αίμα. Διά των δύο δακτύλων της δεξιάς κόπτει μερίδα εξ αυτού και την αποθέτει εις το στόμα των κοινωνούντων»[19]. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και αυτός ο τρόπος Κοινωνίας έχει τις πρακτικές του δυσκολίες.
Για την μετάδοση των θείων δώρων ξεχωριστά κάνει λόγο και η θεία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου· «Και όταν μεταδιδοί τω κλήρω και τω λαώ, λέγει· Σώμα άγιον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και εις το ποτήριον λέγει· Αίμα τίμιον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»[20]. Και σ’ αυτήν τη θεία Λειτουργία αναφέρονται στην επίκληση πολλοί άρτοι και πολλά ποτήρια· «έπιδε εφ’ ημάς και εξαπόστειλον επί τους άρτους τούτους και επί τα ποτήρια ταύτα το Πνεύμα σου το άγιον, ίνα αυτά αγιάση και τελειώση ως παντοδύναμος Θεός»[21].
Σύμφωνα με τις ως άνω μαρτυρίες η έννοια της λαβίδος παραπέμπει στην με την λαβή των χειρών Κοινωνία του άρτου. Ο ιερέας έθετε στο στόμα του πιστού τον άρτο, κατά πάσαν πιθανότητα εμβαπτισμένο στον οίνο (Λειτουργία Ιακώβου) ή έθετε την μερίδα στην σε σχήμα σταυρού παλάμη του κοινωνούντος. Εκείνος στη συνέχεια την έβαζε στο στόμα του (Αποστολικές Διαταγές, Κύριλλος Ιεροσολύμων). Ο διάκονος στη συνέχεια προσέφερε το ποτήριο. Μόνο σε περιπτώσεις ασθενών ή μελλοθανάτων ή όσων δεν μπορούσαν να λάβουν με το χέρι των τη θεία Κοινωνία ο άρτος, σύμφωνα με τον 18ο κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου (397), ερρίπτετο στο στόμα των[22]. Αυτό προφανώς γινόταν ή με το χέρι ή με τη βοήθεια κάποιου οργάνου καταλλήλου για την έκτακτη αυτή ανάγκη[23]. Το εργαλείο αυτό θα μπορούσε να είναι η λαβίδα με τη μορφή τσιμπίδας ή κοχλιαρίου. Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη ότι παράλληλα με τον αρχικό τρόπο Κοινωνίας με το χέρι θα υπήρχε και κάποιο βοηθητικό αντικείμενο (λαβίδα) για τις έκτακτες ανάγκες, κάτι που επικράτησε αργότερα. Πώς π.χ. γινόταν η θεία μετάληψη όσων δεν ήσαν παρόντες στον τόπο της σύναξης σύμφωνα με όσα γράφει ο Ιουστίνος, ότι δηλαδή «και τοις ου παρούσι διά των διακόνων πέμπεται»;[24].
[15] F. A. Brightman, Liturgies Eastern and Western, Oxford, At the Clarendon Press, M DCCC XCVI, σ. 63.
[16] Ἀλκιβιάδη Κ. Καζαμία, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί τά νέα Σιναϊτικά χει-ρόγραφα, Θεσσαλονίκη 2006, σσ.216-219.
[17] F.A. Brightman, ὅ.π., σ. 64.
[18] Βλ. Ἀριστείδη Γ. Πανώτη, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἤτοι ἡ τέλεσις τῆς θείας Εὐχαριστίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων κατά τήν παλαιοχριστιανικήν τάξιν, Ἀθῆναι 1986, σ. 59.
[19] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχος Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σσ.376-377, 419. Στό κείμενο τῆς Λειτουργίας σημειώνεται ἀκριβῶς τό ἑξῆς: «Κοινωνεῖ δέ τούς πιστούς, λαμβάνων διά τῶν δύο δακτύλων μερίδα ἐκ τοῦ ἁγίου ποτηρίου καί θέτων εἰς τό στόμα αὐτῶν καί λέγων· Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γένοιτό σοι εἰς ἱλασμόν καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
[20] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Κείμενα Λειτουργικῆς Γ΄. Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 61.
[21] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, ὅ.π., σ. 54. Περί τῆς παραδόσεως τῶν πολλῶν ἄρτων καί τῶν πολλῶν ποτηρίων στή λειτουργική μας ἱστορία βλ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ «Οἱ πολλοί ἄρτοι καί τά πολλά ποτήρια στή θεία Λειτουργία», ἐν «Ἱερουργοί καί Φιλοθεάμονες». Κεφάλαια Ἱστορίας καί Θεολογίας τῆς Λατρείας [Λει-τουργικά καί Ὑμνολογικά Παράλληλα -1], ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 563-616.
[22] Mansi 3, 720.
[23] Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1982, σ. 150.
[24] Ἰουστίνου, Ἀπολογία, 67, PG 6, 429 C.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Αγίου Ιγνατίου Μπριατσανίνωφ, Βάλε φωτιά στις σκέψεις μου και στην καρδιά μου!

monaxos

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Η προσευχή μας και η ανταπόκριση του Θεού - Αββάς Ισαάκ ο Σύρος..



Όταν είσαι άρρωστος, να πεις: Μακάριος είναι όποιος αξιώθηκε από το Θεό να υποστεί άγιες δοκιμασίες, με τις οποίες κληρονομούμε την αιώνια ζωή. Διότι ο Θεός επιφέρει τις αρρώστιες για να αποκτήσει η ψυχή υγεία. 
Ένας άγιος είπε ότι ο μοναχός που δεν υπηρετεί τον Κύριο θεαρέστως, και που δεν αγωνίζεται με ζήλο για τη σωτηρία της ψυχής του, αλλά είναι αμελής στην άσκηση των αρετών, εξάπαντος, με την παραχώρηση του Θεού, πέφτει στις θλίψεις, για να μη μείνει αργός και πέσει, από την πολλή αργία, στα χειρότερα πάθη. 
Γι’ αυτό ο Θεός επιφέρει τους πόνους στους ράθυμους και αμελείς, για να μελετούν σ’ αυτούς τη σοφία Του, και να μην πηγαίνει το μυαλό τους στα μάταια.
Και ο Θεός το κάνει αυτό σ’ αυτούς που τον αγαπούν, για να τους παιδαγωγήσει, και να τους δώσει σοφία, και να τους διδάξει το άγιο θέλημά Του. 
Αυτοί οι αμελείς μοναχοί, όταν παρακαλούν το Θεό, κάνει πως δεν τους ακούει αμέσως, μέχρι να ατονήσει η ραθυμία τους και μάθουν πολύ καλά, ότι όλες αυτές οι θλίψεις τούς βρήκαν εξαιτίας της αμέλειας και της τεμπελιάς τους. 
Στον προφήτη Ησαΐα γράφει: «Όταν απλώνετε ικετευτικά τα χέρια σας σε μένα, λέει ο Κύριος, θα πάρω τα μάτια μου από πάνω σας. Και αν πληθύνετε τις ικεσίες σας, δε θα σας ακούσω» (Ησ. 1:15). 
Αυτό βέβαια λέχθηκε για άλλους ανθρώπους, του καιρού εκείνου, αλλά σίγουρα το νόημά του αναφέρεται σ’ αυτούς που εγκαταλείπουν τον άγιο δρόμο του Κυρίου.
Αφού λέμε ότι ο Θεός είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος, για ποιο λόγο, στις θλίψεις μας, ενώ τον παρακαλούμε συνέχεια στις προσευχές μας, δε μας ακούει, αλλά παραβλέπει τη δέησή μας; 
Την απάντηση τη βρίσκουμε και πάλι στον προφήτη Ησαΐα (59:1): «Δεν είναι κοντό το χέρι του Κυρίου, ώστε να μη φτάνει να σας σώσει, ούτε είναι βαρύκοος, ώστε να μη σας ακούει, αλλά είναι οι αμαρτίες σας που έκαμαν το Θεό να μη σας ακούει». Να θυμάσαι πάντοτε το Θεό, σε κάθε περίσταση, και θα σε θυμηθεί ο Θεός, όταν πέσεις σε πειρασμούς. (24)
Ένας από τους αγίους πατέρες μας έγραψε ότι όποιος δε λογαριάζει τον εαυτό του για αμαρτωλό, η προσευχή του δεν είναι ευπρόσδεκτη από τον Κύριο.(379)
Εάν ζητήσεις κάτι από το Θεό, και δεν εισακουσθείς γρήγορα, μη λυπάσαι· γιατί εσύ δεν είσαι πιο σοφός από το Θεό. Αυτό το κάνει ο Θεός από μακροθυμία: ή, δηλαδή, γιατί είσαι ανάξιος να δεχθείς την εκπλήρωση του αιτήματός σου, και άρα θα ζημιωθείς αν το λάβεις, ή γιατί η κατάσταση και η πορεία της καρδιάς σου δεν είναι ανάλογη με τα αιτήματά σου, ή γιατί δεν έφθασες ακόμη σε τέτοια πνευματικά μέτρα, ώστε να μπορείς να δεχθείς το χάρισμα που ζητάς. 
Διότι δεν πρέπει να επιβάλλουμε στον εαυτό μας να δέχεται πράγματα που ακόμη δεν αντέχουν τα μέτρα μας, για να μην αχρηστευθεί αυτό που θα μας χαρίσει ο Θεός, με το να το λάβουμε γρήγορα. Διότι, ό,τι λαμβάνουμε εύκολα, γρήγορα το χάνουμε· ενώ ένα πράγμα που το αποκτάμε με καρδιακό πόνο, το φυλάγουμε σαν θησαυρό, με μεγάλη προσοχή. (185)
 ✶✶✶
Συμβαίνει συνήθως στους μοναχούς που αγωνίζονται στην ησυχία, να ταραχθεί η ψυχή από το σκοτάδι των παθών. 
Όπως δηλαδή οι ηλιακές ακτίνες καλύπτονται από τα σύννεφα, έτσι μπορεί και συ να στερηθείς για λίγο την πνευματική παρηγοριά, από το νέφος των παθών που επισκιάζει την ψυχή σου, και να φύγει για λίγο από μέσα σου η χαροποιός δύναμη του Θεού, και να σκεπάσει το νου σου ασυνήθης ομίχλη· όμως ας μην ταραχθεί ο λογισμός σου, αλλά να κάνεις υπομονή, και να διαβάζεις τα βιβλία των αγίων διδασκάλων μας, και να ζορίσεις τον εαυτό σου στην προσευχή, και να περιμένεις τη θεία βοήθεια. 
Και θα ‘ρθει αμέσως, χωρίς να καταλάβεις το πώς. Όπως δηλαδή οι ακτίνες του ήλιου διώχνουν το σκοτάδι και φωτίζουν τη γη, έτσι μπορεί και η προσευχή να διαλύσει και να διασκορπίσει από την ψυχή τα σύννεφα των παθών, και να φωτίσει το νου με το φως της θείας χαράς και της παρηγοριάς. (53)
Όταν παρασταθείς ενώπιον του Θεού να προσευχηθείς, έτσι να θεωρείς τον εαυτό σου: σαν το μυρμήγκι, και σαν τα ερπετά της γης, και σαν βδέλλα, και ταπεινό σαν το παιδάκι που ψελλίζει. 
Να μην πεις στο Θεό λόγια που προδίδουν τις γνώσεις σου, αλλά να τον πλησιάσεις, και να σταθείς ενώπιόν του με το ταπεινό και άκακο φρόνημα του νηπίου, για να αξιωθείς να προστατευθείς και να καθοδηγηθείς από την πατρική εκείνη πρόνοια, που έχει ο πατέρας για τα παιδάκια του· γιατί έχει λεχθεί ότι «ο Κύριος φυλάσσει τα νήπια» (Ψαλμ. 114:6). (67)
Από το βιβλίο: Κωνσταντίνου Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 135.

