Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ποιος άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος και ευτυχισμένος; Τι σημαίνει πραγματική ελευθερία και πώς αποκτάται;

\

Ποιός ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος καί εὐτυχισμένος; Τί σημαίνει πραγματική ἐλευθερία καί πῶς ἀποκτᾶται;
Δημήτριος Τσελεγγίδης,
Καθηγητής Δογματικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Πραγματικά ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ πονηροῦ καί ἀπό τά πάθη του. Τότε μόνο μπορεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές τῆς δημιουργίας του καί μόνο τότε μπορεῖ νά πραγματοποιεῖ τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο τόν δημιούργησε ὁ Θεός, ἐπειδή μόνο τότε μπορεῖ νά ἀξιοποιεῖ ὅλες τίς δυνατότητες, πού ἔλαβε μέ τή δημιουργία του «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί μόνο τότε μπορεῖ νά εἶναι πραγματικά καί ἐξολοκλήρου εὐτυχισμένος.
Ἡ πραγματική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως, παρέχεται μυστηριακά, ὡς δωρεά, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου βιώνεται ἐμπειρικά καί ὐπαρξιακά «ἐν πάσῃ αἰσθήσει». Καί τοῦτο, ἐπειδή μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος, ὡς χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό, καί καταλύεται ὀ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει ἀποφασιστικά ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, στόν ὁποῖο κυριαρχεῖ. Ὁ Χριστός, μέ τόν σταυρικό θάνατό του, κατήργησε τήν κυριαρχική ἐξουσία τοῦ διαβόλου στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται στό μυστηριακό του σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐνῷ μέ τήν ἀνάστασή του νίκησε τόν θάνατο, παρέχοντας τήν ἀναστημένη ζωή στά μυστηριακά του μέλη, τούς πιστούς, τόσο στήν παροῦσα ὅσο καί στήν μέλλουσα αἰώνια ζωή.
Ὅταν ὁ πιστός παραβιάζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, περνᾶ στήν ὑπαρξιακή περιοχή τοῦ θανάτου καί στόν χῶρο ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ. Τότε ἐμφανίζονται κάι ριζώνουν τά πάθη. Ὅλα αὐτά, ὅμως, καταλύονται τελείως μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τοῦ πιστοῦ, ἐνῷ μέ τή Θεία Κοινωνία τρέφεται πνευματικά κάι ἑνώνεται χαρισματικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Τότε, ἄλλωστε, ὑποτασσόμενο τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτᾶ καί τή χαρισματική ἐλευθερία του. Χαρισματική ἐλευθερία εἶναι ἠ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία τοῦ συγκεκριμένου πιστοῦ, ἡ ὁποία ἐμπλουτίζεται μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε καί ἀποκτᾶ, χαρισματικῶς, προοπτικές ἄκτιστης ἐλευθερίας.

Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης: Aπό εμάς εξαρτάται το αν θα υποδουλωθούμε στον Κύριο μας ή θα υποδουλωθούμε στον δαίμονα

Ο Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης, Ιεροκήρυκας της Ι.Μ Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης σχολιάζει το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Ε’ Ματθαίο

Κήρυγμα Κυριακής Ε Ματθαίου 1η Ιουλίου 2018 “οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.” (Mατθ. η, 31)

Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή συναντούμε τους δαιμονισμένους της περιοχής των Γεργεσηνών, αγαπητοί μου χριστιανοί, να βγαίνουν από τα μνήματα που εξώκοσμα και απόκοσμα κατοικούν και να πορεύονται προς τον κόσμο και εκεί να συναντούν τον Ιησού μας και η συνάντηση τους να είναι συνάντηση που καθορίζει την πορεία και τον τρόπο με τον οποίον θα υπάρχουν εις το μέλλον τους οι δύο άνθρωποι που τόσο πολύ είχαν υποφέρει στη ζωή τους.
Τα δαιμόνια και υποταγή τους σε αυτό ή σε αυτά τα πολλά δαιμόνια ήταν γεγονός που τους έκανε πολύ αδύναμους ενώπιον του δαίμονος από την στιγμή που του παραχώρησαν εξουσία επάνω τους.
Eμείς μόνoι μας δίνουμε εξουσία στον δαίμονα ή στους δαίμονες να μας κάνουν υποχείρια τους. Aπό εμάς εξαρτάται το αν θα υποδουλωθούμε στον Κύριο μας και άρα θα είμαστε ελεύθεροι από κάθε κακό και δαιμονικό στη ζωή μας ή θα υποδουλωθούμε στον δαίμονα που φαντάζει απελευθέρωση και απόλυτη εξουσία επί του εαυτού μας και τελικά θα είμαστε δεμένοι σιδηροδέσμιοι στην εξουσία του δαίμονος και εκείνος θα μας έχει δούλους των παθών και αδυναμιών μας και στην τελική υποχείρια του ίδιου του κακού και δαιμονικού εαυτού.
Δεν είναι ορθό να έχουμε εμείς την απαίτηση να είμαστε ελεύθεροι όταν είμαστε υποδουλωμένοι στα πάθη και τις επερχόμενες από αυτά πνευματικές αδυναμίες. Οι δαιμονισμένοι ήσαν σκλάβοι του σατανά και είχαν πολύ πονέσει αφού καμμία κοινωνική διάσταση και κανένα κοινωνικό μέτρο δεν μπορούσε να τους βρει «εν τάξει» για να τους εντάξει στον τότε κοινωνικό ίστο και περίγυρο.
Τώρα τα πράγμα άλλαξαν προς το χειρότεροι πλέον είμεθα πολλοί εξ ημών αυτών δέσμιοι των δαιμόνων χωρίς να είμεθα απευθείας δαιμονισμένοι αλλά εμμέσως αφού αφήνουμε περιθώρια στους δαίμονες να στιγματίσουν την ζωή μας και να καθορίσουν την εν γένει πορεία μας. Μην ζητούμε την ευθύνη από τον Κύριο αν συνάψουμε εμείς δεσμούς με «επίγεια, ψυχικά και δαιμονιώδη» (Επιστολή Ιακώβου δ, 15) τα σοφίσματα των ανθρώπων και των δαιμόνων έναντι της σοφίας του Θεού όπως λέγει και ο Απόστολος Ιάκωβος. Διότι το κακό μπορεί να σε κάνει σοφιστή αλλά όχι σοφό, να σε κάνει υποκριτή αλλά όχι ευθύ και ντόμπρο άνθρωπο, να σε κάνει αρνητικά διακείμενο προς πάντες ενώ μπορεί να τους δείχνεις ότι είσαι κοντά τους. Καθότι δεν μας καθορίζει αυτό που δείχνουμε προς τα έξω και φαίνεται αλλά αυτό που στην πραγματικότητα υπάρχει μέσα μας και καθορίζει το εσώτατο είναι μας.
Οι δαιμονισμένοι ήσαν τελικά δούλοι των δαιμόνων αλλά οι δαίμονες δεν είχαν εξουσία καμμία πάνω τους αν οι άνθρωποι με την βδελυρότητα του βίου τους δεν καλούσαν τους δαίμονες να συνεορτάσουν την απώλεια της ψυχής τους ενώπιον του Θεού. Δυστυχώς ο Θεός είναι παρατηρητής σε αυτό το γλέντι της αμαρτίας διότι δεν θέλει να εκβιάζει την ελεύθερη βούληση και διάθεση μας αλλά τελικά είναι ο πλέον θλιμμένος θα λέγαμε απλά για την κατάντια μας και τον εκτροχιασμό μας από τις ράγες του τραίνου που επιβαίνει επ’ αυτού το αγαθό και η έμπρακτη αγαθοσύνη στη ζωή μας.
Εδώ δε εκτός της παρεκτροπής των δαιμονισμένων από τα ειωθότα και προβλεπόμενα που διατάρασσαν την κοινή ησυχία και καθημερινή ζωή υπήρχε και μία παράβαση του μωσαϊκού νόμου που περνούσε στα ψιλά γράμματα λόγω της εμπορικής συναλλαγής των υγειών και μη δαιμονισμένων απευθείας κατοίκων της πόλεως αλλά εμμέσως δαιμονισμένων αφού είχαν δια της παραβάσεως της διατάξεως περί ακαθάρτων ζώων παραβεί το θέλημα του Θεού που τους είχε εκφράσει στην Παλαιά Διαθήκη.
Απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας και κατ’ επέκταση να ασχολούνται με το εμπόριο των χοιρινών κρεάτων. Για αυτό και τα δαιμόνια ζητούν την άδεια να μπουν στα χοιρινά ζώα και να οδηγηθούν τελικά κατά τον κρημνόν στην απώλεια. Αλλά και αυτό δεν μπορούν να το αποφασίσουν μόνοι τους οι δαίμονες αλλά ζητούν την άδεια του Ιησού. Αυτό μας δείχνει την εξουσία επι των πάντων που έχει ο Θεός και Δημιουργός του παντός και επίσης το ότι τίποτα δεν είναι από μόνο του κακό και απόβλητο αλλά το πώς το χρησιμοποιούμε και το πώς πορευόμαστε με αυτό το πράγμα μπορεί να μας οδηγήσει στην καταστροφή ή στη σωτηρία μας. Έτσι και οι άνθρωποι σώθηκαν εκ των δαιμόνων και της επιρείας τους και οι βόσκοντες τα παράνομα ζώα έλαβαν ένα γερό μάθημα να μην βάζουν το κέρδος πάνω από τον νόμου του Θεού.
Αν και τελικά για τους ανθρώπους του τότε της πόλεως των Γεργεσηνών πήγε το μάθημα χαμένο αλλά έμεινε το μάθημα ζωής ηχηρό και ισχυρό για όλους εμάς που ακούμε και μελετούμε την εν λόγω διήγηση του ευαγγελικού λόγου. Μας μαθαίνει, αγαπητοί αδελφοί μου, ότι λόγος του Θςού και η ερμηνεία του Νόμου του Θεού υπάρχει για να χρωματίζει τις σχέσεις μας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο και να μας κάνει ανθρώπους ανεκτότερους ενώπιον Κυρίου.
Να μάθουμε να κοιτούμε τον δρόμο της σωτηρίας μας που περνά δια της οδού του Ιησού Χριστού και μας αναμορφώνει εν Πνεύματι Αγίω για να μας κάνει ισχυρούς και πνευματικά άρτιους για να είμαστε ενώπιον των ανθρώπων παράδειγμα όχι προς αποφυγή αλλά προς μίμηση. Αμήν.
Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος Λουμουσιώτης, Ιεροκήρυκας της Ι.Μ Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης 
orthodoxia.online

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ο Θεός δίνει μαθήματα στους ανθρώπους ακόμα κι από τους δαίμονες.


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Οι άνθρωποι είναι άδικοι με το Θεό

Οι άνθρωποι είναι άδικοι με το Θεό, γι’ αυτό και εξοργίζονται μαζί Του. Ποιός έχει το δικαίωμα όμως να εξοργιστεί εναντίον οποιουδήποτε και μάλιστα εναντίον του Θεού
Οι άθεοι κλείνουν το στόμα τους και σκέφτονται: «Ας μην αναφέρουμε το όνομα του Θεού, ώστε να εξαφανιστεί απ’ αυτόν τον κόσμο». Ανόητοι άνθρω­ποι!

Τα στόματά σας είναι μια μικρή μειονότητα στο εύρος του κόσμου. Έχετε δει η ακούσει πώς δίνει φωνή στο ποτάμι ένα φράγμα; Αν δεν ήταν το φράγμα, το ποτάμι δε θ’ ακουγόταν, θα ήταν μουγγό. Το φράγμα όμως άνοιξε το λαρύγγι του και κάθε μικρή σταγόνα απέκτησε γλώσσα.

Το δικό σας φράγμα θα κάνει το ίδιο: θ’ ανοίξει το λαρύγγι των άλαλων και θα διδάξει τους βωβούς να μιλήσουν. Αν τα χείλη σας πάψουν να ομολογούν το όνομα του Θεού, η καρδιά σας θα γεμίσει με φόβο όταν ακούσετε να τον ομολογούν οι άσοφοι και οι βουβοί. Αλήθεια σας λέω: Αν εσείς σιωπήσετε, οι λίθοι κεκράξονται. Ακόμα κι αν δε μιλήσει κανένας άνθρω­πος στη γη, θ’ αποκτήσει φωνή το χορτάρι. Ακόμα κι αν αποκηρύξουν το όνομα του Θεού όλοι οι άνθρωποι, αυτό θα γραφτεί στο ουράνιο τόξο, στον ουρανό, θα χαραχτεί με φωτιά σε κάθε χόρτο, σε κάθε κόκκο άμμου. Τότε η άμμος θα μετατραπεί σε άνθρωπο κι ο άνθρωπος σε άμμο.