Η δοξολογική προσευχή Η ευχαριστία κατά τη θλίψη ευαρεστεί τον Θεό Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζάχαρου





Πηγή: "Ο κρυπτός τής καρδίας άνθρωπος". Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας.



Στις πατερικές διδασκαλίες αναφέρεται ότι ο Θεός εκτιμά τρία πράγματα: την καθαρή προσευχή, τη μοναχική υπακοή και την απόδοση ευχαριστίας μπροστά στην απειλή του θανάτου από αρρώστια, διωγμό ή θλίψη.

Κάποτε πήγα στο νοσοκομείο, για να κάνω μια επέμβαση. Έπρεπε να μείνω εκεί μία εβδομάδα και σκέφτηκα ότι είχα τη δυνατότητα να δοκιμάσω κάτι από αυτά τα τρία πράγματα. Πήρα την απόφαση για όλο το διάστημα που θα έμενα εκεί να μη λέω καμία άλλη προσευχή, εκτός από το «Δόξα Σοι, ο Θεός, δόξα Σοι. Σε ευχαριστώ για όλα».

Προσευχόμουν αρκετές ημέρες με αυτόν τον τρόπο και προς το τέλος της εβδομάδας ήταν τόσο όμορφα, άνετα και φωτεινά, ώστε λυπόμουν που θα έφευγα από το νοσοκομείο. Επομένως, το ότι είχα διαβάσει κάπου ότι η ευχαριστία κατά την αρρώστια ευαρεστεί τον Θεό ήταν πολύ σημαντικό, γιατί όταν ήρθε η ώρα της ανάγκης, γνώριζα τη θεωρία, την εφάρμοσα και ο Θεός με βοήθησε.

Ώστε ωφελεί πολύ να γνωρίζουμε το τέλειο και εκείνο που εκτιμά ο Θεός. Όλη η αλήθεια του Ευαγγελίου που έχουμε ακούσει και μελετήσει θα αποδειχθεί πολύτιμη για την ώρα της ανάγκης και θα μας σώσει.

Δεν με ακούει ο Θεός. Εγώ πόσο Τον ακόυω; (αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)


Στον έμπορο Σ.Τ., τον οποίο «ο Θεός δεν ακούει».

Παραπονιέσαι, ότι ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές σου. Σε πολλές δυσκολίες προσευχόσουν στον Θεό, και ποτέ δεν σε έσωσε από καμία! Πως όχι, αναρωτιέμαι, αφού ιδού εσύ επέζησες από τις δυσκολίες;
Όμως επίτρεψέ μου μία ερώτηση: εσύ, ακούς το Θεό ;

Μέσα και από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη ο Ύψιστος υποσχέθηκε να ακούει τους ανθρώπους υπό τον όρο οι άνθρωποι να ακούν Εκείνον. Εσύ ακούς τον Θεό, αφού ζητάς ο Θεός να ακούει εσένα ; Εκπληρώνεις τους θεϊκούς νόμους και κρατάς τις τάξεις Του;
Εάν δεν το κάνεις, τότε είναι παράξενη η απαίτησή σου, ο Θεός να ακούσει εσένα και να υπακούσει. Ο Θεός κατέβηκε στη γη και έπλυνε τα πόδια εκείνων που Τον αγαπούν. Στον Δημιουργό μας είναι μεγάλη χαρά να ακούει τα υπάκουα παιδιά Του. Ο Δημιουργός υπάκουσε στον Μωυσή, τον Αβραάμ και τον Ιακώβ σ’ ότι Τον παρεκάλεσαν. Και μέσω φυσικών και υπερφυσικών ενεργειών Εκείνος άπλωνε το έλεός Τους σ’ εκείνους που εκπλήρωναν τον νόμο Του.
Εάν Αυτός δεν ήθελε να υπακούσει τις δικές μου και τις δικές σου προσευχές, τούτο συνέβη ή εξαιτίας του ότι εμείς δεν θέλαμε να υπακούσουμε τις εντολές Του από την Διαθήκη ή επειδή οι προσευχές μας ήταν ανορθόδοξες. Μέσω του Ησαΐα έλεγε ο Κύριος στον ανυπάκουο λαό: «Εάν πληθύνητε την δέησιν, ουκ εισακούσομαι υμών» (Ησ. 1,15). Ενώ λίγο πιο μετά: «Και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε» (Ησ. 1,19). Ο Θεός μας ακούει όταν ακούμε και δεν ακούει όταν δεν ακούμε.
Ακόμα, δεν ακούει ούτε τότε που ζητάμε κάτι επιζήμιο και ανόητο. Οι απόστολοι Ιάκωβος και Ιωάννης παρακάλεσαν μία φορά τον Κύριο, ν’ αφήσει φωτιά από τον ουρανό στο χωριό, το οποίο δεν ήθελε να τους δεχθεί για να περάσουν τη νύχτα. Αυτός «στραφείς δε επετίμησεν αυτοίς» (Λουκ. 9,55). Όχι μόνο δεν τους εκπλήρωσε τα αιτήματα, αλλά τους μάλωσε. Θυμήσου και εσύ, εάν οι προσευχές σου ήταν αξίες του ανθρώπου και αξίες του Θεού.
Κάτι ακόμα. Γιατί προσεύχεσαι στον Θεό μόνο στη δυσκολία; Μ’ αυτό ταπεινώνεις τον εαυτό σου, ενώ οι υβρίζεις τον Θεό σου. Ο Δημιουργός μας, ζητά από μας να αισθανόμαστε αδιάκοπα τη δική Του παρουσία και ασταμάτητα να επικοινωνούμε μέσω της προσευχής μαζί Του : «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5,17). Προσευχόμενος στον Θεό μόνο όταν σε βρίσκει καημός κάνεις τον εαυτό σου απλό ζητιάνο και ντροπιάζεις τον Θεό, αφού Τον καλείς σαν πυροσβέστη μόνο όταν καίγεται το σπίτι σου.

Ο Χριστός μας έδωσε το δικαίωμα να επικαλούμαστε τον δικό Του Πατέρα, ως δικό μας Πατέρα. Τι πιο γλυκό υπάρχει απ’ αυτό ; Και τι υπάρχει πιο γλυκό για τα παιδιά από το να βρίσκονται παρόντες οι γονείς τους ; Ας φροντίζουμε, λοιπόν, κι εμείς ασταμάτητα να στεκόμαστε στην παρουσία του ουράνιου Πατέρα μας, με την καρδιά και με τις σκέψεις και με τις προσευχές. Η προσευχή μας στον καιρό της προκοπής και της χαράς είναι σαν κάποιο κεφάλαιο προσευχής, που μας χρησιμεύει στις μέρες της δυσχέρειας και των βασάνων περισσότερο από τη στιγμιαία προσευχή όταν αυτές οι μέρες έρθουν.
 Ειρήνη από τον Κύριο
(Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. Εν πλω, σελ. 309-310)

Τι είναι η αδιάλειπτος προσευχή;


Τι είναι η αδιάλειπτος προσευχή;
Τι είναι η αδιάλειπτος προσευχή;
Η συνεχής προσευχή χωρίζει το νου απ’ όλα τα νοήματα και έτσι τον εμφανίζει γυμνό από περισπασμούς ενώπιον του Θεού· διότι τα νοήματα προκαλούνται από διάφορα πράγματα. Τα δε πράγματα είναι άλλα αισθητά και άλλα νοητά.

Εφ’ όσον λοιπόν ο νους διακινείται μέσα στην περιοχή των πραγμάτων αυτών, αυτά συλλαμβάνει και αυτά τα νοήματα περιφέρει. Η δε χάρη της προσευχής φέρνει τον νου σε επαφή με το Θεό. Αφού δε τον ενώσει με το Θεό, τον χωρίζει απ’ όλα τα νοήματα· τότε ο νους γυμνός πλέον επικοινωνεί μαζί Του και γίνεται θεοειδής. Αφού δε γίνει θεοειδής, ζητεί από το Θεό τα πρέποντα κι έτσι δεν σφάλλει ποτέ στα αιτήματά του, διότι πάντοτε η παράκλησή του πραγματοποιείται από το Θεό.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος μας διατάσσει: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε…», για να πετύχουμε με την διαρκή συνάφεια του νου μας με το Θεό, σιγά-σιγά την αποκοπή του από κάθε προσκόλληση στα υλικά.
Ερώτηση: Και πώς ο νους μπορεί να προσεύχεται συνεχώς, εφ’ όσον όταν ψάλλουμε ή διαβάζουμε ή συνομιλούμε ή διακονούμε, ο νους διαμοιράζεται σε πολλά νοήματα και θεωρήματα;
Απόκριση: Η Αγία Γραφή τίποτε το αδύνατον δεν προστάζει, αφού κι ο ίδιος ο Απόστολος και έψαλλε και διάβαζε και δίδασκε και διακονούσε και υπέφερε από τους διωγμούς, κι όμως προσευχόταν αδιαλείπτως.
Διότι αδιάλειπτος προσευχή είναι το να έχουμε το νου πάντοτε προσηλωμένο με πολλή ευλάβεια και πόθο στο Θεό· να εξαρτάται πάντοτε ο άνθρωπος από την ελπίδα προς Αυτόν και να στηρίζει το θάρρος του για όλα τα έργα του σ’ Αυτόν· όλα όσα συμβαίνουν να τα αντιμετωπίζει όπως ο Απόστολος, που έλεγε σ’ όλες τις περιστάσεις: «ποιός μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; θλίψη ή στενοχώρια ή πείνα…, ή μαχαίρι;» (Ρωμ. 8, 35).
Και κατόπιν διαβεβαιώνει, συνεχίζοντας: «είμαι βέβαιος ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχές ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μελλοντικά ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κάποιο άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας».
Αυτή λοιπόν την εσωτερική εργασία είχε ο Απόστολος προσευχόμενος συνεχώς και αδιαλείπτως· διότι σε όλα του τα έργα, όπως είπαμε, και σε όλα όσα του συνέβαιναν είχε εξαρτήσει τον εαυτό του από την ελπίδα προς το Θεό.
Γι’ αυτό και όλοι οι Άγιοι έχαιραν πάντοτε στις θλίψεις που τους συνέβαιναν, για να συνηθίσουν να ελπίζουν στο Θεό. Έχω λοιπόν τη γνώμη, ότι αυτή είναι η ασύγκριτη και καθαρή κατάσταση της προσευχής.
Να κατορθώσει δηλαδή ο νους να βρεθεί έξω από τη σάρκα και τον κόσμο και να προσεύχεται τελείως απαλλαγμένος από την ύλη και τις μορφές του κόσμου.
Αυτός λοιπόν που θα κατορθώσει να διατηρήσει ακέραιη αυτή την κατάσταση της ψυχής, αυτός πραγματικά προσεύχεται αδιαλείπτως.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Ο κόσμος της Προσευχής, Εκδόσεις Κάλαμος

Για να γίνεις πιστός, πρώτα πρέπει να γίνεις “άπιστος”….!


Η Ανάσταση προϋποθέτει την πίστη και γι αυτό ο Κύριος εμφανίστηκε μόνο σε αυτούς που τον πίστεψαν και όχι στους αρνητές και σταυρωτές Του.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι  Κύριος, στην επίγεια παρουσία Του, όταν έκανε τα θαύματα, ρωτούσε τους ασθενής ή τους οικείους τους, αν πιστεύουν ή όχι.  Επίσης ο Χριστός γι αυτό επέμενε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους και προετοίμαζε τους μαθητές  για το πάθος και την ανάστασή Του, ώστε όταν θα συνέβαιναν να μην υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι αυτός είναι ο Μεσσίας και όλα αυτά αφού τους τα είχε πει, έπρεπε να συμβούν.  

Η Ανάσταση λοιπόν όπως τονίσαμε είναι η πεμπτουσία της πίστης μας, όμως βλέπουμε ότι εκτός από τον έναν μαθητή που τον πρόδωσε (Ιούδας Ισκαριώτης), εκτός από τον μαθητή που τον αρνήθηκε (Απόστολος Πέτρος), βρέθηκε και ένας μαθητής που απίστησε (ο Απόστολος Θωμάς). Αυτό το γεγονός το γιορτάζει έντονα η Αγία μας Εκκλησία, την επόμενη Κυριακή από το Πάσχα, όπως έχει επικρατήσει Κυριακή του Αντίπασχα, γιατί συμπληρώνει το Πάσχα ως εμπειρία πλέον της εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο απόστολος Θωμάς λοιπόν, ήταν το πρόσωπο εκείνο που έλειπε στη 1η εμφάνιση του Χριστού μας, στους μαθητές Του, μετά την ανάστασή Του.  Οι άλλοι μαθητές με χαρά και ενθουσιασμό του ανήγγειλαν ότι είδαν τον Αναστημένο Κύριο, εκείνος όμως απάντησε :  «…ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» Ιω. 20,25
Μέχρι τις ημέρες, για τον πολύ κόσμο, έχει επικρατήσει για κάποιον άπιστο ή έστω πολύ δύσπιστο η φράση : «Είσαι άπιστος Θωμάς;» Όμως, αδικούμε τον Απόστολο αλλά και μια μεγάλη κατηγορία Χριστιανών, κάθε εποχής και ανάλογης πρακτικής με τον απόστολο μέχρι τις ημέρες μας. Πρέπει να κάνουμε σε αυτό το σημείο αγαπητοί αναγνώστες, μια βασική διάκριση: α) Υπάρχει η κακή απιστία η οποία κάποιος κλείνει  συνειδητά και εγωϊστικά, τα μάτια μπροστά μπροστά στην αλήθεια και το προφανές, όπως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι που δεν πίστεψαν στο Χριστό, αλλά και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές, που αμφισβητούν ή συνειδητά αδιαφορούν, στην ύπαρξη Του Θεού γενικότερα. β) Του Αποστόλου Θωμά η πίστη και η στάση γενικότερα, δεν είναι σε αυτό το επίπεδο και βαθμό. Ο Απόστολος Θωμάς δεν θέλει να αρκεσθεί στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών και ζητάει να Τον δει και μάλιστα να τον αισθανθεί και εκείνος χειροπιαστά. Ο υμνωδός αποκαλεί αυτή την απιστία «καλή» γιατί οδηγεί τις καρδιές των ανθρώπων στην  «επίγνωση». Είναι η πίστη που είναι προϊόν έρευνας και προσωπικής αναζήτησης, καθώς είναι γεγονός πως όταν αρκούμαστε στις διαβεβαιώσεις των άλλων, δεχόμαστε κάτι που δεν καρπός δικιάς μας διαπίστωσης. Έτσι δεχόμαστε την αλήθεια σαν ένα λογικό συμπέρασμα. Αλλά η αλήθεια δεν είναι μια σκέψη, αλλά μια ολοζώντανη πραγματικότητα. Όταν δεχόμαστε μια πραγματικότητα, μόνο επειδή κάποιοι άλλοι μας μίλησαν γι’ αυτήν, χωρίς να την αναζητήσουμε και να τη γνωρίσουμε εμείς οι ίδιοι, δεν τιμάμε αυτή την πραγματικότητα. Το ίδιο και οι υπόλοιποι Απόστολοι, όταν τους διηγήθηκαν οι γυναίκες για την Ανάσταση Του Κυρίου απέκτησαν ελπίδες, αλλά βεβαιώθηκαν όταν οι ίδιοι προσωπικά συνάντησαν τον Κύριο. Το ίδιο αλλά σε εντονότερο βαθμό, ήταν και ο απόστολος Θωμάς, που χωρίς να αγγίξει τον Χριστό, ομολόγησε όταν και ο ίδιος συνάντησε τον Κύριο «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» Ιω. 20, 28.
Ο Χριστός βλέπουμε ότι συγκατατίθεται σε αυτή την αναζήτηση του Αποστόλου και δεν επιπλήττει τον Θωμά για την ¨απιστία¨ του, όπως σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις απιστίας, γιατί ως καρδιογνώστης  γνωρίζει ότι η ύπαρξη του μαθητή του φλέγεται και θέλει να τον συναντήσει ο ίδιος προσωπικά. Όμως ο Κύριος, τον ελέγχει γιατί διαλέγει το πιο χαμηλό δυνατό επίπεδο συναντήσεως, δηλαδή εκείνο των επίγειων αισθήσεων με την αφή και όχι την ανώτερη που είναι η καρδιά και η πίστη ως βεβαιότητα για πράγματα μη βλεπόμενα, γι αυτό είπε το περίφημο :  «…ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Ιω. 20,29  Αυτοί είμαστε όλοι εμείς , που δεν είμασταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του Κυρίου μας, όμως ακούσαμε, διαβάσαμε, μελετήσαμε και πιστέψαμε σ’ Αυτόν και κυρίως τον βιώνουμε «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 33,9).
Επομένως συνοψίζοντας, καταλήγουμε στη φράση που έχουμε βάλει για τίτλο του άρθρου μας. Δεν είναι δικιά μας. Την έχουμε ακούσει από τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής κ. Σωτήριο Δεσπότη. Για να είμαστε πιστοί, πρέπει να ερευνήσουμε την πίστη μας, την δογματική της διδασκαλία, τις πηγές της, τα πρόσωπα που την διακόνησαν και διακονούν. Επειδή είναι η όντως αλήθεια και είναι υπέρλογη, τότε είναι σίγουρο ότι ένας καλοπροαίρετος θα παραμείνει πιστός και μάλιστα θα αυξήσει την πίστη του. Αν όμως είναι κάποιος κακοπροαίρετος, τότε και τον ίδιο τον Χριστό να δει, και θαύματα και σημεία να του γίνουν, θα έχει μια πίστη σε βαθμό θρησκοληψίας ή ευσεβιστική και ηθικιστική, όχι όμως ορθόδοξη. Ας έχουμε λοιπόν αυτή την πίστη, που ακόμη και όρη μετακινεί και έλκη την χάρη Του Θεού στη ζωή μας. Αμήν!

π.Αντώνιος Χρήστου

πηγή: Ευχή

Η μάχη του ανθρώπου με την φθορά.


Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό πνευματικό ον κατά τους Αγίους Πατέρες. Είναι ψυχή και σώμα μαζί, γι’ αυτό και στο πιστεύω λέμε ότι προσδοκώ Ανάσταση νεκρών και όχι ψυχών ή σωμάτων. Τώρα το τι είναι πραγματικά ο άνθρωπος θα χρειαστεί να κάνουμε λιγάκι υπομονή διότι θα το μάθουμε τις ημέρες της Αναστάσεως της κτίσεως.
Εκεί θα δούμε τι πραγματικά είναι ο άνθρωπος μέσα στην αιωνιότητα μακριά από τη φθορά. Μέσα στην οντολογική κατά Θεόν πληρότητα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος ενώ γνωρίζει ότι υπόκεινται στη φθορά κάνει τα πάντα για να την αποφύγει προσωρινά και φυσικά ματαιόδοξα. Ας δούμε μερικούς τρόπους έκφρασης του ανθρώπου με την κοσμική έννοια και ας πάμε πίσω από την αυλαία για να ερμηνεύσουμε την οντολογία του πράγματος.
Για παράδειγμα ας πάμε στο πολυαγαπημένο μας γυναικείο φύλο. Οι γυναίκες βάφονται για να γίνονται όμορφες ώστε να προβάλουν ένα ψευδή εαυτό που έχει μια εξωτερική αλλοίωση. Βάζουν χημικά στο πρόσωπο τους αλλοιώνοντας στην ουσία τη δημιουργική τους υπόσταση. Ας δούμε την οντολογία της εξωτερικής αλλοίωσης: Οι γυναίκες βάφονται και οι άντρες καλλωπίζονται στην ουσία για να σταματήσουν τη φθορά, αυτή τη φοβερή ορμή που έχει σύμμαχο τον χρόνο. Αντί να στολίζουμε τον εαυτό μας εσωτερικά και πνευματικά τον στολίζουμε μάταια εξωτερικά.
Οι περισσότερες λένε ότι το κάνουν για να αρέσουν σε κάποιον που επιθυμούν. Αν κάποιος σε επιθυμήσει επειδή έχεις βαφτεί και αλλοιωθεί εξωτερικά τότε δε θέλει εσένα ως άνθρωπο αλλά ένα ψεύτικο και αλλοιωμένο αντικείμενο το οποίο και θα χρησιμοποιήσει απλά για να ικανοποιήσει τον εαυτό του. Μην ξεχνάμε ότι η πραγματική γυναικεία ομορφιά φαίνεται όταν μια γυναίκα ξυπνήσει το πρωϊ. Εκεί έχουμε τη φυσικότητα της ομορφιάς στην αυθεντικότητά της και όχι στην ψεύτικη και προσωρινή αλλοίωση με χημικούς τρόπους. *
Ο γέροντας Πορφύριος βλέποντας μια πολύ όμορφη γυναίκα στον δρόμο είπε: Μακάρι να θέλουμε και εμείς να αρέσουμε με τέτοιο ζήλο στον Χριστό όπως αυτή επιθυμεί να αρέσει στους ανθρώπους.
Το εξωτερικό, λέει μια ρήση, είναι υπογραφή του εσωτερικού διότι η επιθυμία πάντα βρίσκει έκφραση μέσα από κάποιο αίτημα.
“Όταν είσαι από έξω κούκλα μπορεί από μέσα να είσαι πανούκλα,
ενώ όταν από μέσα είσαι κούκλα από έξω είσαι Αγία. “
Βλέπε την παρακάτω εικόνα: Μια γυναίκα που ήθελε να αρέσει υπερβολικά στον κόσμο και στους ανθρώπους ένιωσε ότι αυτή η επιθυμία απλά επιταχύνει την ψυχοσωματική της φθορά, ενώ  όταν αποφάσισε να γίνει ερωμένη του Χριστού, τότε βάδισε στην αιωνιότητα. Μοντέλο αρετών , εγκράτεια και πρώην πόρνη: Οσία Μαρία η Αιγυπτία.
Πόσο ατελείωτη είναι τελικά αυτή η αγωνία του ανθρώπου να κερδίσει τον θάνατο με κάθε τρόπο με τη διαφορά ότι αυτά που κάνει είναι προσωρινά και δίνουν μια γεύση ουσιαστικά πικρή στην ύπαρξη μέσα στον  χρόνο.
Άντρες που τρέχουν στα γυμναστήρια για να φτιάξουν προσωρινά κάτι με το οποίο θα διεκδικήσουν μια παρουσία μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν κάποια ηδονική απόλαυση κάποιες μέρες του χρόνου. *
Άνθρωποι που τρέχουν στα μπουζούκια για να τραγουδήσουν «Όλα σε σένα τα βρήκα» και άλλα διάφορα τραγούδια αγάπης και αφιέρωσης σε πρόσωπα. Δηλαδή ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν κάτι  να πιαστούν, να αφιερωθούν, κάπου να δοθούν. Μπορεί να τραγουδούν αυτό τον στίχο αλλά ο άνθρωπος που απευθύνονται να μην υπάρχει καν, και να είναι μόνο ένα δημιούργημα της φαντασίας τους.

Ποιο είναι το νόημα της Ακολουθίας του Εσπερινού;




Ο άνθρωπος γευόμενος τις πλούσιες ευλογίες και δωρεές του Θεού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας φθάνει στο τέλος της ολοημέρου απασχολήσεως του στο ναό για να δοξολογήσει τον εν Τριάδι Θεό. Μια δοξολογία πηγαία του ανθρώπου προς το Θεό Δημιουργό και Πατέρα για την παρέλευση της ημέρας. Κι αυτή ή δοξολογία δεν είναι μια στιγμιαία κατάσταση του ανθρώπου. Δεν είναι μια ευχαριστία πού συνεπάγεται και συγκεκριμένο χρόνο, αλλά επεκτείνεται στην όλη δοξολογική διάσταση της ζωής του άνθρωπου. Συνιστά μια ακατάπαυστη προσευχή και δοξολογία.
Ό πιστός γνωρίζει ότι όλα όσα του παρέχονται καθημερινά ως επιτεύγματα του ιδίου, όπως επίσης κι εκείνα τα φυσικά φαινόμενα, το φως, ο ήλιος, το εσπέρας, η νύκτα, ή βροχή, ή εναλλαγή όλων των εποχών, ανήκουν στο Θεό. Ποτέ ό άνθρωπος δεν μπορεί να σταματήσει αυτή την αδιάλειπτη ευχαριστιακή δοξολογία” «Εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας, ευλογούμεν, ευχαριστούμεν, και δεόμεθά σου, Δέσποτα των απάντων, φιλάνθρωπε Κύριε…» (Ευχή της εισόδου τού Εσπερινού). Άλλά καί στην επιλύχνιο ευχαριστία, τον γνωστό ωραίο ύμνο, «Φως ιλαρόν…», ο άνθρωπος παρακαλεί να τον αξιώνει ό Θεός ώστε να Τον υμνεί με φωνές χαρούμενες, διότι ό Θεός είναι ή πηγή της ζωής· «Άξιον σε έν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς…».
Σε τελική διάσταση ή προσευχή του ανθρώπου λειτουργεί σα μια πράξη που αρχίζει από το Θεό και καταλήγει σ’ Εκείνον. Η προσευχή βρίσκει την πληρέστερη έκφραση της στη φράση «Τα Σα Εκ των Σων».
Ό άνθρωπος, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού πλασμένος, δεν παραλείπει την καθημερινή έκφραση της δοξολογίας του προς το Δημιουργό Πατέρα του. Και ως δημιούργημα του Θεού περιμένει από το Θεό την άνωθεν βοήθεια, την ενίσχυση του στους καθημερινούς κόπους και μόχθους. Ό άνθρωπος είναι το παιδί του Θεού. Κι όταν αισθάνεται αυτή την υιική σχέση προς το Θεό Πατέρα, τότε περιμένει την θεία προστασία και σκέπη. Σε όλη του τη ζωή θέλει να αισθάνεται στο είναι του τον Θεό, ως το πρώτο και ως το τελευταίο καταφύγιο. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ό Θεός είναι πατέρας καλός και φροντίζει και για τα δίκαια παιδιά του και για τα άδικα. Και για εκείνα πού αγωνίζονται και για εκείνα πού αμαρτάνουν.
Ό Θεός είναι ο εξουσιαστής της ημέρας και της νύκτας. Ο άνθρωπος στέκεται εκστατικός σ’ αυτή την ατελείωτη αρμονία της εναλλαγής, της ημέρας και της νύκτας. Στέκεται σεβαστικά μπροστά σε Εκείνον πού διαχωρίζει με τάξη το φως και το σκότος. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο Θεός είναι «ο μέγας και ύψιστος… ο διαχωρίσας ανά μέσον τον φωτός και ανά μέσον του σκότους». Είναι ο Θεός που με τη σοφία Του έθεσε τον ήλιο να εξουσιάζει την ημέρα, η δε νύκτα να κατεξουσιάζεται από τη σελήνη και τούς αστέρες· «και τον μεν Ήλιον θέμενος εις εξουσίαν της ημέρας, σελήνην δε και αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός». Είναι ό Θεός πού κατεξουσιάζει την ημέρα και τη νύκτα κατά τον “ψαλμωδό πού λέει: «Ση εστίν η ημέρα και ση εστιν η νύξ» (Ψαλμ. 73, 16).
Και αποτελεί το εσπέρας καιρό κατανύξεως, όταν ο άνθρωπος προσφέρει την προσευχή του «ως θυμίαμα» ενώπιον του Θεού και τη δέχεται ο Θεός Πατέρας για να την αντικαταπέμψει «εις οσμήν ευωδιάς» πνευματικής. Δεν προλαβαίνει ο άνθρωπος να προσφέρει στον Θεό έστω κι αυτή την ταπεινή του προσευχή κι αμέσως την ανταποδίδει ό Θεός με περισσή ευλογία. Ανταποστέλλει την προσευχή κάνοντας την να μοιάζει με ευωδιαστό άρωμα.
Η έλευση της νύκτας αποτελεί κάτι το φοβερό για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, με τις νοητικές του ακόμη και τις φυσικές του δυνάμεις με τις όποιες τον προίκισε ο Θεός Δημιουργός, μπορεί να κατορθώνει την ημέρα του, να την περνά ειρηνικά και τέλεια. Όμως ή νύκτα παύει να κυριαρχείται από τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος αποκαμωμένος από τον μόχθο της ημέρας παραδίδεται στον ύπνο αδύναμος και ανίσχυρος να την κατεξουσιάσει. Τη νύκτα ενεργούν ελεύθερα και οι δυνάμεις του σκότους, οι πονηρές, οι πολέμιες, οι ενάντιες στο θέλημα του Θεού. Κι ο άνθρωπος γνωρίζοντας αύτη του την αδυναμία προσπίπτει κατά την ώρα της εσπερινής δοξολογίας του και προσευχής, για να παρακαλέσει το Θεό να δώσει και κατά «την παρούσαν εσπέραν και την επιούσαν νύκτα» ειρήνευση και γαλήνη.
Παρακαλεί ωστόσο να τον ενισχύσει ο Θεός ώστε να λάβει πανοπλία ισχυρά για να καταστεί δυνατός να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του σκότους. «Ένδυσον ημάς όπλα φωτός».
Ό άνθρωπος αισθάνεται ανήμπορος να εξουδετερώσει μόνος του όλες τις δυνάμεις του πονηρού. Ό πειρασμός δουλεύει ακατάπαυστα με τη φαντασία. Ό,τι δεν μπορεί να πετύχει την ημέρα ό διάβολος προσπαθεί να το πετύχει τη νύκτα. Γι’ αυτό παρακαλεί ο άνθρωπος: «Και δός ημίν τον ύπνον, ον εις ανάπαυσιν τη ασθένεια ημών εδωρήσω, πάσης διαβολικής φαντασίας απηλλαγμένον». Επίσης για το ίδιο αίτημα παρακαλεί αλλού- «Δός ημίν διαφυγείν και τό λοιπόν της παρούσης ημέρας εκ των του πονηρού ποικίλων μηχανημάτων και ανεπιβούλευτον την ζωήν… διαφύλαξον»’ Ακόμη σε άλλο σημείο εύχεται: «Διαφύλαξαν εν παντί καιρώ, και κατά την παρούσαν εσπέραν και την προσιούσαν νύκτα, από παντός εχθρού, από πάσης αντικείμενης ενεργείας διαβολικής και διαλογισμών ματαίων και ενθυμήσεων πονηρών… Καταξίωσον, Κύριε, εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς».
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικός ο χρόνος τελέσεως της Ακολουθίας του Εσπερινού. Είναι ο χρόνος πού ή ημέρα διαδέχεται τη νύκτα. Και αυτή ή αλλαγή βρίσκει τον άνθρωπο προσευχόμενο. Με την Ακολουθία του Εσπερινού τερματίζει ο άνθρωπος τον βιοποριστικό του αγώνα, και ειδικότερα ο πιστός άνθρωπος μπαίνει στη διαδικασία της
περισυλλογής. Μέχρι την Ακολουθία του Αποδείπνου απομένει λίγος καιρός ακόμη πριν την κατάκλιση και σ’ αυτό το υπόλοιπο διάστημα ο άνθρωπος ζητά από το Θεό: «δώρησαι ημίν το λοιπόν της παρούσης ημέρας ειρηνικόν και αναμάρτητον». Και κάποια άλλη ευχή αναφέρει- «δώρησαι ημίν και το υπόλοιπον αμέμπτως εκτελέσαι».
Ό άνθρωπος εξαγοράζει το χρόνο προς σωτηρία του. ‘Αλλοίμονο στο χρόνο πού σπαταλάται άχρηστα. Αλλά αίτημα του πιστού είναι ο ειρηνικός χρόνος, όχι μόνον για μια στιγμή, αλλά για «πάντα τον χρόνον της ζωής». Και φυσικά στο δύσκολο αυτό αγώνα ό άνθρωπος έχει ανάγκη όλων των πρεσβευτών αγίων και ιδιαιτέρως της Παναγίας και Μητέρας Θεοτόκου.
Ό άνθρωπος ζητά να ενισχυθεί με δύναμη από το Θεό, έτσι ώστε να κατανύσσεται, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας ή όταν βρίσκεται στο ναό, αλλά ακόμη και ευρισκόμενος στο κρεββάτι του- «”Ίνα και επί ταις κοίταις ημών κατανυγόμενοι». Ή συνεχής μνήμη του ονόματος του Θεού είναι άσκηση και απαιτεί πολλές θυσίες-και κόπους.
Ή κατά την διάρκεια της νύκτας μνήμη Θεού μας θυμίζει την ευαγγελική προσταγή” «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, ίνα μη πέσητε εις πειρασμόν». Και φυσικά ή επαγρύπνηση του πιστού διά της προσευχής προσφέρει ένα ξεκούραστο ύπνο και μια έγερση ευχάριστη, γεγονός πού διαφοροποιεί τον πιστό από τον μη προσευχόμενο άνθρωπο.
Στην ευχή του θυμιάματος ό ιερεύς τονίζει αυτή τη βεβαία ελπίδα της θείας δωρεάς, δηλαδή της του Παναγίου Πνεύματος αποστολής εκ μέρους του Θεού στους προσφέροντες το θυμίαμα ως δείγμα ευωδιάς πνευματικής. Ή εναλλαγή του φωτός από το σκότος είναι ένα σημαντικό γεγονός. Κατ’ ουσίαν φως υπάρχει πάντοτε, γιατί το φως είναι ό Θεός. Το φως το ηλιακό αντικαθίσταται το εσπέρας με το εσπερινό φως.
Την παλαιά εποχή συνδυαζόταν ή -ψαλμωδία του -ψαλμού «Κύριε εκέκραξα» και των τροπαρίων και των δοξαστικών και γινόταν η είσοδος του ιερατείου στο ιερό βήμα για την προσφορά του θυμιάματος και το άναμμα των λυχνιών καθώς και την ευλογία των φώτων.
«Το άναμμα των εσπερινών φώτων είχε πάρει στη χριστιανική Εκκλησία ένα νέο χριστιανικό νόημα. Ό Χριστός είναι το φώς πού έλαμψε στους έσχατους καιρούς μέσα στα σκότη της ειδωλολατρίας και χάρισε το φωτισμό στην εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενη ανθρωπότητα (Ήσ. 9, 2 και Λουκ. 1, 79). Αυτός είναι το φώς της ζωής (Ίω. 8,12). Ακριβώς δε από αυτούς τούς λόγους του Κυρίου ενεπνεύσθη και ο ποιητής του αρχαίου ύμνου πού ψάλλεται κατά την ώρα αυτή, του γνωστού «Φώς ιλαρόν» (Ίω. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, σ.160). Το «Φώς ιλαρόν» το γνώριζε και ό Μέγας Βασίλειος και το ονόμαζε «αρχαία φωνή».
Ό ήλιος είναι το σύμβολο του Θεού για την ήμερα. Το εσπέρας μπαίνει το φώς στις αγρυπνούσες καρδιές και φωτίζει την νύκτα για μια πορεία χωρίς εμπόδια, χωρίς πειρασμούς.
Ό άνθρωπος δεν περιμένει από πουθενά έκτος της αγαπητικής βοηθείας του Θεού. «Ού την εξ ανθρώπων αναμένοντες βοήθειαν, αλλά το σον περιμένοντες έλεος, και την σήν απεκδεχόμενοι σωτηρίαν».