«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα, ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν» (Ψαλμ. ιη’ 2, 3). Αυτά μας απαγγέλει ο ιερός Ψαλμωδός και προφήτης. Κι εσείς τί λέτε; Κρατάτε μια περιφρονητική σιγή για το Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν θα δώσουν φωνή οι πέτρες. Κι όταν μιλήσουν οι πέτρες θα θελήσεις να μιλήσεις κι εσύ, μα δε θα μπορέσεις. Θα σου αφαιρεθεί ο λόγος και θα δοθεί στις πέτρες. Και τότε οι πέτρες θα μετατραπούν σε ανθρώπους κι οι άνθρωποι σε πέτρες.

Στους παλιότερους καιρούς άνθρωποι με σκληρό στόμα έτυχε να δουν τον Υιό του Θεού και να μη τον αναγνωρίσουν, οι γλώσσες τους δεν ήταν λυμένες για να τον δοξολογήσουν. Τότε ο Θεός ελευθέρωσε τα στόματα των δαιμόνων για να ντροπιάσουν τους ανθρώπους, αφού οι δαίμονες αναγνώρισαν τον Υιό του Θεού. Οι δαίμονες που ήταν σκληρότεροι από την πέτρα και κατώτεροι σε αξία από την άμμο, έκραξαν όταν είδαν τον Υιό του Θεού. Οι άνθρωποι γύρω Του όμως έμειναν άφωνοι. Κι όταν εκείνος που είχε εντελώς αποχωριστεί από το Θεό αναγκάστηκε να ομολογήσει το όνομά Του, πώς δε θα μπορούσε να κάνει το ίδιο η αθώα πέτρα, που υποτάσσεται τυφλά στο θέλημα του Θεού;

Ο Θεός δίνει μαθήματα στους ανθρώπους όχι μόνο από τον ουρανό, που είναι γεμάτος αγγέλους και στο­λίζεται από άστρα, όχι μόνο από τη γη, που είναι γε­μάτη απ’ όλα τα δημιουργημένα πλάσματα του Θεού, αλλ’ ακόμα κι από τους δαίμονες. Κι αυτό για να δώσει μια ευκαιρία στους ειδωλολάτρες, που βρίσκουν πολύ εύκολα το δρόμο που οδηγεί στην κόλαση, ώστε να ντροπιαστούν από κάτι, οτιδήποτε, να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό και να σώσουν την ψυχή τους από την άβυσσο, από τη φωτιά και τη δυσωδία.

Οι εκλεκτοί που συνόδευαν τον Κύριο Ιησού στις πορείες Του είχαν αποδείξει πως η πίστη τους ήταν ρηχή. Έτσι ο Κύριος τους οδήγησε σε μια περιοχή όπου επικρατούσε η πιο φανατική ειδωλολατρία, ώστε μ’ αυτά που θα γίνονταν, να τους συνετίσει και να καταγγείλει τη λειψή τους πίστη. Αυτά που έγιναν, περιγράφονται στο σημερινό ευαγγέλιο.

***

«Και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών, υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης» (Ματθ. κη’ 28). Τα Γέργεσα και τα Γάδαρα ήταν δυο πόλεις ειδωλολατρικές, στην απώτερη ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν δυο από τις δέκα πόλεις που βρί­σκονταν στα παράλια αυτά. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, τα Γάδαρα αναφέρονται αντί για τα Γέργεσα. Αυτό σημαίνει πως οι δυο πόλεις πρέπει να βρίσκονταν πολύ κοντά η μια στην άλλη και πως το περιστατικό που αναφέρουν πρέπει να έγινε κάπου ανάμεσα στις δυο.

Οι ευαγγελιστές αναφέρουν έναν τρελό άνθρωπο, ενώ ο Ματθαίος μιλάει για δύο. Οι πρώτοι ευαγγελι­στές αναφέρουν τον ένα από τους δύο, που φαίνεται πως ήταν χειρότερος από τον άλλο και τον έτρεμε όλη η περιοχή. Ο Ματθαίος τους αναφέρει και τους δύο, επειδή και τους δύο θεράπευσε ο Κύριος. Το ότι ο ένας από τους δύο ήταν πιο γνωστός από τον άλλον, φαίνεται από την περιγραφή του Λουκά, που λέει πως ο τρελός αυτός καταγόταν από την πόλη («υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως», Λουκ. η’ 9). Σαν ντόπιο λοιπόν πρέπει να τον γνώριζαν καλύτερα από τον άλλον, που μάλλον καταγόταν από κάποιο χωριό. Από τα λόγια του Λουκά επίσης συμπεραίνουμε πως είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών. Αυτό σημαίνει πως ήταν άρρωστος από χρόνια και γι’ αυτό το λόγο τον ήξερε όλη η περιοχή. Το ότι ήταν πολύ πιο άρρωστος και φρενιασμένος από τον άλλον, προκύπτει από αυτά που μας λέει ο Λουκάς, πως «εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους» (Λουκ. η’ 29). Αυτός είναι ο λόγος που οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τον ένα δαιμονιζόμενο, αν και ήταν δύο. Πολύ συχνά κάνουμε το ίδιο και μεις σήμερα όταν αναφέρουμε κάποιο περιστατικό και αναφέρουμε για παράδειγμα μόνο τον αρχηγό μιας συμμορίας ληστών που συλλήφθηκαν. Όταν συλλήφθηκε ολόκληρη η συμ­μορία με τον αρχηγό της λέμε πως ένας ληστής έτσι κι έτσι, αρχηγός των υπόλοιπων ληστών, πιάστηκε. Το ίδιο κάνουν κι οι ευαγγελιστές. Όπως ο Μάρκος κι ο Λουκάς συμπληρώνουν την αφήγηση του Ματθαίου σε μια λεπτομέρεια, έτσι κάνει κι ο Ματθαίος στο Μάρκο και το Λουκά σε άλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα το περιστατικό με τους δύο δαιμονιζόμενους.

Οι δαιμονιζόμενοι αυτοί ζούσαν στους τάφους, πε­ριπλανιούνταν στην έρημο και τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους στους αγρούς και στους δρόμους. Ιδιαί­τερα φόβιζαν αυτούς που περνούσαν κοντά από το δρόμο όπου έμεναν εκείνοι. Οι ειδωλολάτρες συχνά έφτιαχναν τους τάφους δίπλα στο δρόμο, ενώ και οι Ιουδαίοι συνήθιζαν πολλές φορές να κάνουν το ίδιο. Ο τάφος της Ραχήλ είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ. Ο τάφος του Μανασσή είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στη Νεκρά Θάλασσα. Ο διάβολος είχε καταλάβει τους δυο αυτούς δαιμονιζόμενους και τους χρησιμοποιούσε ως όπλα για να βλάψει τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν καταληφθεί από δαιμόνια, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους να κάνουν το κακό και να κατα­στρέφουν. Ήταν γυμνοί από κάθε καλό πράγμα. Για τον ένα απ’ αυτούς λέγεται πως δε φορούσε ρούχα (ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο). Μαζί με τη σωματική του γύμνωση, ήταν γυμνή και άδεια η ψυχή του, δεν είχε κανένα καλό μέσα του, κανένα δώρο του Πνεύματος του Θεού. Ήταν κυριολεκτικά γυμνός από κάθε καλό, που είναι χάρισμα του Θεού. Κι οι δυο τους ήταν τόσο κακοί και πονηροί, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν δια της οδού εκείνης.

«Και ιδού έκραξαν λέγοντες· τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29). Το πιο αξιοσημείωτο στην κραυγή αυτή των δαιμόνων, είναι ότι αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού και το βροντοφώνησαν με τρόμο. Ας καταισχυνθούν λοιπόν εκείνοι που κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον Κύριο και δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αναγνωρίζουν μεν αλλά δεν τον ομολογούν δη­μόσια. (Γράφει ο Ζηγαβηνός: «Καθώς οι μαθητές κι ο λαός τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, οι δαίμονες ήρθαν τώρα να κηρύξουν τη θεότητά Του»).

Είναι αλήθεια πως οι δαίμονες δεν ομολόγησαν το Χριστό με χαρά και ευχαρίστηση, δε χάρηκαν και γι’ αυτό έκραξαν δυνατά. Δε φώναξαν όπως κάνει ο άνθρωπος που βρήκε μεγάλο θησαυρό ή όπως φώναξε γεμάτος χαρά ο απόστολος Πέτρος, «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ’ 16). Οι δαίμονες έκραξαν από φόβο και τρόμο, γιατί μπροστά τους έβλεπαν Εκείνον που θα τους κρίνει. Έκραξαν και ομολόγησαν Εκείνον που στο όνομά Του μόνο έτρεμαν από φόβο, που το όνομα αυτό προσπαθούσαν να κρύψουν από τους ανθρώπους, να το σβήσουν από τις καρδιές τους. Ομολόγησαν το όνομά Του μέσα στον τρόμο και την απελπισία τους, με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια απέχθεια κι απόγνωση που προφέρουν το όνομα του Θεού πολλοί άνθρωποι.

Τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ρώτησαν οι δαίμονες. Τί κοινό έχουμε μεταξύ μας Εσύ κι εμείς; Ποιό είναι το μήνυμα που φέρνει αυτή η αναπάντεχη κι ανεπιθύμητη επίσκεψή Σου; «Τίς δε κοινωνία Χριστού και Βελίαλ;» (Β’ Κορ. στ’ 15). Απολύτως καμία. Οι υπηρέτες του Βελίαλ επομένως, οι βασανιστές των ανθρώπων, ρωτούν το Χριστό γιατί ήρθε πρόωρα, πριν από τον καιρό Του, να τους βασανίσει. Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; Την ώρα της κρίσης και της αιώνιας καταδίκης τους την περιμένουν. Η εμφάνιση του Χριστού μπροστά τους από μόνη της ήταν ένα βάσανο, ένα βασανιστήριο χειρότερο απ’ ό,τι είναι η λάμψη της φωτιάς σε μια αράχνη. Όταν λείπει ο Χριστός, οι δαίμονες είναι τόσο βάναυσοι και αλαζόνες, ώστε υποτιμούν και υποβιβάζουν τους ανθρώπους στην κατηγορία των ζώων, τρομοκρατούν όλη την περιοχή ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης.

Η παρουσία του Χριστού τους έφερε σε αξιοθρήνητη απόγνωση. Ο τρόμος τους ταπείνωσε, όπως και κάθε τύραννο ο κριτής. Γι’ αυτό κι άρχισαν να ζητούν ταπεινωμένοι από τον Κύριο ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν, να μη τους στείλει στα βάθη της θάλασσας (Λουκ. η’ 31). Η ικεσία τους ίνα μη επιτάξη αυτοίς να πάνε στην άβυσσο, σημαίνει πως αν τους διέταζε, θα ήταν αναγκασμένοι να πάνε. Αυτή ήταν η εξουσία του Χριστού, αυτή ήταν η δύνα­μή Του! Η άβυσσος ήταν ο πραγματικός τους τόπος, η αληθινή τους κατοικία. Είπε ο προφήτης για τον αρχηγό των δαιμόνων: «Πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων … νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης» (Ησ. ιδ’ 12, 15). Θα καταδικαστεί στην άβυσσο, όπου είναι ο βρυγμός και ο τριγμός των οδόντων.

Ο Θεός άφησε τους δαίμονες να περιφέρονται ελεύ­θεροι ανάμεσα στους ανθρώπους, λόγω των αμαρτιών τους. Είναι καλύτερα γι’ αυτούς να κυκλοφορούν ανά­μεσα στους ανθρώπους, παρά να κατοικήσουν στην άβυσσο; Όταν κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώ­πους, βασανίζουν εκείνους· όταν βρίσκονται στα βάθη της αβύσσου, μόνο τον εαυτό τους έχουν να βασανί­ζουν. Όταν βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους βασανίζονται πάλι, μα τότε η κόλασή τους μειώνεται από την κόλαση των άλλων.

Ο διάβολος είναι καταστροφέας για το σώμα, σκώλωψ τη σαρκί, όπως τον ονόμασε ο απόστολος Παύλος που είχε νιώσει την παρουσία του (βλ. Β’ Κορ. ιβ’ 7). Χρησιμοποιεί το σώμα σαν σκάλα, σκαρφαλώνει στην ψυχή και πιάνεται από την καρδιά και το νου, ωσότου κατασπαράξει ολόκληρο τον άνθρωπο, ώσπου να τον παραμορφώσει και να τον γυμνώσει από κάθε κάλλος και αγνότητα, από κάθε αίσθημα δικαιοσύνης, αγάπης και πίστης, ελπίδας κι επιθυμίας για το αγαθό. Μετά εγκαθίσταται στον άνθρωπο όπως κάθεται ο βασιλιάς στο θρόνο του, και παίρνει τα ηνία της ψυχής και του σώματος στα χέρια του. Τότε ο άνθρωπος μεταβάλλε­ται σε κτήνος που το ιππεύει ο σατανάς, γίνεται ένα άθυρμα που τον διασκεδάζει, ένα άγριο θηρίο που κατασπαράζει.

Κάπως έτσι ήταν οι δαιμονιζόμενοι που περιγράφονται στο ευαγγέλιο. Δεν αναφέρεται αν οι άνθρω­ποι αυτοί είδαν το Χριστό, αν τον αναγνώρισαν, τον ονόμασαν ή αν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αυτά τα έκαναν οι δαίμονες που ήταν μέσα τους. Οι δαιμο­νιζόμενοι ήταν σα να μην υπήρχαν, σαν δυο σώματα που τα οδηγούσαν οι δαίμονες και τα κατεύθυναν με τα καμτσίκια τους. Το να θεραπεύσει κανείς τέτοιους ανθρώπους, ήταν σα ν’ ανασταίνει νεκρούς. Αλλά ήταν και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, γιατί νεκρός άνθρωπος σημαίνει πως η ψυχή έχει αποχωριστεί από το σώμα. Τότε όμως η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, κι ο Θεός μπορεί να την ξαναγυρίσει στο σώμα, να επαναφέρει τη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί όμως ήταν αιχμάλωτοι στους δαίμονες, που τους κρατούσαν δέ­σμιους. Έπρεπε ν’ αποσπάσει πρώτα τις ψυχές τους από τους δαίμονες, να εκβάλλει τους δαίμονες από το σώμα τους κι έπειτα να τους θεραπεύσει. Έτσι το θαύμα της θεραπείας των δύστυχων αυτών ανθρώπων είναι τουλάχιστον ίσο με ανάσταση νεκρών, αν όχι μεγαλύτερο.

Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; ρώτησαν οι δαίμονες το Χριστό. Ήξεραν πως τελικά τους πε­ριμένει η κόλαση. Αχ να το γνώριζαν κι οι άνθρωποι αυτό! Να συνειδητοποιούσαν πως τους περιμένει κό­λαση όμοια με κείνην που περιμένει τους δαίμονες! Οι δαίμονες ήξεραν πως στο τέλος το ανθρώπινο γένος, η βασική τροφή τους, θα ελευθερωνόταν από τα χέρια τους, πως οι ίδιοι θα ρίχνονταν στη σκοτεινή άβυσσο, όπου μόνο τον εαυτό τους θα είχαν να βασανίζουν. Ο μέγας προφήτης είπε για τον αρχηγό των δαιμόνων: «συ δε ριφήση εν τοις όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εις άδου» (Ησ. ιε’ 19). Κι ο ίδιος ο Κύριος επιβεβαίωσε: «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι’ 18). Στο τέλος θα δουν όλοι οι άνθρωποι τους αμαρτωλούς, που θα ριφθούν και κείνοι σαν αστραπή «εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε’ 41).

Την ώρα που οι δαίμονες ικέτευαν με φόβο και τρόμο το Χριστό, στο διπλανό λόφο ήταν ένα μεγάλο κοπάδι από δυο περίπου χιλιάδες χοίρους, που έβο­σκαν ήρεμα εκεί (βλ. Μάρκ. ε’ 13). Οι δαίμονες παρακάλεσαν το Χριστό: «Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων» (Ματθ. η’ 31). Μη μας στέλνεις στην άβυσσο, του είπανε, αλλά άφησέ μας τουλάχιστο να μπούμε μέσα στους χοίρους. Ει εκβάλλεις ημάς. Δεν είπαν μη μας βγάζεις από τον άνθρωπο, αυτόν δεν ήθελαν ούτε να τον κατονομάσουν, γι’ αυτούς ήταν τελείως νεκρός.

Απ’ όλα τα πλάσματα στον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας που να μισεί και να φθονεί τόσο ο διάβολος, όσο ο άνθρωπος. Ο Κύριος Ιησούς, αντίθετα, τόνιζε ιδιαίτερα τη λέξη «άνθρωπος». «Έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου» (Μάρκ. ε’ 8). Οι δαίμονες δεν ήθελαν να φύγουν από τον άνθρωπο. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να μείνουν σ’ αυτόν παρά να πάνε στους χοίρους. Σε τί θα τους χρησί­μευαν οι χοίροι; Οι δαίμονες μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν με τους χοίρους, οπότε τί τους χρειάζονται οι χοίροι; Όπως και νά ‘χουν τα πράγμα­τα, ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα στους χοίρους ή σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, η κακία τους στρέφεται ίσια στον άνθρωπο. Μέσα από τους χοίρους, σκοπός τους ήταν να βλάψουν τον άνθρωπο. Αν δεν μπορούσαν με άλλον τρόπο, θα έκαναν το κακό με το να πνίξουν τους χοίρους και να στρέψουν την οργή των ανθρώπων εναντίον του Θεού. Έτσι, όταν μπροστά τους έχουν την απειλή της αβύσσου, αντί γι’ αυτήν προτιμούν να πάνε στους χοίρους.

«Και είπεν αυτοίς· υπάγετε, οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. η’ 32). Οι δαίμονες θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους να πνιγούν στη θάλασσα, αν δεν τους εμπόδιζε η δύναμη του Θεού. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ανθρώ­πους που έχουν παρανοήσει να πέφτουν από μεγάλο ύψος και να γίνονται κομμάτια ή να πνίγονται στο νερό ή να πέφτουν στη φωτιά ή να απαγχονίζονται. Οι παγκάκιστοι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους σε τέτοιο τέλος με σκοπό όχι μόνο να καταστρέψουν τη ζωή τους, αλλά να νεκρώσουν και την ψυχή τους, τόσο στην παρούσα όσο και στη μέλλουσα ζωή. Πολύ συχνά όμως συμβαίνει να παρεμβαίνει ο Θεός με τη σοφή πρόνοιά Του και να προφυλλάσσει τον άνθρωπο από τέτοιο θάνατο.

Γιατί ο Κύριος επέτρεψε στα πονηρά πνεύματα να μπουν στους χοίρους;Θα μπορούσε να τα είχε στείλει στα δέντρα ή στις πέτρες. Γιατί ειδικά στους χοίρους; Όχι βέβαια για να κάνει το θέλημά τους, επειδή εκείνοι του το ζήτησαν, αλλά για να διδάξει τους ανθρώπους. Όπου υπάρχουν χοίροι, υπάρχει και ακαθαρσία. Και τα πονηρά πνεύματα αγαπούν τα ακάθαρτα μέρη. Όπου δεν υπάρχει ακαθαρσία, τη φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. Όταν βρίσκουν λίγη ακαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι άλλη και την κάνουν περισσότερη. Όταν μπαίνουν μέσα ακόμα και στον πιο καθαρό άνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ακαθαρσία χοίρων. Με το τρέξιμο των χοίρων και το πέσιμό τους στη θάλασσα, ο Κύριος ήθελε να μας διδάξει πόσο αδύναμη είναι η αντίσταση της λαιμαργίας και της πολυφαγίας στις διαβολικές δυνάμεις και να μας θυμίσει την αρετή της νηστείας.

Τί σχέση έχουν η λαιμαργία κι η πολυφαγία με τους χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τους κατέλαβαν οι δαιμονικές δυνάμεις και τους οδήγησαν στην κατα­στροφή! Το ίδιο γίνεται με τους λαίμαργους και τους αχόρταγους ανθρώπους, που νομίζουν πως θα γίνουν δυνατοί με την πολυφαγία. Με τον τρόπο αυτόν όμως δε γίνονται δυνατότεροι, αλλά μάλλον ασθενέστεροι, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. (Ο Μέγας Βασί­λειος λέει στο λόγο του Ι’ περί νηστείας τ’ ακόλουθα: «Γνωρίζω πως οι γιατροί δε συνιστούν στους αρρώστους ποικιλία φαγητών, αλλ’ αποχή και νηστεία. Μη νομίσεις πως ο καπετάνιος κάποιου πλοίου θα σώσει ευκολότερα το πλοίο του αν το υπερφορτώσει κι όχι αν το φορτώσει με μέτρο»). Οι λαίμαργοι άνθρωποι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστά στους ανθρώπους, όσο (και πολύ περισσότερο) μπροστά στους δαίμονες. Δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο στους δαίμονες από το να τους πνίξουν στη θάλασσα του πνευματικού θανάτου.

Εδώ βλέπουμε μια ακόμα πιο καθαρή διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερή είναι η δύναμη του διαβόλου αν δεν την ελέγχει ο Θεός. Οι δαίμονες που κατοικούσαν σε δύο μόνο ανθρώπους, έπνιξαν σε λίγα λεπτά περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ο Θεός όμως τους κρατούσε εκεί ωσότου έρθει ο Χριστός για να δείξει τη δύναμη και την εξουσία που είχε πάνω τους. Μετά τους επέτρεψε να πάνε στους χοίρους, για να δείξει τη δύναμη των δαιμόνων. Αν το επέτρεπε ο Θεός, οι δαίμονες θα έκαναν μέσα σε λίγα λεπτά σ’ όλους τους ανθρώπους, αυτό που έκαναν στους χοίρους. Ο Θεός όμως αγαπά το ανθρώπινο γένος. Η απεριόριστη αγάπη Του μας συντηρεί στη ζωή και μας προστατεύει από τους πιο σκληρούς κι αδυσώπητους εχθρούς μας.

Θα ρωτήσουν μερικοί: Δε λυπήθηκε ο Θεός πρώτα με το χαμό τόσων πολλών χοίρων και δεύτερο με τη ζημιά των χωρικών; Μόνο ο πονηρός οδηγεί τους ανθρώπους σε τέτοιες σκέψεις, για να δείξει πως ο ίδιος είναι πιο εύσπλαχνος από το Χριστό. Τί άλλο είναι οι χοίροι, παρά άνθος του αγρού; Όταν ο Θεός δε λυπάται τα λευκά κρίνα του αγρού, που είναι στολι­σμένα καλύτερα από το βασιλιά Σολομώντα και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, γιατί να λυπηθεί τα γουρούνια; Είναι δυσκολότερο στο Θεό να φτιάξει χοίρους από το να φτιάξει τα κρίνα του αγρού; Θα πουν όμως κάποιοι άλλοι: Δεν είναι θέμα κάλλους αλλά χρησιμότητας. Και είναι οι χοίροι χρήσιμοι στους ανθρώπους μόνο όταν τους τρέφουν και τους παχαίνουν κι όχι όταν βοηθούν στο φωτισμό της ψυχής τους; Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη περίπτωση. «Πολλών στρουθιών διαφέρετε υμείς» (Ματθ. ι’ 31). Εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Δεν αξίζουν περισσότερο οι άνθρωποι από πολλούς χοίρους, έστω και δυο ή τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς;

Ας αναλογιστεί ο καθένας τη δική του αξία. Και τότε θα φτάσει στο ασφαλές συμπέρασμα πως, σε σχέση με τη μεγάλη ωφέλεια που δέχτηκαν οι άνθρωποι, η απώλεια (των χοίρων) ήταν πολύ μικρή. Ήταν οπωσ­δήποτε απαραίτητο να δείξει στο αναίσθητο ανθρώπινο γένος πόσο ακάθαρτοι είναι οι δαίμονες, αλλά και πόση είναι η δύναμή τους.

Δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπινα να το εκφράσουν καλύτερα αυτό, όσο η δαιμονοληψία κι ο πνιγμός των χοίρων τη στιγμή ακριβώς που τα ακάθαρτα πνεύματα μπήκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θα μπορούσαν να πείσουν τους ειδωλολάτρες Γεργεσηνούς και Γαδαρηνούς, αν αυτή η τρομερή απόδειξη -ή μάλλον αποκάλυψη- δεν μπορούσε να τους ξυπνήσει από το λήθαργο της αμαρτίας και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν σε ποιο λάκκο τους τραβούσαν ανηλεώς οι δαίμονες, όπως έκαναν με τους χοίρους; Τί θα μπορούσε να τους φέρει ευκολότερα στην πίστη του παντοδύναμου Χριστού;

Ας δούμε όμως τι έγινε μετά. «Οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών» (Ματθ. η’ 33, 34). Οι βοσκοί κι οι κάτοικοι της πόλης φοβήθηκαν πολύ (Λουκ. η’ 35), τρόμαξαν. Είδαν κάτι που ποτέ τους δεν είχαν δει ή ακούσει. Οι δαιμο­νισμένοι που τους κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στα πόδια του Χριστού ήρεμοι, νηφάλιοι. Άκουσαν το περιστατικό από τους αποστόλους και τους βοσκούς, πως δηλαδή ο Χριστός θεράπευσε τους δαιμονισμένους κι έτρεμαν από φόβο μπροστά στο Χριστό. Όταν άκουσαν μάλιστα πως οι δαίμονες τον παρακαλούσαν έντρομοι να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, αν τους έβγαζε από τους ανθρώπους, η κατάπληξή τους μεγάλωσε. Έμαθαν τελικά πως τα πονηρά πνεύματα όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τους χοίρους και τους έριξαν στη θάλασσα.