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι


Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Η προσευχή αποτελεί εντολή του Θεού στον άνθρωπο. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέει ο ίδιος ο Κύριος, όπως γράφει στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (7, 7- 8). Όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό Πατέρα με πίστη, Εκείνος εισακούει τις προσευχές μας και εκπληρώνει τα αιτήματά μας που οδηγούν στη σωτηρία μας.

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Πώς πρέπει να προσευχόμαστε

Η προσευχή αποτελεί ιερή στιγμή. Είναι το ισχυρό μέσο που έχουμε για να επικοινωνούμε με τον Δημιουργό μας. Τα λόγια προσευχής πρέπει να λέγονται χωρίς βιασύνη, με πίστη και αγάπη προς τον Θεό.
Για να καρποφορήσει η προσευχή, χρειάζεται ταπείνωση καρδιάς, μυστηριακή ζωή και συγχώρηση των αδελφών μας. Την ώρα της προσευχής, ο νους μας πρέπει να είναι αφοσιωμένος στη δοξολογία του Θεού. Χρειάζεται να έχουμε αφήσει στην άκρη όλες τις βιοτικές μέριμνες, τις σκέψεις και τα άγχη της καθημερινότητας για να νιώθουμε τα λόγια προσευχής που απευθύνουμε στον Θεό.

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Σε αυτό μας βοηθά πολύ το κομποσκοίνι. Οι σκέψεις και οι πειρασμοί δεν μας αφήνουν να συγκεντρωθούμε στην προσευχή. Ο διάβολος δεν θέλει να επικοινωνούμε με τον Δημιουργό μας και συνεχώς προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας αποσπάσει από την προσευχή. Το κομποσκοίνι είναι το απαραίτητο βοήθημα για να παραμένουμε συγκεντρωμένοι τόσο όταν προσευχόμαστε στον ναό κατά τις ακολουθίες όσο και όταν προσευχόμαστε μόνοι μας.

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Προσευχή με κομποσκοίνι

Σε κάθε κόμπο του κομποσκοινιού επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου λέγοντας τη σύντομη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» ή απλώς «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Κρατούμε το κομποσκοίνι στο χέρι μας και, μετρώντας έναν έναν τους κόμπους του, επαναλαμβάνουμε την παραπάνω σύντομη ευχή.

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Αν θέλουμε, εκτός, από την ευχή προς τον Κύριο, σε κάθε κόμπο του κομποσκοινιού μπορούμε να λέμε τη σύντομη προσευχή προς την Παναγία «Υπεραγία Θεοτόκο σώσον με». Επίσης, μπορούμε να απευθύνουμε προσευχή στον άγιο του οποίου ή την αγία της οποίας φέρουμε το όνομα ή προς τον άγιο ή την αγία που εορτάζει κάθε ημέρα. Σε αυτή την περίπτωση λέμε «Άγιε / αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών».

Πώς κάνουμε προσευχή με κομποσκοίνι

Το κομποσκοίνι λειτουργεί τόσο ως βοήθημα προσευχής όσο και ως φυλακτό. Μπορούμε να φοράμε ένα στο χέρι μας συνέχεια ή ένα μεγαλύτερο στον λαιμό. Έχοντας ένα κομποσκοίνι συνέχεια μαζί μας, μας υπενθυμίζει την προτροπή του Αποστόλου Παύλου για συνεχή προσευχή, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Όπου κι αν είμαστε, στο σπίτι, στη δουλειά, το γραφείο, στα μέσα μεταφοράς, μπορούμε να απευθύνουμε λόγια προσευχής στον Θεό και να βιώνουμε τη γαλήνη που χαρίζει η προσευχή.

  • Κομποσκοίνι Τάματος με Χάνδρες – 150 Κόμποι (300) | Μοναστηριακό

Ο Τριαδικός Θεός: Η πίστη ως μέσο γνώσεως της θεϊκής αποκαλύψεως Βασίλειος Γκρίλλας, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας


Η υπερφυσική αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο μπορεί να κατανοηθεί από την ανθρώπινη φύση με μέσο την Πίστη. Σε αυτή την υπερφυσική αποκάλυψη ο Αδάμ γίνεται μέτοχος, ζώντας σε κοινωνία με το Θεό, πιστεύοντας και αναγνωρίζοντας διαρκώς και αυξητικά την θεία παρουσία. Η ίδια η υπερφυσική αποκάλυψη συνεχίζεται μεταπτωτικά στα πρόσωπα των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών για να πληρωθεί στην Καινή Διαθήκη, στο πρόσωπο του ενανθωπίσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, με την φανέρωση του Χριστού στην ανθρωπότητα.
Στο σχέδιο της Οικονομίας του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου η υπερφυσική αποκάλυψη λειτουργεί προοδευτικά ως «τύπος και σκιά» στην Παλαιά Διαθήκη για να οδηγηθεί η ανθρώπινη φύση στην αλήθεια της Καινής Διαθήκης όπου ο Θεός αποκαλύπτεται «ευκρινώς και πραγματικά» [1].
Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ολοκληρώνεται η υπερφυσική αποκάλυψη δια του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος [2] στους Αποστόλους και Μαθητές Του, και ακολούθως στους Διαδόχους αυτών. Κατ΄ αυτό τον τρόπο κηρύχθηκε και κηρύσσεται διαρκώς και αδιαλείπτως η αποκάλυψη της Αλήθειας στην Εκκλησία που ιδρύεται και υπάρχει έχουσα κεφαλή το δεύτερο Πρόσωπο της τριαδικής θεότητας, δηλ. το Χριστό [3]. Μέσα από την Εκκλησία η υπερφυσική αποκάλυψη διατυπώνεται συστηματικά και προβάλλεται μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους και την διδασκαλία των Πατέρων [4].