Τ’ άκουσαν όλ’ αυτά οι Γεργεσηνοί κι οι Γαδαρηνοί και τα συνειδητοποίησαν καλά. Μετά είδαν και τους δυο θεραπευμένους, που ενώ λίγο νωρίτερα έμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ιματισμένοι και σωφρονούντες, σα ν’ αναστήθηκαν εκ νεκρών. Κοίταξαν μετά το πρό­σωπο του πράου και ταπεινού Κυρίου. Έστεκε ήρεμα και ειρηνικά μπροστά τους, σα να μην είχε κάνει λίγο πριν ένα θαύμα μεγαλύτερο από το να ισοπεδώσει το λόφο των Γεργεσών και να το ρίξει στη θάλασσα. Απ’ όλ’ αυτά ένα κράτησαν οι κάτοικοι των δύο πόλεων στο νου και την καρδιά τους: πώς τα γουρούνια τους χάθηκαν, η περιουσία τους καταστράφηκε χωρίς επανόρθωση. Αντί να κάνουν μετάνοια και να τον ευχαριστήσουν που έσωσε τους δυο δαιμονισμένους, εκείνοι παραπονιούνταν επειδή έχασαν τα γουρούνια! Αντί να προσκαλέσουν τον Κύριο για να τον φιλοξενήσουν, του ζήτησαν να φύγει από τα όριά τους όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αντί να υμνήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό, εκείνοι άρχισαν να θρηνούν για το χαμό των γουρουνιών.

***

Ας μη βιαστούμε να κατηγορήσουμε την αγάπη των Γεργεσηνών για τα γουρούνια τους, προτού αξιολογήσουμε τη σημερινή κοινωνία. Να εκτιμήσουμε όλους τους συμπολίτες μας που επίσης είναι πολύ δεμένοι με τα ζώα τους, όπως οι Γεργεσηνοί, που νόμιζαν πως τα γουρούνια τους αξίζουν περισσότερο από τους γείτονές τους. Για σκεφθείτε, πόσοι είναι σήμερα εκείνοι απ’ αυτούς που κάνουν το σταυρό τους, ομολογούν το Χριστό με τη γλώσσα τους, αλλά πολύ σύντομα θα μπορούσαν να σκοτώσουν δυο ανθρώπους, αν η πράξη αυτή θα τους χάριζε δυο χιλιάδες χοίρους; Ή σκεφθείτε αν υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας που θα θυσίαζαν δυο χιλιάδες χοίρους για να σώσουν τη ζωή δύο δαιμονισμένων. Ας ντραπούν εκείνοι που κατα­δικάζουν τους Γεργεσηνούς προτού κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Αν οι Γεργεσηνοί ανασταίνονταν σήμερα από τους τάφους τους κι άρχιζαν να μετρούν πόσοι άνθρωποι έχουν την ίδια νοοτροπία μαζί τους, στην Ευρώπη θά ‘φθαναν σ’ ένα τεράστιο αριθμό. Εκείνοι τουλάχιστο ζήτησαν από το Χριστό να φύγει, ενώ οι λαοί της Ευρώπης τον απομακρύνουν οι ίδιοι. Γιατί; Για να μείνουν μόνοι με τα γουρούνια τους και τους κυρίους τους, τους δαίμονες.

Ολόκληρο το περιστατικό αυτό όμως, από την αρχή ως το τέλος, έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Αυτά που είπαμε ως τώρα είναι αρκετά για διδασκαλία, για υπόμνηση και για την ανάσταση όλων εκείνων που μέσα στο σώμα τους νιώθουν κλεισμένοι σα να βρί­σκονταν μέσα σε τάφο· εκείνων που αντιλαμβάνονται την επίδραση των δαιμονικών δυνάμεων στα πάθη που τους πιέζουν σαν χειροπέδες ή σαν αλυσίδες, που τους τραβούν βίαια στην άβυσσο της καταστροφής· εκείνων που, παρ’ όλ’ αυτά, πιστεύουν στην αξία του ανθρώπου, ότι η ψυχή τους αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα γουρούνια, όλα τα κτήνη, όλες τις περιουσίες και τα πλούτη, που αναζητούν τη θεραπεία και το Θεραπευτή των ασθενειών τους περισσότερο απ’ όλα τ’ αγαθά τους.

Ολόκληρη η διήγηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Και εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στους Γεργεσηνούς δεν είπε ούτε λέξη. Σε τί θα χρησίμευαν οι λέξεις εκεί που δεν έπεισε το θαύμα;Οι λέξεις δε θα τους έκαναν να πιστέψουν. Τί αξία θα είχε να κάνει τους νεκρούς τάφους να πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπήκε στο πλοίο κι αναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση υπομονή, τί θεϊκό μεγαλείο! Πόσο κενή ήταν η νίκη για έναν από τους καίσαρες που έγραψε στη σύγκλητο: «Ήλθον, ειδον, εκυρίευσα!». Ο Χριστός είδε, κυρίευσε και έμεινε σιωπηλός. Κρατώντας τη σιωπή Του έδωσε στη νίκη Του έναν υπέροχο κι αιώνιο χαρακτήρα. Αν θέλουν οι ειδωλολάτρες ας μάθουν από το παράδειγμα του ταπεινού Κυρίου Ιησού, που ποτέ δε φροντίζει να εντυπωσιάσει. Όποιος τον δέχεται, δέχεται την αιώνια ζωή. Όποιος τον διώχνει από τη ζωή του, παραμένει στη συντροφιά των χοίρων, στην αιώνια παραφροσύνη και τον αιώνιο θάνατο.

Κύριε Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, θεράπευσέ μας, σώσε μας! Σε Σένα πρέπει δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Ομιλίες Δ’. Εκδ. Πέτρου Μπότση)

Πηγή: ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 21 Ιουλίου, † Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Ἰωάννου & Συμεών διά Χριστόν Σαλοῦ, Παρθενίου ἐπ. Ἄρτης


Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 16 Ιουνίου 2019, Κυριακή της Πεντηκοστής

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 21 Ιουλίου, Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, όπως θα ακουστούν στην Εκκλησία αύριο και με απόδοση στα νέα Ελληνικά

 


Κυριακή 21 Ιουλίου 2019
† Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Ἰωάννου & Συμεών διά Χριστόν Σαλοῦ, Παρθενίου ἐπ. Ἄρτης

Αποστολικό Ανάγνωσμα Προς Ρωμ. ι’ 1-10

Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν. Ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. Τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Μωυσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; Τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; Τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν.
Ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ρῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ προσευχή μου εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ὑπὲρ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διὰ νὰ σωθοῦν. Μαρτυρῶ γι’ αὐτοὺς ὅτι ἔχουν ζῆλον Θεοῦ ἀλλὰ ὄχι μὲ ἐπίγνωσιν. Διότι, ἐπειδὴ ἀγνοοῦν τὴν δικαίωσιν ποὺ δίνει ὁ Θεὸς καὶ προσπαθοῦν νὰ στήσουν τὸν δικόν τους τρόπον δικαιώσεως δὲν ὑπετάχθησαν εἰς τὴν δικαίωσιν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Διότι τὸ τέλος τοῦ νόμου εἶναι ὁ Χριστός, διὰ νὰ δικαιωθῇ καθένας ποὺ πιστεύει.
Ὁ Μωϋσῆς γράφει διὰ τὴν δικαίωσιν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν νόμον ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐτήρησε τὰς ἐντολὰς θὰ ζήσῃ δι΄ αὐτῶν. Ἡ δικαίωσις ὅμως ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστιν, λέγει, Μὴ πῇς εἰς τὴν καρδιά σου ποιός θὰ ἀνεβῇ εἰς τὸν οὐρανόν; διὰ νὰ κατεβάσῃ δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ἢ Ποιός θὰ κατεβῇ εἰς τὴν χώραν τῶν νεκρῶν; διὰ νὰ κατεβάσῃ δηλαδὴ τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Ἀλλὰ τί λέγει; Κοντά σου εἶναι ὁ λόγος, εἶναι εἰς τὸ στόμα σου καὶ εἰς τὴν καρδιά σου. Ὁ λόγος δηλαδὴ τῆς πίστεως, τὸν ὁποῖον κηρύττομεν. Ἐὰν ὁμολογήσῃς μὲ τὸ στόμα σου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος καὶ πιστέψῃς μὲ τὴν καρδιά σου ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, τότε θὰ σωθῇς. Διότι μὲ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ εἰς δικαίωσιν, μὲ τὸ στόμα δὲ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ εἰς σωτηρίαν.

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κατά Ματθαίον η΄28 – θ΄1

Τῷ καιρῷ εκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.
Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων.
Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν προϋπάντησαν δύο δαιμονισμένοι, οἱ ὁποίοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνημεῖα, πολὺ ἐπικίνδυνοι, ὥστε κανεὶς δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον.
Καὶ ἐφώναξαν, «Τὶ ἔχεις μαζί μας Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;». Ἦλθες ἐδῶ προώρως γιὰ νὰ μᾶς βασανίσῃς;».
Μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο μιὰ μεγάλη ἀγέλη ἀπὸ χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν μᾶς διώξῃς, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε». Αὐτοὶ δὲ ἐβγῆκαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀγέλη τῶν χοίρων. Καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀγέλη κατακρημνίσθηκε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐχάθηκε εἰς τὰ νερά. Οἱ δὲ βοσκοὶ ἔφυγαν καὶ ὅταν ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν, τοὺς τὰ εἶπαν ὅλα διὰ τοὺς δαιμονισμένους.
Καὶ ὅλη ἡ πόλις ἐβγῆκε σὲ συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρεκάλεσαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά τους. Καὶ ἐμπῆκε εἰς πλοιάριο, ἐπέρασε ἀπέναντι καὶ ἦλθεν εἰς τὴν δική του πόλιν.

Ευλογημένη Κυριακή
orthodoxia.online

Η θεραπεία των Γεργεσηνών – Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.

Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.

Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη: ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.

Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.

Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» – δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;

Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;

Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.

Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom



Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Η αδυναμία του ανθρώπου


Ανήσυχος ο σεισμολόγος Τσελέντης για τη σεισμική ακολουθία στη Δ. Ελλάδα
Κάθε φορά που θα συμβεί ένα φαινόμενο, φυσικό ή γεωλογικό, επικρατεί πανικός. Οι υπεύθυνοι συνιστούν ψυχραιμία, χωρίς βέβαια να υπάρχει αναμενόμενη ανταπόκριση.

Χωρίς ψυχραιμία όμως δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί και να αντιδράσει λογικά, η ταραχή και ο πανικός τον κυριεύουν ολοκληρωτικά.

Μέσα από κάθε φαινόμενο αποδεικνύεται η αδυναμία του ανθρώπου να το αντιμετωπίσει αυτό καθαυτό. Με ψυχραιμία όμως, μπορεί να αντιδράσει σωστά, για να αποφύγει όσο το δυνατόν επικίνδυνες καταστάσεις.
Κάθε φαινόμενο του δίνει την ευκαιρία να νιώσει την ανθρώπινη αδυναμία του και μέσα από την αδυναμία να επικαλεστεί την δύναμη του Θεού.
Γι’ αυτό φωνάζει «Θεέ μου» και όχι κάτι άλλο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Από την στιγμή που θα νιώσει την αδυναμία του, τότε του δίδεται κι άλλη ευκαιρία, να δει με άλλο μάτι τον εαυτό του και να μετανοήσει πραγματικά. Όταν νιώθει ισχυρός, εμπιστεύεται μόνο τις δυνάμεις του, δεν σκέφτεται καθόλου να μπει στην διαδικασία να σκεφτεί την πιθανότητα ότι μπορεί να κάνει λάθος, δεν έχει ανάγκη να μετανιώσει, ζει την αλαζονεία του.

Όταν όμως συμβεί κάτι, το οποίο θα αποκαλύψει το πόσο ισχυρός είναι, δηλαδή τίποτα, τότε «ανοίγουν» τα μάτια του, βλέπει πλέον καθαρά. Τώρα πλέον μπορεί να δει τα λάθη του και τα αμαρτήματά του, κατανοεί τις ατέλειές του. Αφού λοιπόν, τώρα «βλέπει», νιώθει και την ανάγκη να επανορθώσει. Η μετάνοια είναι πλέον μονόδρομος στην ζωή του.
Ζούμε καθημερινά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές. Πλημμύρες, καταιγίδες ισχυρές, σεισμοί. Τραγικό των γεγονότων αυτών είναι όταν μετρούμε και τον θάνατο ανθρωπίνων ζωών.