Η υπερφυσική αποκάλυψη μέσω του Χριστού [5] λαμβάνει σάρκα και οστά, αποκτά ανθρώπινη διάσταση, καθίσταται δεδομένο φυσικής παρουσίας [6]. Ο υπερφυσικός λόγο του Θεού έρχεται στην ανθρωπότητα ως Λόγος και γίνεται αντιληπτός και ορατός στον άνθρωπο και ως Λόγος Θεού που ενεργά αποκαλύπτει την θεία πραγματικότητα [7]. Έτσι, η γνώση του Θεού αποκτά σωτηριολογικό χαρακτήρα και αποδεσμεύεται από μια «επιστημονική ισοδυναμία» που ζητά την γνώση ενός αντικειμένου [8]. Η γνώση του Θεού γίνεται βίωμα [9] και απολύει κάθε στοιχείο στείρας και αντιπαραγωγικής απόδειξης [10].
Αυτή η αλήθεια προτυπώνεται και καταγγέλλεται στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτή η αλήθεια καταγράφεται από τους Αποστόλους με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος, δηλ. του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και παραδίδεται στην Καινή Διαθήκη ως γνώμονας γνώσης του Θεού. Παράλληλα, με δεδομένο ότι πάντα η αποκάλυψη στου Θεού λειτουργεί αυξητικά, διασφαλίζεται στην Παράδοση της Εκκλησίας και λειτουργεί προοδευτικά σήμερα και μέχρι της συντέλειας του αιώνος [11].
Η Πίστη είναι ο μόνος τρόπος αποδοχής αυτής της πραγματικότητας διότι αποτελεί το κύριο μέσο γνώσεως του Θεού. Ουσιαστικά η πίστη είναι η έκφραση της ελεύθερης αποδοχής της αποκεκαλυμμένης Αλήθειας και παράλληλα είναι ο κύριος τρόπος αυτοπροσφοράς του ανθρώπου σε αυτόν καθ’ αυτόν τον αποκαλυπτόμενο Θεό. Αυτή η δυναμική είναι πράξη και βίωμα της μετοχής του ανθρώπου στο Θεό. Έτσι το κτιστό μετέχοντας στο άκτιστο, γνωρίζει όλο και περισσότερο το αποκεκαλυμμένο μυστήριο του Θεού και μάλιστα με τον διαρκή φωτισμό της επενέργειας της θείας Χάριτος [12].
Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, του τρίτου Προσώπου της Τριάδος που εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται από τον Υιό, αποτελεί την κλήση του ανθρώπου για να αποδεχθεί την αποκεκαλυμμένη αλήθεια και παράλληλα είναι ο φορέας προαγωγής και αύξησης του ανθρώπου στην θεογνωσία [13].
Ο άνθρωπος λαμβάνει Πνεύμα Άγιο για να κατανοήσει όσα ο Θεός χαρίζει στην ανθρώπινη ύπαρξη [14] και παράλληλα ο πιστός έχοντας εμπειρία της γνώσεως του Θεού επιζητά ακόμα περισσότερο την γνώση της Αλήθειας ζητώντας σε αυτή την θεία μετοχή την αύξηση της πίστης [15].
Ο άνθρωπος δια της πίστεως οδηγείται στην αληθή θεογνωσία η οποία εκφράζεται ως πραγματική κοινωνία στην χάρη και στην δόξα του Τριαδικού Θεού. Με αυτό τον τρόπο ο Θεός δίνει στον πιστό ακόμα περισσότερες δυνατότητες κατανόησης του μυστηρίου της θεότητας και ουσιαστικά ο αποκαλυπτόμενος Θεός δεν αφήνει το πλάσμα Του σε μια στείρα προσπάθεια αναγωγής στο θείο αλλά το έλκει στην θεότητα [16] αναγνωρίζοντας την πίστη του ως πρόθεση και απόδειξη ελεύθερης επιλογής στην θεία μέθεξη [17].

Παραπομπές:

1. Ν.Ε.Μηστοπούλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Διδασκαλίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι 1983, σελ. 21.
2. Ιω. Καρμίρη, Το Ορθόδοξο Δόγμα της εν Χριστώ Σωτηρίας, Ανάτυπον εκ του «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήνα 1983, σελ. 7-9.
3. Νικολάου Χ. Ιωαννίδη, (πρωτοπρ.), Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου και η σωτηρία του ανθρώπου, Αθήνα 1984, σελ. 9 και εξ.
4. Χρ. Κρικώνη, Το Μυστήριον της Εκκλησίας, Πατερικές απόψεις, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσ/νίκη 31992, σελ. 23 και εξ.
5. Μάρκου Α.Σιώτου, Ο μυστηριακός χαρακτήρ της Εκκλησίας του Χριστού, Αθήνα 1987, σελ. 4-7.
6. Νίκου Ματσούκα, Ο Λόγος του Θεού κατά την παράδοσιν, Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1964, σελ. 3-5.
7. Νίκου Ματσούκα, «Εκκλησιολογία εξ επόψεως Τριαδολογικού Δόγματος», Ανάτυπον εκ της Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., τόμος ΙΖ’, σελ. 115- 214, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 120-128.
8. Σπ. Κυριαζοπούλου, Προλεγόμενα εις την ερώτησιν περί Θεού, δ.δ., Γρηγόρης, Αθήνα, 2000, σελ. 222-225.
9. Ν. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική, Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν , τ. Α’, Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 32-35.
10. Κ. Παπαπέτρου, Πίστη και Γνώση, Ανάτυπο από τον 27ο Τόμο «Επίσημοι Λόγοι» Περιόδου από 1.9.1982 έως 18.5.1983 (Πρυτανεία Σπ Μουλοπούλου) Αθήνα 1987,σελ. 9.
11. Ιω.14, 7-15: «την αλήθειαν λέγω υμίν· συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς […] όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν· ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι· διά τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. ».
12. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, Εισαγωγή στην θεολογική γνωσιολογία, Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 2000, σελ. 23-30.
13. Ν. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική, Η περί Δημιουργίας διδασκαλία, τ. Γ’, Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 163 και εξ.
14. Α΄Κορ. 2,12: «ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν.».
15. Λουκ.17,5: «Και είπον οι απόστολοι τω Κυρίω· Πρόσθες ημίν πίστιν.».
16. Ιωακείμ ΑΠοστολοπούλου (Αρχιμ.), Αδάμ ο Πρωτόπλαστος, Ιωλκός, χ.χ., σελ. 182-184.
17. Α. Θεοδώρου, Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας έως του Ιωάννου του Δαμασκηνού, Αθήνα 1956, σελ. 7-10.

Πως να κάνετε νοερά προσευχή αδιαλείπτως




Αποτέλεσμα εικόνας για αδιάλειπτη προσευχή
Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.

Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού.

Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις. Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.

Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά…

Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.

Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» …

Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία.

Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.

Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».

Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει…

Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.

Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.

Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.

Κατόπιν θα την έχεις σ” όλα τα χρόνια της ζωής σου.

Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις.

http://www.askitikon.eu/

Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι: Ο σατανάς μας πολεμάει συνέχεια και η διαρκής προσευχή είναι η απάντηση

Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι: Ο σατανάς μας πολεμάει συνέχεια και η διαρκής προσευχή είναι η απάντηση
Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι: Ο σατανάς με τα όργανά του και τους υπηρέτες του μας πολεμάει συνέχεια. Μ’ αυτούς τους ισχυρούς εχθρούς δεν μπορούμε να τα βάλουμε μόνοι μας. Γι’ αυτό πρέπει να οπλιστούμε με την προσευχή.
«Δεν ξέρετε πως είστε ναός του Θεού και πως το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;» μας ρωτάει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 3:16). Αφού, λοιπόν, όλοι οι χριστιανοί είμαστε ζωντανοί ναοί του Θεού, δεν πρέπει να γίνουμε οίκοι αδιάλειπτης προσευχής και δοξολογίας Εκείνου;
Υπάρχει, όμως, κι άλλος ένας λόγος, για τον οποίο οφείλουμε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα: Ο σατανάς με τα όργανά του και τους υπηρέτες του μας πολεμάει συνέχεια. Όμοια μας πολεμάει και η σάρκα, που εναντιώνεται στο πνεύμα. Μ’ αυτούς τους ισχυρούς εχθρούς δεν μπορούμε να τα βάλουμε μόνοι μας. Γι’ αυτό πρέπει να οπλιστούμε με την προσευχή.
Παντού και πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου και το πνεύμα. Και στο δρόμο και στη δουλειά και στο τραπέζι και στο κρεβάτι και στην πολυκοσμία και στη μόνωση μπορεί να θυμάται κανείς τον Θεό, να Τον ευχαριστεί, να Τον δοξάζει και να ζητάει τη βοήθεια Του. Κι Εκείνος, ως φιλάνθρωπος και πολυέλεος, είναι πάντα έτοιμος να μας ακούσει και να μας συντρέξει.
Μπορούμε να προσευχόμαστε την ώρα της δουλειάς
Και μπορούμε και πρέπει να προσευχόμαστε. Τι κάνουμε συνήθως την ώρα της δουλειάς; Λέμε μάταια λόγια, κουτσομπολεύουμε και κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας, τραγουδάμε, καμιά φορά και τσακωνόμαστε με τους συνεργάτες ή συναδέλφους μας. Στους εργασιακούς χώρους γίνεται συχνά τόση φασαρία, που θαρρείς ότι μιλάει ολόκληρη η οικουμένη.
Όλη αυτή η φασαρία, κι αν ακόμα δεν εμποδίζει την εργασία, αναμφίβολα δεν ωφελεί την ψυχή. Ποιος δεν θα παραδεχθεί πως, αντί να λέμε κούφια ή και εφάμαρτα λόγια, είναι καλύτερα να προσευχόμαστε;
Αρχίζοντας, για παράδειγμα, τη δουλειά σου, πες μυστικά ή και δυνατά: «Κύριε, ευλόγησε τον κόπο μου. Δώσε μου δύναμη και βοήθησέ με να τελειώσω αίσια».
Όσο εργάζεσαι, επαναλάμβανε μια σύντομη προσευχή, όπως το «Κύριε, ελέησον». Βλέποντας τη δουλειά σου να πηγαίνει καλά, λέγε: «Δόξα σοι, Κύριε». Βλέποντάς την να μην πηγαίνει καλά, ικέτευε: «Υπεραγία Θεοτόκε, άγιοι του Θεού, δεηθείτε στον Κύριο για μένα».
Αν σε πολεμήσουν κακοί λογισμοί, κάνε το σταυρό σου και πες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν». «Φύλακα άγγελέ μου, φύλαξέ με». Αν αμάρτησες με το λογισμό ή τα λόγια, αναστέναξε με μετάνοια και πες με καρδιά συντριμμένη: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό».
Αν από λάθος σου χάλασε κάποιο μηχάνημα ή έσπασε κάποιο εργαλείο, μην αγανακτήσεις. Ήρεμα και μακρόθυμα πες: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που παραχώρησες να γίνει αυτή η ζημιά, για να διαπιστώσω την αδυναμία μου και να ταπεινωθώ».
Αν σε πλησιάσει κάποιος, πες του: «Ο Θεός βοηθός σου, αδερφέ». Κι όταν φεύγει, ευχήσου του: «Ο Θεός μαζί σου».
Έτσι, λοιπόν, και όταν δουλεύουμε, μπορούμε να προσευχόμαστε και να μιλάμε θεάρεστα.
Γιατί, αν και συχνά επαναλαμβάνω την προσευχή του τελώνη «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό», δεν βλέπω καμιάν αλλαγή στη ζωή μου;
Απάντηση: Γιατί, απλούστατα, προσεύχεσαι με τα τελωνικά λόγια, όχι όμως και με το τελωνικό φρόνημα. Ο τελώνης προσευχόταν, με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του (Λουκ. 18:13), με «πνεύμα συντριμμένο, καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη» (Ψαλμ. 50:19). Ο Θεός βλέπει την καρδιά του ανθρώπου. Αν αυτή πονάει για τις αμαρτίες της και μετανοεί ειλικρινά, Εκείνος δέχεται την προσευχή της· διαφορετικά, την απορρίπτει.
Η δική μας μετάνοια δεν έχει συνήθως καρπούς, γιατί κατά βάθος ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ευσεβείς, ενάρετοι και, οπωσδήποτε, ανώτεροι από τους αδερφούς μας. Τέτοιους ανθρώπους θέλοντας να συνετίσει ο Κύριος, είπε τη διδακτική παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου: «Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε τούτη την παραβολή… Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί, και όποιος τον ταπεινώνει, θα υψωθεί» (Λουκ. 18:9,14).
[Από το βιβλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), “Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 49, 154, 21] Πηγή : koinoniaorthodoxias.org