«Μας ταρακουνάει», λέμε όλοι σαν έκφραση, στον σεισμό. Δεν εννοούμε όμως ότι είναι ένας Θεός τιμωρός και πιάνει την γη και την κουνάει. Είναι φυσικό το φαινόμενο και όχι Θεϊκό. Όλα γίνονται μέσα στην πρόνοιά Του. Αλλά μέσα από το φαινόμενο μας δίνεται η ευκαιρία να το χρησιμοποιήσουμε προς δικό μας όφελος και όχι μόνο από την καταστροφική του πλευρά.
Ψυχραιμία λοιπόν! Ο Θεός στέκει πάντα κοντά μας.

†αρχ. Βαρθολομαίος
Καθηγούμενος Ι. Μ. Εσφιγμένου

Ποιος άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος και ευτυχισμένος; Τι σημαίνει πραγματική ελευθερία και πώς αποκτάται;Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Δογματικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ



Ποιός ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος καί εὐτυχισμένος; Τί σημαίνει πραγματική ἐλευθερία καί πῶς ἀποκτᾶται;
Δημήτριος Τσελεγγίδης,
Καθηγητής Δογματικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Πραγματικά ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ πονηροῦ καί ἀπό τά πάθη του. Τότε μόνο μπορεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές τῆς δημιουργίας του καί μόνο τότε μπορεῖ νά πραγματοποιεῖ τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο τόν δημιούργησε ὁ Θεός, ἐπειδή μόνο τότε μπορεῖ νά ἀξιοποιεῖ ὅλες τίς δυνατότητες, πού ἔλαβε μέ τή δημιουργία του «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί μόνο τότε μπορεῖ νά εἶναι πραγματικά καί ἐξολοκλήρου εὐτυχισμένος.
Ἡ πραγματική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως, παρέχεται μυστηριακά, ὡς δωρεά, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου βιώνεται ἐμπειρικά καί ὐπαρξιακά «ἐν πάσῃ αἰσθήσει». Καί τοῦτο, ἐπειδή μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος, ὡς χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό, καί καταλύεται ὀ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει ἀποφασιστικά ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, στόν ὁποῖο κυριαρχεῖ. Ὁ Χριστός, μέ τόν σταυρικό θάνατό του, κατήργησε τήν κυριαρχική ἐξουσία τοῦ διαβόλου στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται στό μυστηριακό του σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐνῷ μέ τήν ἀνάστασή του νίκησε τόν θάνατο, παρέχοντας τήν ἀναστημένη ζωή στά μυστηριακά του μέλη, τούς πιστούς, τόσο στήν παροῦσα ὅσο καί στήν μέλλουσα αἰώνια ζωή.
Ὅταν ὁ πιστός παραβιάζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, περνᾶ στήν ὑπαρξιακή περιοχή τοῦ θανάτου καί στόν χῶρο ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ. Τότε ἐμφανίζονται κάι ριζώνουν τά πάθη. Ὅλα αὐτά, ὅμως, καταλύονται τελείως μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τοῦ πιστοῦ, ἐνῷ μέ τή Θεία Κοινωνία τρέφεται πνευματικά κάι ἑνώνεται χαρισματικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Τότε, ἄλλωστε, ὑποτασσόμενο τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτᾶ καί τή χαρισματική ἐλευθερία του. Χαρισματική ἐλευθερία εἶναι ἠ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία τοῦ συγκεκριμένου πιστοῦ, ἡ ὁποία ἐμπλουτίζεται μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε καί ἀποκτᾶ, χαρισματικῶς, προοπτικές ἄκτιστης ἐλευθερίας.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Δογματική: Ο άνθρωπος μεταξύ διαβόλου και Θεού (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)


theologia
(Ἐπιμέλεια π. Ἀθανασίου Μηνᾶ)
(Ἕνα μικρό ἀντίδωρο στούς ἀπανταχοῦ ἀγωνιζομένους ὀρθοδόξους χριστιανούς)
Σέ τοῦτον τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται πάντοτε μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται εἴτε μέ τόν ἕνα εἴτε μέ τόν Ἄλλο, ζεῖ εἴτε μέ τόν ἕνα εἴτε μέ τόν Ἄλλο. Εἶναι φίλος τοῦ διαβόλου καί ζεῖ μέ αὐτόν, ὅταν βαδίζει στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, ἐπειδή αὐτά εἶναι ἡ ψυχή, ἡ καρδιά τοῦ διαβόλου. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, ζεῖ μέ Αὐτόν, ὅταν πορεύεται μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου, ὅταν γίνεται σύσσωμος τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἀποθησαυρίζεται ὁλόκληρος ὁ πλοῦτος, ὅλων τῶν Θείων αἰωνιοτήτων. Ναί, σέ τοῦτον ἐδῶ τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος παρακάθεται, πάντοτε, εἴτε στήν τράπεζα τοῦ διαβόλου εἴτε στήν τράπεζα τοῦ Κυρίου Χριστοῦ, τοῦ Μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ [1].
Τό ἀνθρώπινο γένος δοκιμάζει, καθημερινῶς, στόν κόσμο μας τήν ἐμπειρία νά ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπώλεια εἴτε λόγῳ τῆς ἄγνοιας εἴτε τῆς μή ἀναγνωρίσεως τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἐκπίπτουν, ἐξαιτίας εἴτε τῆς ἀθεΐας εἴτε τῆς εἰδωλολατρείας. Αὐτή ἡ ἄγνοια ἤ ἡ μή ἀναγνώριση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἄγνοια ἤ τήν μή ἀναγνώριση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ ἀγαθοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο: τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν «ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, κώμοις, πότοις καί ἀθεμίτοις εἰδωλολατρείαις» [2]. Ναί, «ἀθεμίτοις εἰδωλολατρίαις», γιατί ἡ εἰδωλολατρεία εἶναι πάντοτε σέ πληθυντικό ἀριθμό. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει τόν μόνο ἀληθινό Θεό, θέλοντας καί μή ἀναγνωρίζει ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος ἄλλων, μικρότερων θεοτήτων, ψευδῶν θεῶν, εἰδώλων. Πρόκειται γιά τίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη πού δέν ἔχουν οὔτε ἀριθμό οὔτε τέλος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δελεάζεται ἀπό μία τέτοια μικρή, μικρή θεότητα, τότε αὐτή τόν παρασύρει στίς ὑπόλοιπες ἐπιθυμίες καί τά πάθη καί τότε εἶναι πού τόν κατακομματιάζουν καί τόν κατασπαράζουν οἱ ἀναρίθμητοι ψευδεῖς καί ἀδηφάγοι θεοί. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ θέση νά ἀμυνθεῖ σέ αὐτήν τήν ἀγέλη τῶν τρομερῶν θηρίων καί τῶν δελεαστικῶν πειρασμῶν. Τό μικρότερο πάθος ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερο καί ἔτσι σταδιακά, βυθίζεται σέ ὅλο καί μεγαλύτερα πάθη, ὥσπου, ἐν τέλει, δέν μπορεῖ νά ἀναδυθεῖ ἀπ’αὐτά. Καί κάθε πάθος ἐμπεριέχει ἀναρίθμητα εἴδωλα καί κάθε ἐπιθυμία φέρει ὅλο καί περισσότερα εἴδωλα, πού δέν ἔχουν τελειωμό. Τά εἴδωλα εἶναι σάν τή δυνατή φωτιά, μέσα της κατακαίγονται καί ἡ συνείδηση καί ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά καί τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης παρακαλεῖ τούς χριστιανούς: «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτούς ἀπό τῶν εἰδώλων» [3].
Ἀπό τά εἴδωλα προέρχονται ὅλα τά κακά, καί τά μικρά καί τά μεγάλα. Καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰδωλολάτρης, ἐφ’ ὅσον δέν πιστεύει στόν μόνον Ἀληθινό Θεό, στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, ὁπωσδήποτε σέ κάτι πιστεύει, εἴτε ὄν εἶναι αὐτό εἴτε πράγμα, εἴτε σέ ὁρατά εἴτε σέ ἀόρατα εἴδωλα, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, οἱ ἀστέρες, οἱ ἄνθρωποι, ὁ πολιτισμός, ἡ τεχνολογία, ἡ φυλή, ἡ κοινωνική τάξη, τά πάθη, οἱ ἡδονές καί […] τό ὄνομά τους «Λεγεών». Ἀπό τό πρῶτο ὥς τό τελευταῖο ὅλα τά παραπάνω εἶναι εἰδωλολατρία. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τό καθένα ἀπ’αὐτά φονεύει ὅ,τι κάνει ἄνθρωπο τόν ἄνθρωπο, φονεύει δηλαδή ὅ,τι θεοειδές, θεονοσταλγικό, ἀθάνατο, θεῖο, αἰώνιο. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος νουθετεῖ καί ἐντέλλεται στούς χριστιανούς: «Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπό τῆς εἰδωλολατρείας» [4]. Οἱ ἄνθρωποι, διά τῶν ποικιλόμορφων εἰδωλολατρειῶν, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, θυσιάζουν τούς ἑαυτούς τους στὀν διάβολο, προσφέρονται ὡς θυσία στόν διάβολο. Σέ τελευταία ἀνάλυση, κάθε εἰδωλολατρία εἶναι σατανολατρία καί κάθε εἰδωλο-διακονία εἶναι σατανο-διακονία. Μήπως δέν λατρεύει, δέν διακονεῖ, δέν προσφέρει θυσία τήν ψυχή του στόν διάβολο ἐκεῖνος πού ζεῖ στά πάθη καί στήν ἡδονή, ὅποιος ὑπηρετεῖ ὁποιονδήποτε καί ὁ,τιδήποτε, ἐκτός ἀπό τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί Κύριο, Ἰησοῦ Χριστό; Αὐτό εἶναι τόσο ξεκάθαρο γιά κάποιον πού μπορεῖ, μέ φρόνηση, νά κρίνει. Γι’ αὐτό καί ὁ θεόσοφος Ἀπόστολος λέγει στούς πρώην εἰδωλολάτρες Κορινθίους: «ὡς φρονίμοις λέγω…οὐ θέλω δέ ὑμᾶς κοινωνούς τῶν δαιμονίων γίνεσθαι. Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» [5].
Ἀναμφίβολα, ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σωτῆρος ἔγκειται στό ὅτι «τό σῶμα[…] τῶ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῶ σώματι».Ἔτσι γνωρίζουμε τό αἰώνιο μυστήριο τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος [6]: πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματός του. Γι’ αὐτό καί τό σῶμα τοῦ χριστιανοῦ ὀφείλει νά εἶναι ναός ἅγιος, στόν ὁποῖο ζεῖ ἡ ἁγία ψυχή στόν κόσμο μας καί στόν ὁποῖο πρόκειται νά ζήσει καί μετά τήν κοινή ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τά σώματα τῶν χριστιανῶν, διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τῆς Θείας Μεταλήψεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ τους βίου, ἔγιναν ἀναπόσπαστα μέρη τοῦ Θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τά σώματα αὐτά δέν ἀνήκουν πλέον στούς ἴδιους, ἀλλά σέ Ἐκεῖνον. Ὅ,τι ἔγινε μέ τό ἅγιο σῶμα Ἐκείνου πρόκειται νά συμβεῖ στά σώματα τῶν χριστιανῶν.
Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος εὐαγγελίζεται: «ὁ δέ Θεός καί τόν Κύριον ἤγειρε καί ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διά τῆς δυνάμεως αὐτοῦ…» [7].
Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτῳ [8].
«Ὤ οἱ ἐγκαταλείποντες ὁδούς εὐθείας, τοῦ πορευθῆναι ἐν ὀδοῖς σκότους! Ὤ οἱ εὐφραινόμενοι ἐπί κακοῖς, καί χαίροντες ἐπί διαστροφῇ κακῇ! ὦν αἱ τρίβοι σκολιαί, καί καμπύλαι αἱ τροχιαί αὐτῶν, τοῦ μακράν σε ποιῆσαι ἀπό ὁδοῦ εὐθείας, καί ἀλλότριον τῆς δικαίας γνώμης. Υἱέ, μή σέ καταλάβῃ βουλή κακή,…..Χρηστοί ἔσονται οἰκήτορες γῆς· ἄκακοι δέ ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ· ὅτι εὐθεῖς κατασκηνώσουσι γῆν, καί ὅσιοι ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ. Ὁδοί ἀσεβῶν ἐκ γῆς ὀλοῦνται· οἱ δέ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἀπ’αὐτῆς» [9].
Καλόν ἀγώνα καί Καλή Ἀνάσταση σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις.
Γένοιτο Κύριε. Ἀμήν.

______________
1. Βλ. Α’ Κορ.,10,21
2. Α’ Πέτρ., 4, 3
3. Α’ Ἰω.5,21.
4. Α’ Κορ.10,14.
5. Α’ Κορ.10,15-21.
6. «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ’αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις·ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τῆς Παρθένου γίνεται,και Γαβριήλ την χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καί ἡμεῖς σύν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε,Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Ἀπολυτίκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
7. Α’ Κορ.,6,14·16.
8. Παροιμιῶν Σολομώντος.Β’,1-22
9. Ἰδιόμελον, Πέμπτης τῆς Α’ Ἐβδομάδος ἑσπέρας: «Οἱ ποθοῦντες τοῦ θείου Πάσχα μετασχεῖν, οὐκ ἀπ’Αἰγύπτου, ἀλλ’ἐκ Σιών ἀρχομένου, τήν τῆς ἁμαρτίας ζύμην, ἐξάρομεν τῇ μετανοίᾳ· περιζώσωμεν τάς ὀσφύας ἡμῶν, τῇ νεκρώσει τῶν ἡδονῶν· καλλωπίσωμεν τούς πόδας, ὑποδήμασι κωλυτικοῖς, ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς, καί στηριχθῶμεν, τῇ βακτηρίᾳ τῆς πίστεως· μή ζηλώσωμεν τούς ἐχθρούς, τοῦ δεσποτικοῦ Σταυροῦ, θεοποιοῦντες τήν γαστέρα· ἀλλ’ἀκολουθήσωμεν, τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ο χρόνος της ζωής μας (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)


theologia
Οι χριστιανοί ζουν «εν σοφία», εάν ζουν κατά το Ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι «η σοφία του Θεού» (A’ Κορ. 1. 24, 30). Έξω απ’ Αυτόν υπάρχει «η των αφρόνων ανθρώπων αγνωσία» (Α’ Πέτρ. 2. 15). Οτιδήποτε δεν είναι από το Χριστό, ο Οποίος είναι η μόνη και αληθινή και αιώνια σοφία, πράγματι είναι και μωρία και ανοησία. Και οι άνθρωποι γίνονται ανόητοι και παράφρονες από την αμαρτία και τα πάθη. Στην ουσία της η αμαρτία είναι η κύρια παραφροσύνη της ανθρώπινης ψυχής. Η φιλαμαρτησία είναι πάντοτε παραφροσύνη της ψυχής εμπρός στο Θεό. Μόνο η αγάπη για το Χριστό γεμίζει την ανθρώπινη ψυχή με την ένθεη σοφία.
Μόνο όταν ζουν «εν σοφία» οι άνθρωποι επωφελούνται το χρόνο της ζωής τους που τους δόθηκε από το Θεό, «τον καιρόν εξαγοραζόμενοι». Με την αμαρτία και τα πάθη σκορπίζουμε το θεόσδοτο χρόνο, τον παραδίνουμε στο θάνατο και στην παραφροσύνη του κακού. Ο χρόνος της ζωής μας μάς έχει δοθεί για να κερδίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Αλλά μόνο ζώντας «εν σοφία», δηλαδή με το Χριστό, «εξαγοράζομεν» το χρόνο μας, που έχει και αυτός δημιουργηθεί από το Θεό Λόγο και για χάρη του Θεού Λόγου (πρβλ. Ιω. 1. 3. Κολ. 1. 16). Η λογικότητα του χρόνου συνίσταται στο να υπηρετεί το Θεό Λόγο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, να οδηγεί και να παραδίνει σ’ Αυτόν καθετί που έχει και φέρνει μέσα του. Ο χρόνος μάς έχει δοθεί, για να τον μεταβάλλουμε σε αιωνιότητα ζώντας «εν σοφία», δηλαδή εν Χριστώ και διά του Χριστού. Με τη λογικότητά του ο χρόνος εισήλθε στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, και εκεί βρήκε την αιώνια καταξίωσή του και τη θεία του πραγμάτωση. Διαμέσου των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών στο χώρο της Εκκλησίας ο χρόνος μεταβάλλεται σε αιωνιότητα. Διότι η Εκκλησία είναι το θαυματουργό θείο εργαστήριο στο οποίο το χρονικό μεταβάλλεται σε αιώνιο, το θνητό σε αθάνατο και το πεπερασμένο σε άφθαρτο.
Στην ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Χριστού ερχόμαστε μόνο με την «κοινωνία συν πάσι τοις αγίοις», μόνο με την καθολική ζωή «συν πάσι τοις αγίοις», με την υπέρτατη χειραγωγία των αγίων Αποστόλων, Προφητών, Ευαγγελιστών, Πατέρων, Ποιμένων και Διδασκάλων. Και αυτούς τους οδηγεί και τους χειραγωγεί το Πανάγιο Πνεύμα, από την Πεντηκοστή και πέρα διαμέσου των αιώνων μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Εν τω Αγίω Πνεύματι και από Αυτό υπάρχει και η ενότητα της πίστεως και η επίγνωση «του Υιού του Θεού», του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Κάθε ειλικρινής και αληθινή πίστη στο Χριστό και επίγνωση του Χριστού δίνεται από το Πνεύμα της Αληθείας, το Οποίο μας οδηγεί εις «πάσαν την αλήθειαν» τη μόνη και μοναδική (Πρβλ. Ιω. 16, 13′ 15, 26′ 14, 26). Το Άγιο Πνεύμα ενώνει την αίσθησή μας με την καθολική καρδιά της Εκκλησίας και την επίγνωσή μας του Χριστού με την καθολική επίγνωση που έχει η Εκκλησία για το Χριστό. Το σώμα της Εκκλησίας είναι ένα και έχει «μίαν καρδίαν» (Πράξ. 4, 32). Σ’ αυτή τη μία καθολική καρδιά της Εκκλησίας —τη μία καθολική ψυχή της Εκκλησίας — εισερχόμαστε και ενωνόμαστε με τους Αγίους με την ενέργεια της χάρης του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα ταπεινώνοντας το νου μας εμπρός στον άγιο καθολικό νου της Εκκλησίας, το πνεύμα μας εμπρός στο Άγιο Πνεύμα της Εκκλησίας. Και έτσι αποκτούμε μέσα μας την άφθαρτη αίσθηση και επίγνωση, ότι είμαστε κοντά σε όλους τους αγίους Αποστόλους, Προφήτες και Δικαίους, ότι έχουμε μία και την ίδια πίστη «εν Χριστώ Ιησού». Την ίδια πίστη και την ίδια επίγνωση εν Κυρίω.
Η χριστιανική ζωή, η ζωή εν Χριστώ, στην Εκκλησία Του, είναι καινή ζωή και καινός τρόπος ζωής: όλος ο άνθρωπος ζει διά του Θεού και εν τω Θεώ. Πράγματι, αυτή είναι αιώνια ανθρώπινη ζωή, ζωή θεία, τέλεια, που έχει αναρίθμητες βαθμίδες. Εδώ ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό και την αλήθεια του Θεού και ζει εν αυτή και γι’ αυτήν. Εδώ ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του και πολιτεύεται ως ύπαρξη θεοειδής, αθάνατη και αιώνια. Σε αντίθεση βρίσκεται η άθεη ζωή, η ζωή έξω από το Χριστό και το χριστιανισμό. Όλη ρέει «εν ματαιότητι του νοός» του ανθρώπινου. Όσοι δεν γνωρίζουν το Θεό, αναζητούν τη ζωή και όλες τις δυνάμεις της από το δικό τους και με το δικό τους νου τον ανθρώπινο. Αλλά ο ανθρώπινος νους δεν περιέχει «εν εαυτώ» ούτε την πανγνωσία ούτε την υπερ-δύναμη, για να μπορέσει να εφοδιάσει τον άνθρωπο με αυτές τις αλήθειες και με αυτές τις δυνάμεις, που του είναι απαραίτητες για μια γνήσια ζωή «εν δικαιοσύνη και αληθεία και αγαθότητι»· και πολύ λιγότερο για μια αθάνατη και αιώνια ζωή. Ο ανθρώπινος νους περιέχει μέσα του λογισμούς, νοήματα, ιδέες. Αλλά αυτά είναι σκιές και φαντάσματα, ώσπου να πληρωθούν με το Θεό και τη θεία Αλήθεια.
Μακριά από τη ζωή με τον Θεό παντού είναι θάνατος, λήθαργος, θνητότητα, σκοτάδι. Γι’ αυτό υπάρχει και η αδράνεια της διάνοιας για κάθε υγιή δράση. Η διάνοια χωρίς τον Θεό ψυχορραγεί, θανατώνεται και πεθαίνει. Και έρχεται η «πώρωσις της καρδίας» στους άθεους. Καρδιά στην οποία δεν υπάρχει Θεός είναι σαν την πέτρα· δεν αισθάνεται τίποτε όπως πρέπει, ούτε όσο πρέπει. Όλη η αίσθηση του ανθρώπου έχει στεγνώσει ολοκληρωτικά, είναι ρηχή, μυωπική, φοβισμένη και ανάπηρη. Και στην «εσκοτισμένην» διάνοια των αθέων όλες οι σκέψεις στεγνώνουν και απομένουν χωρίς ζωή και ψυχή και δύναμη. Μόνο με την εν Θεώ πολιτεία «ζωούται» η καρδιά με την αληθινή ζωή και γίνεται θείο εργαστήριο, το οποίο αδιάκοπα παράγει αθάνατα αισθήματα, άγια, καθαρά, και αισθάνεται και διαισθάνεται την αλήθεια του Θεού και για τους ανθρώπους και για τα πράγματα.

(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, “Οδός Θεογνωσίας”, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1985, σσ. 308-310, 291, 292, 297)


(Πηγή ψηφ. κειμένου: pemptousia.gr)

Μη παροργίζουμε την φιλανθρωπία τού Θεού (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