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Λατρεία και προσευχή

Τα σύμβολα του πάθους του Χριστού στην θεία ιερουργία
Γιατί ο ιερεύς χαράζει επάνω στον άρτο τα σύμβολα του πάθους του Χριστού
Ο άρτος που αποκόπηκε (από τον ιερέα), εφόσον μένει στην πρόθεση, είναι απλός άρτος. Μόνο αυτή την ιδιότητα έχει, ότι αφιερώθηκε στον Θεό και έγινε δώρο, οπότε συμβολίζει τον Χριστό σ’ εκείνη την ηλικία που είχε γίνει δώρο στον Θεό. Έγινε δε δώρο από την ίδια τη γέννησή Του, όπως προείπαμε, διότι και κατά τη γέννησή Του ήταν δώρο, αφού ήταν πρωτότοκος.
Επειδή όμως τα πάθη που υπέμεινε ύστερα ο Χριστός για τη σωτηρία μας στο σώμα Του εκείνο, η σταύρωση και ο θάνατος, είχαν περιγραφεί πρωτύτερα προφητικώς από τους παλιούς, γι’ αυτό ο ιερεύς εδώ, πριν φέρει στο θυσιαστήριο τον άρτο για να τον θυσιάσει, φροντίζει να δείξει πρωτύτερα επάνω σ’ αυτόν τα διάφορα εκείνα σύμβολα.
Και με ποιον τρόπο; Τη στιγμή που ξεχωρίζει τον άρτο από τους άλλους άρτους και τον κάνει δώρο, γράφει επάνω σ’ αυτόν σαν επάνω σε ζωγραφικό πίνακα το πάθος και τον θάνατο του Χριστού. Και όλα όσα τελεί, άλλα από αναγκαιότητα πρακτική και άλλα επίτηδες, τα υποτάσσει σ’ αυτό το συμβολισμό.
Έτσι, όσα γίνονται τότε, είναι μια διήγηση, στην πράξη, των σωτηρίων παθών και του θανάτου του Κυρίου.
Αυτό ήταν παλιά συνήθεια, με την πράξη να διηγούνται καμιά φορά και να παρακινούν και να προφητεύουν. Έτσι έκανε και ο Προφήτης, που θέλοντας να υποδηλώσει την αιχμαλωσία των Εβραίων, έδεσε τον εαυτό του (Ιεζ. 3:25). Και ο Άγαβος ύστερα έκανε το ίδιο για να υποδηλώσει τα δεσμά του Παύλου (Πραξ. 21:11). Και κάποιος, λένε, από τους θεοφόρους Πατέρες που ερωτήθηκε τι είναι μοναχός, δεν αποκρίθηκε τίποτε, αλλά έβγαλε το ένδυμά του και το καταπάτησε.
Έτσι και τον ίδιο το θάνατο και την όλη Οικονομία του Κυρίου οι παλιοί, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα προανήγγελλαν και μάθαιναν από τον Θεό, όπως ήταν η ράβδος του Μωυσή που έσχιζε στα δύο τη θάλασσα (Εξ. 14:16,21), και η βάτος που έθαλλε μέσα στις φλόγες (Εξ. 3:2), και ο Ισαάκ που οδηγήθηκε από τον πατέρα του για σφαγή (Γεν. 22:1-13), και όλα τα άλλα, με τα οποία συμβολιζόταν από την αρχή το μυστήριο.
Αυτά φαίνεται να τελεί ο ιερεύς. Εκφράζει με λόγια ή αναπαριστά με πράξεις εκείνα που γνωρίζει για τη θυσία εκείνη, όσο είναι δυνατό να τα δείξει αυτά σε τέτοιο υλικό, σχεδόν σαν να λέγει: «Έτσι ήρθε προς το πάθος ο Κύριος, έτσι πέθανε, έτσι κεντήθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, έτσι από την πληγωμένη πλευρά χύθηκε τότε το νερό και το αίμα εκείνο».
Ο σκοπός που κάνει αυτά ο ιερεύς είναι για να δείξει, όπως είπα, ότι πριν από αυτές τις αλήθειες και πραγματικότητες υπήρξαν προηγουμένως προτυπώσεις και περιγραφές, που τις φανέρωναν εκ των προτέρων στους ανθρώπους.
Έτσι και ο ίδιος, πριν φέρει τον άρτο στο θυσιαστήριο και τον θυσιάσει, χαράζει επάνω σ’ αυτόν τα σύμβολα της θυσίας, φανερώνοντας ότι ο άρτος αυτός βιάζεται να μεταβληθεί σ’ εκείνον τον αληθινό Άρτο, τον εσταυρωμένο, τον θυσιασμένο.
Κοντά δε σε όλα αυτά – επειδή πρέπει να διακηρύττουμε τον θάνατο του Κυρίου (Α’ Κορ. 11:26) –, για να μην παραλείψει κανένα τρόπο αγγελίας και διηγήσεως αυτού για το οποίο θα χρειαζόμασταν μυριάδες στόματα, ο ιερεύς τον διηγείται και με λόγια και με πράξεις.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Μετάφραση Αντ. Γαλίτη. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ.

Ερανίσματα από τη διδασκαλία του μεγάλου οσίου Γέροντα της Όπτινα, Στάρετς Βαρσανούφιου (1845 - 1913) Επιμέλεια: Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου





Πηγή: Από το βιβλίο τού Οσίου Στάρετς Νίκωνος Μπελιάεφ, "Ρήματα Ζωής" (Το ημερολόγιό του), Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006.



Πολύ μεγάλη μορφή αγιότητας στην Όπτινα, ο στάρετς (πνευματικός πατέρας) Βαρσανούφιος, γεννήθηκε το 1845 στο Όρενμπουργκ της Ρωσίας (στα σύνορα με το Καζακστάν). Κοσμικά ονομαζόταν Παύλος Ιβάνοβιτς Πλεχάνωφ.

Υπήρξε αξιωματικός του Ρωσικού στρατού, κατείχε ευρεία μόρφωση και έφτασε μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη. Αναζητητής της γνώσης και του νοήματος της ζωής, ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Συναντήθηκε και με τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, που τον ασπάστηκε κατά τη διάρκεια μάλιστα της Θείας Λειτουργίας, προμηνύοντας το μέλλον του. Κάποτε ασθένησε βαριά από πνευμονία, αλλά η Χάρη του Θεού, ως γλυκύτατη ευφροσύνη, τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο, και άκουσε φωνή εξ ύψους να του λέει: ‘Πήγαινε στο μοναστήρι της Όπτινα’.

Πράγματι, ο Παύλος ακολούθησε την θεία εντολή και, μετά από μια σειρά μεγάλων δυσκολιών (του προτείνανε θέση στρατηγού, του βρήκανε σύζυγο για να μείνει κοσμικός κ.α.), κατέληξε στην Όπτινα, εκάρη εκεί μοναχός, χειροτονήθηκε στη συνέχεια ιερέας με το όνομα Βαρσανούφιος, και ανάπαυσε και καθοδήγησε πολλούς πιστούς και προσκυνητές κάτω από το πετραχήλι του, καθοδηγούμενος και ο ίδιος στα στάδια της μοναχικής υπακοής και της πνευματικής ζωής από τον στάρετς Νεκτάριο. Μετά το τέλος του ρωσοϊαπωνικού πολέμου, ανέλαβε ηγούμενος της φημισμένης σκήτης διαδεχόμενος τον στάρετς Ιωσήφ.