theologia
(Μηνύματα πρὸς τὸν λαὸ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ Νταχάου)
Ἀδελφοί μου, ἁμαρτήσαμε καὶ στὴ συνέχεια ἐξαγνιστήκαμε. Προσβάλαμε τὸν Παντοδύναμο Θεό μας, καὶ γι’ αὐτὸ τιμωρηθήκαμε. Σπιλώσαμε τὶς ψυχές μας καὶ ξεπλύναμε τὴν κάθε ἁμαρτία μας, μὲ τὸ αἷμα καὶ μὲ τὰ δάκρυά μας.
Ποδοπατήσαμε κάθε τι, ποὺ ἦταν ἱερὸ γιὰ τοὺς πατέρες μας, καὶ γι’ αὐτὸ στὴ συνέχεια ποδοπατηθήκαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Ἡ καταστροφὴ μας ἦταν ἀναμενόμενη ἀφοῦ τὰ σχολεῖα μας ἦταν χωρὶς πίστη στὸ Θεό, οἱ πολιτικοί μας δὲν ἦταν ἔντιμοι, ὁ στρατός μας δὲν εἶχε πατριωτισμὸ καὶ οἱ κυβερνῆτες μας δὲν εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καταστράφηκαν τὰ σχολεῖα, ὁ στρατὸς καὶ ὅλο τὸ κράτος μας.
Εἴκοσι χρόνια δὲν σεβόμασταν τὶς παραδόσεις μας, καὶ τώρα οἱ ἀλλοεθνεῖς μᾶς στέρησαν τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι τους.
Εἴκοσι χρόνια χλευάζαμε τοὺς προγόνους μας, ποὺ μὲ τὴν εὐσέβειά τους κατέκτησαν τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὲ τὸ μέτρο ὅμως ποὺ κρίναμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς προγόνους μας, μὲ τὸ ἴδιο μέτρο καὶ ἐμεῖς κριθήκαμε.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ Θεὸς μᾶς συγχώρεσε.
Οἱ ὑβριστικὲς σκέψεις μας, τὰ ὑβριστικὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις μας, οἱ ἀτελείωτες προσβολὲς στὸν Μεγαλοδύναμο Θεό, κατὰ τὴν περίοδο τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων, καταδίκασαν τὸ λαό μας ἀρχικὰ σὲ θάνατο. Ἡ ποινὴ ἐπιβλήθηκε καὶ ἕνας στοὺς ὀκτὼ Σέρβους ἐκτελοῦνταν στὰ πρῶτα δύο χρόνια της κατοχῆς τῆς χώρας μας ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.
Στὴ συνέχεια οἱ ἐκτελέσεις σταμάτησαν καὶ ἡ ποινὴ μειώθηκε, σὲ ἰσόβια σκλαβιά. Καταδικαστήκαμε νὰ εἴμαστε αἰώνια ὑπόδουλοι τῶν Γερμανῶν.
Μόνον ὅταν ὁ φτωχὸς λαός μας, μὲ τὰ ἐξασθενημένα χέρια του, ἄρχισε νὰ ἀνάβει κεριά, νὰ προσεύχεται, τότε οἱ προσευχές του συγκίνησαν τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους ὥστε νὰ μεσιτεύσουν γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Παντελεήμων Θεὸς πάλι μείωσε τὴν ποινὴ τῆς ἰσόβιας σκλαβιᾶς σὲ δύο χρόνια. Ὁ σέρβικος λαὸς καταδικάστηκε σὲ δύο χρόνια φυλάκισης ἐνῶ εἴκοσι χρόνια ζοῦσε ἁμαρτωλὴ ζωή. Δὲν εἶναι ἄραγε αὐτὸ ἐλεημοσύνη; Ὑπάρχει ἄραγε κανεὶς ἐπίγειος βασιλιὰς ὁ ὁποῖος θὰ ἀνεχόταν εἴκοσι χρόνια νὰ τὸν βρίζουν, νὰ τὸν χλευάζουν καὶ νὰ συγχωρεῖ τὸ λαό του; Ποτὲ καὶ πουθενά. Τέτοια ἐλεημοσύνη ἔχει μόνο ὁ Θεός μας.
Ἀδελφοί μου, τί λοιπὸν νὰ πράξουμε τώρα; Ἂς πράξουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πράτταμε στὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν εἴκοσι χρόνων.
Ἂς μὴν ἁμαρτάνουμε, γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρουμε πάλι.
Ἂς μὴν προσβάλουμε πάλι τὸν Παντοκράτορα Θεό, καὶ ὑποστοῦμε μεγαλύτερη τιμωρία.
Ἂς μὴ σπιλώνουμε τὶς ψυχές μας μὲ ἁμαρτίες, γιὰ νὰ μὴ χρειασθεῖ πάλι νὰ τὶς ἐξαγνίζουμε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὰ δάκρυά μας.
Ἂς μὴν ποδοπατᾶμε τὰ ὅσια τῶν προγόνων μας, γιὰ νὰ μὴν ποδοπατηθοῦμε οἱ ἴδιοι.
Ἂς χτίσουμε σχολεῖα μὲ πίστη, ἂς ἀποκτήσουμε κυβερνῆτες τίμιους, ἂς ἀποκτήσουμε στρατὸ μὲ πατριωτισμό, καὶ κράτος ποὺ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἐπιστρέψουμε ὁ καθένας μας στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἑαυτό του. Ἂς μὴ μείνει κανένας μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ φῶς του ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τοῦ τρομακτικοῦ σκοταδιοῦ τῶν ἀλλοεθνῶν μὲ τὰ «ὡραῖα» ὀνόματα καὶ τὰ «φανταχτερὰ» ροῦχα.
Ἂς προσπαθήσει ὁ καθένας μας νὰ κατακτήσει τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι μόνο θὰ ἐπιβιώσει τὸ κράτος μας πάνω στὴ γῆ γιὰ μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα. Ἂν εἴμαστε δίκαιοι ὁ οὐρανὸς θὰ προσέχει τὸ κράτος μας. Στὴν οὐράνια Βασιλεία βασιλεύουν ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ σοφία, ἡ καθαρότητα….
Ἂς σκεφτεῖτε ἂν ἔχετε αὐτὲς τὶς ἀρετές, καὶ ἂν ὄχι καλύτερα νὰ ἀγωνιστεῖτε νὰ τὶς ἀποκτήσετε ὅλες. Ἔτσι θὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι καὶ ὁ μεγάλος Πατέρας σας, ὁ οὐράνιος.
Ἔτσι θὰ ἀντέξετε τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ Ἅδη, ποὺ κτύπησαν τὸ κράτος μας καὶ σὰν ἐφιάλτης μᾶς ταλάνισαν καὶ θὰ μᾶς ταλανίζουν γιὰ πολλὰ χρόνια.
Ὁπλισμένοι μὲ τὶς ἀρετὲς θὰ δικαιώσετε τὴν ἀγάπη σας γιὰ τὴν πατρίδα σας, καὶ θὰ δικαιώσετε τὸ ὄνομα τοῦ Ὀρθόδοξου χριστιανοῦ. Ἂς σᾶς βοηθάει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

Η παρουσία του Θεού στη ζωή μας (Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†))


theologia
Ο κόσμος αυτός που ζούμε είναι όλο πόνους, πίκρες, θλίψεις, απογοητεύσεις, στενοχώριες, δοκιμασίες και δυσκολίες. Όπου να σταθείς, ό,τι ν’ αντικρύσεις, και ό,τι ν’ ακούσεις θα ’χει σχέση με την αμαρτία, την αδικία και τον θάνατο. Φαίνεται σαν να έχει νικήσει τον κόσμο η πονηρία και το κακό, σαν να κυριαρχεί κι εξουσιάζει ο δαίμονας, σαν ν’ απομακρύνθηκε ο Θεός, να κουράσθηκε, να βαρέθηκε τα συνεχή λάθη μας. Ο αόρατος Θεός σαν να στέκει πολύ μακρυά ως βουβός και κουφός.
Όμως, αγαπητοί μου, δεν είναι ακριβώς έτσι. Μπορεί να φαίνεται ότι νίκησε η κακία και υποδούλωσε τους πάντες, να φαίνεται ότι απουσιάζει ο Θεός και ότι κρύβεται, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιστέκονται στο κακό, ούτε είναι λίγοι αυτοί που βρήκαν μέσα τους τον Θεό ή ακόμη μέσα στον πόνο, στη δυστυχία και στον κατατρεγμό.
Ορισμένοι εύκολα σκανδαλίζονται από τη μη άμεση επέμβαση του Θεού στη ζωή τους, ότι δεν τους ακούει, δεν τους προσέχει, δεν απαντά στα καυτά ερωτήματα που τους πνίγουν. Ο Θεός όμως που επιβλέπει τα δέντρα, τα φυτά, τα άνθη, τα στρουθία, τα ζώα, τα ζωύφια κι έχει μετρημένες τις τρίχες της κεφαλής μας, λέτε να μην ενδιαφέρεται για τα παιδιά του; Η παρουσία του μπορεί να είναι αόρατη, σιωπηλή, διακριτική, ευγενική, νηφάλια, και σιγαλή. Να μιλά στις καρδιές, να δίνει υπομονή, ελπίδα, χάρη και χαρά. Να μην αφήνει τη δαιμονοκίνητη απελπισία να κυριεύσει την ψυχή και να την καταταλαιπωρήσει πρόωρα.
Έχουμε ένα Θεό απρόσμενο, όλο εκπλήξεις και κρυμμένα θαύματα. Να έρχεται την τελευταία στιγμή, εκεί που καθόλου δεν τον περιμένεις, εκεί που όλα έχουν σβήσει κι έχουν χαθεί. Μακάριοι όσοι υπομένουν, ελπίζουν, προσεύχονται, ακόμη και όταν δεν λαμβάνουν το ποθούμενο. Ευλογημένοι όσοι ειρηνικά και ατάραχα αποδέχονται το θέλημα του Κυρίου, ακόμη και τον φοβερό θάνατο. Πιστεύω πως αυτοί είναι οι πιο προνομιούχοι στην αγκαλιά του Θεού. Το πιο μεγάλο θαύμα είναι η δυνατή αίσθηση της παρουσίας του Θεού στην καρδιά του πιστού, όταν δεν υπάρχει κανένα φως από πουθενά.
Είναι γεγονός και μεγάλη αλήθεια πως ο πόνος με τα πλοκάμια του έχει αγκαλιάσει σφιχτά όλους τους ανθρώπους της γης. Κανένας δεν μπορεί να του ξεφύγει. Γιατί τόσος πολύς και αβάσταχτος πόνος; Γιατί να βασανίζονται αθώα παιδάκια και ανήμποροι γέροι, που στη ζωή τους δεν πείραξαν ούτε μυρμήγκι και η ζωή τους όλη ήταν γεμάτη καλωσύνη, θυσία και προσφορά; Γιατί να μην παρεμβαίνει άμεσα ο Θεός; Γιατί να παρακολουθεί από μακρυά τα τεχνουργήματα της κακίας; Γιατί να μην έχουμε μια δυναμική παρουσία του Θεού; Να διαλύσει έγκαιρα τις ραδιουργίες των πονηρών, τα τεχνάσματα των δαιμόνων, τις καταστροφικές φυσικές εκτροπές; Γιατί να μη βλέπουμε τον Θεό και απλά να τον αφουγκραζόμαστε ή να τον υποψιαζόμαστε; Δυσκολοαπάντητα ερωτήματα.
Η ανθρώπινη λογική αντιδρά κάποτε βίαια στη θεϊκή αυτή στάση και δεν γίνεται κατανοητή και ανεκτή. Ο Θεός όμως δεν κινείται με τη δική μας κοντόθωρη λογική και συμφέρουσα προοπτική. Η αορασία, η απουσία, σιωπή και ησυχία του Θεού ενοχλεί υπερβολικά τους ανυπόμονους, που απαιτούν μια άμεση λύση, δίχως άσκοπες, καθώς λέγουν, καθυστερήσεις. Η ανθρώπινη αυτή απαίτηση έχει εγωισμό, ατομισμό, ανυπομονησία, φιλαυτία, αυθάδεια, ασέβεια, ανυπακοή, υστεροβουλία, ιδιοτέλεια, νοσηρότητα, αναίδεια.
Αν ο άνθρωπος, αδελφοί μου, φθάσει με τη χάρη του Θεού να μην απαιτεί τίποτε, να μην προσδοκά τίποτε, να μην τον φοβίζει η θανατηφόρα ασθένεια, είναι όντως μακάριος, αληθινό και αγαπητό τέκνο του Θεού. Αυτή η αταραξία, η αφοβία, η εγκατάλειψη στον Θεό είναι πρόγευση του παραδείσου. Ο άνθρωπος, που ξεγελάσθηκε, πικράθηκε, πόνεσε, απογοητεύθηκε και στέκει και χαίρει στα παθήματά του μαζί με τον Απόστολο Παύλο, κι ενδυναμώνεται στην ασθένεια και χαίρεται στα δεσμά του, έχει τη μεγάλη παραμυθία, τη μοναδική παρηγορία του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος, του γλυκύτατου Παρακλήτου, που τα πάντα χορηγεί αέναα.

(Από το βιβλίο: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, “Η παρουσία του Θεού στη ζωή μας”. Ιερά Μονή Εισοδίων τής Θεοτόκου Μυρτιάς Θέρμου, Αγρίνιο 2011, σελ. 15)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)

Ενοχή ή ενοχικότητα; (Αρχ. Σεβαστιανός Τοπάλης)


theologia
‘’Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου
 γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα’’
Πόση δύναμη άραγε έχει μέσα μας η αμαρτία; Και πόσο ο φόβος της συγκλονίζει την ψυχή μας; Και άραγε πώς μπορεί να λυτρωθεί κανείς απ’ αυτήν; Και πώς μπορεί να πληρώσει για τα λάθη του που τόσο μεγάλα ακουμπούν πάνω του; Και ποιος πληρώνει για την τιμωρία και την ανταπόδοση του λογαριασμού;