Μεγάλος ασκητής ο ίδιος, με στερεή πίστη και υψηλή ταπείνωση, διέθετε άνωθεν το χάρισμα της προορατικότητας, με το οποίο βοήθησε πάρα πολλούς χριστιανούς. Προς το τέλος της ζωής του κατηγορήθηκε άδικα από κάποιους μοναχούς, εξορίστηκε από την Όπτινα και διορίστηκε ηγούμενος το 1912 σε μακρινό μοναστήρι στο Γκολούτβιν. Υπάκουσε, και αφέθηκε στην πρόνοια του Υψίστου. Ένα ακριβώς χρόνο μετά, την 1η Απριλίου του 1913, τον κάλεσε ο Θεός στην επουράνια ζωή των δικαίων, αφού εν τω μεταξύ υπέφερε από επώδυνη ασθένεια. Σεβόμενοι την επιθυμία του, οι αδελφοί μοναχοί τον ενταφίασαν στην Όπτινα, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον κατέταξε και αναγνώρισε επίσημα ως άγιο.       

 

ΕΙΠΕ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ:

Βιβλιοκριτική για το πόνημα: «Η Θέση του Ιερού Αυγουστίνου στην Ορθόδοξη θεολογία», ένα βιβλίο του μακαριστού π. Σεραφείμ Ρόουζ

 
Επιμέλεια Βιβλιοκριτικής: Θωμάς Φ. Δρίτσας    


Όταν έμαθε ο πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ ότι ο πρώιμος Δυτικός Πατέρας, ο Ιερός Αυγουστίνος Ιππώνος, υφίστατο επιθέσεις μέσα σε σύγχρονους Ανατολικούς Ορθόδοξους κύκλους, τότε εκείνος – που ο ίδιος ήταν Δυτικός μεταστραφείς στην Ορθοδοξία – εγέρθηκε προς υπεράσπισή του.

Αποτέλεσμα ήταν το παρόν βιβλίο. Ο πατήρ Σεραφείμ είπε πως το έγραψε, με την ελπίδα πως θα συνέβαλε στο να απαλλαγεί ο Αγ.Αυγουστίνος από το να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος των σημερινών «θεολόγων», και έτσι να «βοηθήσει, ώστε να μας ελευθερώσει όλους, προκειμένου να δούμε τις δικές του αλλά και τις δικές μας αδυναμίες κάτω από ένα πιο κοντινό φως, καθ’ ότι, οι δικές του αδυναμίες – σε βαθμό εκπληκτικό – πλησιάζουν πράγματι τις δικές μας.»

          Έχοντας αναπτύξει του Ιερού Αυγουστίνου τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες του, ο πατήρ Σεραφείμ εξετάζει και τις γνώμες άλλων Αγίων Πατέρων σχετικά με το πρόσωπό του. «Το κύριο όφελος που έχουμε εμείς σήμερα από αυτόν», γράφει, «είναι μάλλον επειδή ακριβώς υπήρξε ένας Πατήρ της Ορθοδόξου ευσέβειας, από την οποία ο ίδιος ξεχείλιζε. Εδώ τον βλέπουμε να είναι ένα με τον απλό Ορθόδοξο πιστό, αλλά και με όλους τους Αγίους Πατέρες της Ανατολής και της Δύσης, οι οποίοι, αν και είχαν ποικίλες ελλείψεις και διαφορές σε θεωρητικά σημεία της διδασκαλίας, είχαν μία, βαθύτατα Χριστιανική καρδιά και ψυχή. Αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει αδιαμφισβήτητα Ορθόδοξο Πατέρα.»



Αυτό το μικρό βιβλίο τοποθετεί τον Αυγουστίνο στην πρέπουσα θέση τιμής, δηλαδή, σαν Πατέρας της Ορθοδόξου ευσέβειας.



Ο πατήρ Σεραφείμ σχολιάζει επίσης τις πρόσφατες διενέξεις μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γύρω από το πρόσωπο του Αγ. Αυγουστίνου.   Ο Αυγουστίνος έχει κριτικαριστεί σε ορισμένους κύκλους, σαν το πρόσωπο που χάραξε την πορεία που ακολούθησε ο Δυτικός Χριστιανισμός μετά το Μεγάλο Σχίσμα στις αρχές του 11ου αιώνα, προς τον υπέρμετρα λογικό ορθολογισμό, την Καλβινιστική άρνηση της ελεύθερης βούλησης, και την διάβρωση της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί της Χάριτος του Θεού προς τους αμαρτωλούς.



Χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός πως κάποιες από τις προσωπικές θεολογικές απόψεις του Αγ. Αυγουστίνου σχετικά με την κληρονομική ενοχή, την Χάρη και ελεύθερη βούληση έχουν απορριφθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο πατήρ Σεραφείμ αναδεικνύει την μεγαλοφυΐα του σε πολλούς άλλους τομείς.  Παραθέτει μια σημαντικότατη διάκριση ανάμεσα στον ίδιο τον Αυγουστίνο και τους μετέπειτα «Αυγουστινιανούς», οι οποίοι απέσπασαν τα ελαττωματικά σημεία της θεολογίας του αγίου και τα μεταμόρφωσαν σε ένα απέραντο θεολογικό σύστημα.



Στη συνέχεια, το βιβλίο εμβαθύνει πιο λεπτομερώς και στο ζήτημα της ελεύθερης βούλησης. Η παραδοσιακή Ορθόδοξη διδασκαλία –εξηγεί ο πατήρ Σεραφείμ- αποτελεί μια συνέργεια, μια Χάρη του Θεού που συνεργάζεται με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου προκειμένου να αποκτήσει την σωτηρία του.  Η διδασκαλία του Αυγουστίνου υπήρξε μια υπερβάλλουσα αντίδραση στον Πελάγιο, ό οποίος ήταν αιρετικός που είχε υπερτονίσει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και είχε σμικρύνει τον ρόλο του Θεού στην σωτηρία.  Ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός στην Δύση, μαζί με τους Ανατολικούς Πατέρες, ήσαν πιο μετρημένοι στο ζήτημα της αναλογίας ανάμεσα στην Χάρη του Θεού και την ελεύθερη βούληση, και διατύπωσαν ξεκάθαρα την αντίρρησή τους για τα λάθη του Αυγουστίνου.  Αυτό δεν σήμαινε πως ο Άγιος Αυγουστίνος έγινε αιρετικός.

Η Τάξη, το Κακό και το Σφάλμα Αναζήτηση τής σχέσης τού κακού με την τάξη τού κόσμου Αγίου Αυγουστίνου



Η Τάξη 21-23



Πηγή: Αυγουστίνου, Le confessioni, Ιταλ. μτφρ. Ρ. Ντε Μοντιτσέλι, Garzanti, Milano -1991. Από το βιβλίο "Η ιστορία τής Φιλοσοφίας" τού Ουμπέρτο Έκο, τόμος 10 σελ. 79-81. Ένθετο τής εφημερίδας Βήμα τής Κυριακής 1-4-2018.



Στον διάλογο μεταξύ Του Τρυγέτιου καί του Λικέντιου ανακύπτει το πρόβλημα του πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η τάξη του κόσμου, που θεμελίωσε ο Θεός, με το κακό και το σφάλμα.

Από τα λόγια του Λικέντιου προκύπτει μια σύνθετη τοποθέτηση: αν τίποτε δεν αντιτίθεται στον Θεό και στην τάξη που προέρχεται από Εκείνον, ούτε καν το σφάλμα μπορεί να ειπωθεί πως είναι ξένο προς την ίδια την τάξη.

Ο Τρυγέτιος, από την πλευρά του, κρίνει αυτή την τοποθέτηση αστήρικτη λόγω των ασεβών συνεπειών που αυτή συνεπάγεται: πώς μπορεί πράγματι κανείς να δεχθεί ότι το σφάλμα και το κακό δεν αντιτίθενται στην τάξη; Αυτό θα σήμαινε ότι το κακό, καθώς δεν θα ήταν ενάντιο στον Θεό, θα ενυπήρχε μέσα στον Θεό τον ίδιο και στην τάξη του κόσμου που Αυτός όρισε. Το κακό θα ήταν επομένως αντικείμενο της θείας αγάπης και βούλησης.

Η απάντηση του Λικέντιου ξεκαθαρίζει πώς νοείται η σχέση μεταξύ του κακού των πλασμάτων, το οποίο μας μαρτυρεί η εμπειρία και η θεία τάξη. Ο Θεός δεν αγαπά το κακό, γιατί σύμφωνα με την τάξη των πραγμάτων ο Θεός αγαπά το καλό και όχι το κακό: ακριβώς αυτή η διακριτή διάθεση είναι που καθιστά δυνατή την ομορφιά και την αρμονία της πλάσης. Η ίδια η φύση του κακού δεν είναι να αγαπιέται αυτό από τον Θεό, και με αυτή την έννοια εντάσσεται και αυτό στη θεία τάξη του κόσμου.

"Κι εγώ ρώτησα: «Λοιπόν, τι θεωρείς πως είναι αντίθετο προς την τάξη;»

«-Τίποτα», απάντησε. «Πώς θα μπορούσε να είναι κάτι αντίθετο σε αυτό που περιέχει τα πάντα, που οργανώνει τα πάντα; Αυτό που θα ήταν αντίθετο προς την τάξη, θα ήταν αναγκαστικά εκτός της τάξης. Και εγώ δεν βλέπω να υπάρχει κάτι εκτός της τάξης. Επομένως πρέπει να σκεφτούμε μήπως δεν υπάρχει τίποτε αντίθετο προς την τάξη».

«-Επομένως», παρενέβη ο Τρυγέτιος, «το σφάλμα δεν είναι αντίθετο προς την τάξη;»

«-Επ’ ουδενί», απάντησε. «Για την ακρίβεια, δεν βλέπω ποτέ κανέναν να σφάλλει χωρίς μία αιτία, και στην τάξη εμπερικλείεται ένα σύνολο αιτιών. Επιπλέον, το σφάλμα το ίδιο όχι μόνο δημιουργείται από μια αιτία, αλλά δημιουργεί και κάτι το οποίο γίνεται η αιτία. Επομένως λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι εκτός της τάξης, δεν μπορεί να είναι αντίθετο στην τάξη». [...]

Ο Τρυγέτιος, όμως, όταν αντιλήφθηκε ότι ο νεαρός, σαν να είχε βυθιστεί στη μέθη, είχε γίνει φιλικός και ανοιχτός στον διάλογο, είπε: «-Αυτό που λες, Λικέντιε, μου φαίνεται παράλογο και πολύ απομακρυσμένο από την αλήθεια. Σε παρακαλώ, όμως, άσε με να συνεχίσω ακόμη λίγο και μη με διακόπτεις».

«-Αυτό που θέλεις», απάντησε ο Λικέντιος, «δεν το φοβάμαι, αρκεί να μη με απομακρύνεις από αυτό που βλέπω και σχεδόν κατέχω».