Είναι μια σειρά ερωτήσεων που έρχονται σκληρά να μπουν μέσα στον νου μετά από μια μικρή και μια πιο μεγάλη αμαρτία. Ο Θεός φύτεψε με πολλή συμπάθεια μέσα στον άνθρωπο έναν μηχανισμό που ονομάζεται ‘’η κατά Θεόν λύπη’’. Ο μηχανισμός αυτός είναι λυτρωτικός για τον άνθρωπο. Όταν αμαρτάνει, αμέσως αρχίζει η διαδικασία της λύπης, ώστε όπως το σκουλήκι γεννιέται από το ξύλο και το κατατρώει το ίδιο, έτσι και αυτή η λύπη γεννιέται από την αμαρτία και κατατρώγει την μάνα του. Πώς όμως επιτελείται αυτή η διαδικασία της λύπης; Η λύπη φέρνει την έντονη ενοχή και την διάθεση για απαλλαγή από το λάθος. Τότε μέσα στον άνθρωπο ανάλογα με την πνευματική αγωγή του και τον φαρισαϊκό εγωισμό που διαθέτει ξεκινούν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι ο δρόμος της αληθινής μετανοίας και ο δεύτερος δρόμος που έχει την τριπλή του έκφραση, την απελπισία, την αυτοτιμωρία και την αναισχυντία. Στον πρώτο αυτό δρόμο η ενοχή γίνεται λυτρωτική για να συναισθανθεί το λάθος του, να κλάψει βαθιά μέσα του και να ομολογήσει με την καρδιά του ενώπιον του  Θεού και στον Πνευματικό του την αμαρτία του. Αποδέχεται το λάθος του και παίρνει ταπεινά τον δρόμο της μετανοίας ξεπερνώντας όλους τους φόβους του, τις ντροπές και τον λογισμό της απελπισίας.
Αυτή είναι η καλή λύπη και η λυτρωτική ενοχή. Αλλά αυτό λειτουργεί σε άνθρωπο που έχει γνώση και γεύση της αγάπης του Χριστού και μπορεί να αποθέσει την καρδιά του σ’ Αυτόν ως Λυτρωτή. Όμως δεν λειτουργεί σ’ όλους έτσι η λύπη, διότι έρχεται ο εγωισμός και φυτεύει στον άνθρωπο τις τύψεις σαν ένα μεγάλο μαρτύριο της συνειδήσεως. Ο Κάιν προτίμησε να στενάζει και να τρέμει από τις τύψεις για το φόνο του αδελφού του και να κινείται σαν άδικη κατάρα από τόπο σε τόπο με το κυνηγητό του εαυτού του, παρά να αποδεχτεί εν μετανοία το αμάρτημά του. Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων τιμωρούν τον εαυτό τους με αποχή από την Εκκλησία και την Θεία Κοινωνία, διότι έτσι νιώθουν πως εξιλεώνονται από το λάθος τους. Δεν μπορούν να αποδεχτούν την πτώση τους, αφού αυτοί ήταν οι καλοί άνθρωποι. Αυτοκτονούν πνευματικά με την απελπισία και σέρνουν τον εαυτό τους στην κρεμάλα όπως ο Ιούδας. Φοβούνται τον Θεό σαν τιμωρό και δεν μπορούν να νιώσουν την αγάπη Του. Όλο αυτό είναι η υπερβολή της λύπης, που τόσο ύπουλα ο διάβολος εμβάλλει στην καρδιά τους για να μη μετανοήσουν. Ο διάβολος δεν χαίρεται τόσο με την αμαρτία του ανθρώπου όσο με την απελπισία και την απομάκρυνσή του από τον Θεό. Δεν φοβάται τόσο την αρετή του ανθρώπου, που μπορεί να γίνει μια φούσκα φαρισαϊκής επίδειξης,  όσο την ταπείνωσή του και την μετάνοιά του. Άλλοι άνθρωποι απαλλάσσονται από την ευεργετική λύπη της ενοχής με την απενοχοποίηση διά της αναισχυντίας. Αυτοαμνηστεύονται με την σκέψη ότι όλοι είναι στην ίδια κατάσταση και πως άλλαξαν οι καιροί για πρίγκιπες του πνεύματος. Έτσι το επόμενο βήμα είναι και να καυχώνται για την αμαρτία τους και να καμαρώνουν με την αναισχυντία τους.
Ο νομικός τρόπος συμπεριφοράς για κάθε λάθος που κάνει ο άνθρωπος είναι να πληρώσει με κάποια τιμωρία ή τίμημα. Έτσι βλέπουμε σε όλα τα δίκαια ότι μετά από το έγκλημα ακολουθεί η τιμωρία. Είναι σκληρός και άτεγκτος ο νόμος και η εξουσία, ‘’ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργὴν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι’’. Μέσα στην δυτική σκέψη και ηθική μόνιμα βλέπει κανείς το σχήμα ο κακός να τιμωρείται και να πληρώνει και ο καλός να δικαιώνεται. Είναι ένα ηθικισμός που έχει επηρεαστεί από την αίρεση του καθολικισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπιζόταν και το κάθε παράπτωμα και στην Παλαιά Διαθήκη από όλο το σύνολο των νομικών διατάξεων. Υπάρχουν πνευματικοί σήμερα που περνούν την γραμμή στους χριστιανούς ότι μετά από κάθε αμαρτία πρέπει να πληρώσουν για τα λάθη με τα επιτίμια. Δίνουν την αίσθηση ότι τα επιτίμια είναι οι εξιλεωτικές τιμωρίες και όχι η άσκηση και η παιδαγωγία για την γνήσια μετάνοια και σταθερότητα στην πίστη. Όλος αυτός ο νομικίστικος τρόπος που κυκλοφορεί έχει απομακρύνει τον άνθρωπο από την αληθινή γνώση της αγάπης του Θεού και έχει καταντήσει την ορθόδοξη πίστη σαν μια θρησκεία με τα συνταγολόγιά της και τα τιμωρητικά φάρμακα. Ο απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του εκφράζει την αλήθεια για το θέμα αυτό. Οι Γαλάτες παρασυρμένοι από του ιουδαίους ψευδοδιδασκάλους αρχίζουν να εφαρμόζουν όλες τις νομικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγίνονται με τους καθαρμούς και τις νηστείες, την περιτομή και τις διατάξεις του Νόμου νομίζοντας πως η πιστή εφαρμογή των έργων του Νόμου φέρνει την κάθαρση και την λύτρωση από τις ενοχές. Ο απόστολος εξανίσταται και τους μιλά με σκληρή γλώσσα, ‘’Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ’ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;’’. Και ποια είναι η αλήθεια; Ο Νόμος στην Π.Δ. δόθηκε γραπτός, για να διαβάζεται και να παραμένει αναλλοίωτος. Έτσι μόνο μπορούσε να συγκρατήσει τους σκληροτράχηλους Ισραηλίτες από τον παρασυρμό και να τους βάλλει σε μια τάξη και ενότητα για να μη χωνευτούν μέσα στα ειδωλολατρικά έθνη. Πολλές διατάξεις του Νόμου είχαν καθαρά υγειονομική υπόσταση μια που ο Θεός ήθελε να τους κρατά σε μια άρτια κοινωνική συμπεριφορά, εφαρμόζοντας ένα είδος Κοινωνικής Προνοίας. Ο Νόμος, που σαν μαστίγιο ανελέητο έπεφτε πάνω τους, μπορεί να βοηθούσε τους Ιουδαίους να είναι ‘’τα καλά παιδιά’’, όμως στο θέμα της αμαρτίας δεν τους λύτρωνε, αλλά τους επέβαλλε έναν φόβο και μια μόνιμη ενοχικότητα. Αυτό τους βοηθούσε προς καιρόν να υποτάσσονται στο θεοκρατικό κράτος και να αντιμετωπίζουν την αμαρτία με έναν καταναγκασμό και πανικό μήπως τους τιμωρήσει ο Θεός. Αλλά πώς να ξεφύγει κανείς από την αμαρτία, όταν είναι κολλημένη μέσα στην ανθρώπινη φύση; Το χειρότερο όμως ήταν πως έπρεπε να πληρώσουν για τα λάθη τους. Μόνιμα η σπάθη των τιμωριών στεκόταν απειλητική πάνω από τα κεφάλια τους, αλλά και μόνιμη υπήρχε η ενοχή να πληρώσουν με έργα του Νόμου το παράπτωμά τους. Μέσα στον Νόμο υπήρχαν τεράστια συνταγολόγια για το ποιες θυσίες και καθαρμούς έπρεπε να κάνουν για να απαλλαγούν από τα λάθη τους. Το όλο αυτό νομικό πλαίσιο ήταν μια παιδαγωγία για νήπια που μάθαιναν ποιο είναι το κακό και ποιο το καλό, σαν κάτι παρόμοιο που είχε βάλει ο Θεός στον Αδάμ και την Εύα με τον απαγορευμένο καρπό για να μάθουν ποιο είναι το θέλημα του Θεού και τον αγώνα της υπακοής τους. Όμως αυτή η μάθηση δεν ήταν λυτρωτική, διότι πιότερο άγχος και φόβο έβαζε μέσα τους. Ο νόμος τους έδειχνε τα σφάλματά τους, τους δίκαζε και τους  καθιστούσε ένοχους, αλλά δεν μπορούσε να τους συγχωρήσει. Με τις νομικές πράξεις των θυσιών και των καθαρμών έπαιρναν μόνο μια ψεύτικη αυτοδικαίωση ότι κάτι έκαναν, αλλά αυτό δεν τους έφερνε την χαρά, αλλά μόνο ένα καύχημα κούφιο. Ένιωθαν πως με τους καθαρμούς και τις θυσίες των ζώων δεν απαλλάσσονταν από την ενοχή. Ένα μαρτύριο ενοχών και αμαρτωλότητος ζούσε μέσα τους. Όλες αυτές οι θυσίες και οι καθαρμοί είχαν τον συμβολικό – προφητικό τους χαρακτήρα ότι κάποια μέρα η μοναδική θυσία του Χριστού θα έφερνε την κάθαρση και την λύτρωση, ότι με το Αίμα Του θα πλήρωνε Αυτός στο διηνεκές για τις αμαρτίες όλων των μετανοούντων.
Η κατάργηση της αμαρτίας- μετάνοια και Θεία Κοινωνία
Με τον ερχομό του ο Κύριος στην γη κατήργησε την αμαρτία. Ο Σταυρός Του και το αίμα Του πλήρωσε το τίμημα των χρεών όλης της ανθρωπότητος. Πλέον η αμαρτία δεν έχει την δύναμή της πάνω στον άνθρωπο. Του έδωσε την εξουσία να πατά επάνω όφεων και σκορπίων και κανείς να μην μπορεί να τον βλάψει σε τίποτα. Πλέον ο χριστιανός δεν καταγίνεται με τους φόβους των αμαρτιών, αλλά ούτε και με τις ενοχές. Η αμαρτία δεν έχει καμία ισχύ πάνω του. Η μετάνοιά του και η αγάπη του Χριστού την καταργούν αμέσως. Όλη του η ζωή δεν είναι μια έγνοια πώς να μην αμαρτήσει και πώς να ξεριζώσει τα πάθη του, αλλά πώς να αγαπήσει τον Θεό. Κάθε φορά που σκοντάφτει στα λάθη του ατενίζει στον φιλάνθρωπο Θεό και του ζητά συγγνώμη. Νιώθει άμεσα την λύτρωση. Επισκέπτεται τον πνευματικό του σε κάθε δυσκολία και παίρνει την άφεση των αμαρτιών του με την μετάνοια. Όσο μεγάλος και να είναι ο παρασυρμός και να ομοιάζει με τεράστιο κάρβουνο αναμμένο, το πέλαγος της αγάπης του Χριστού δύναται να το σβήσει. Τα δάκρυα της μετανοίας και η ομολογία σβήνουν και την πιο μεγάλη πυρκαγιά αμαρτιών. Η συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδιά του, η ομολογία του και τα δάκρυα του είναι η μόνη δική του θυσία στον Θεό για τις αμαρτίες του. Είναι μόνο αυτό που προσφέρει και τίποτα άλλο. Δεν χρειάζονται εξιλεωτικές πράξεις και πληρωμές για την συγχώρηση. Πλησιάζει στον Θεό όπως το παιδί στον πατέρα του και ζητά συγγνώμη με μια οικεία σχέση αγάπης. Ομολογεί και παίρνει την χαρά. Δεν έχει κάτι άλλο να δώσει και να πληρώσει. Μόνο την μετάνοιά του κατέχει και αυτήν μόνον καταθέτει. Αυτή η ζωή της μετανοίας του φέρει την αγάπη στον Θεό και την οικεία σχέση. Δεν χρειάζεται να πληρώσει, διότι τα έχει πληρώσει στο διηνεκές ο Χριστός με το Αίμα Του στον Σταυρό. Όπως ένα παιδί που πάει στην τράπεζα για να πληρώσει το χρέος του και του λένε πως το πλήρωσε ο πατέρας του, το ίδιο ισχύει και στον κάθε αμαρτωλό μετανοούντα. Τα έχει πληρώσει όλα ο Χριστός. Το μόνο που θέλει είναι η ομολογία και τα δάκρυά του και ο πόθος του για την νέα ζωή. Όλα τα άλλα τα ρυθμίζει ο Κύριος.
Στην ζωή αυτή και με την ανθρώπινη φύση που κουβαλά ο άνθρωπος ποτέ του δεν θα μπορέσει να γίνει τέλειος. Πάντα θα βλέπει την αδυναμία του και την πτώση του. Ο σκοπός της πνευματικής ζωής δεν είναι να μην αμαρτήσει ποτέ κανείς, αλλά η ένωσή του με τον Θεό. Αυτό που μας ενώνει είναι ένα τρίπτυχο, η μετάνοια, το θέλημα του Θεού και η συνεχής Θεία Κοινωνία. Δεν ασχολούμαστε με τις αμαρτίες μας με μια αμαρτωλοφοβία και ευσεβιστική προσπάθεια για να γίνουμε καλύτεροι χριστιανοί με τις καθώς πρέπει αρετές. Ο Χριστός δεν ήρθε στην γη για να φτιάξει ένα καλοκομείο ούτε ανθρώπους με φαρισαϊκή πεποίθηση των έργων τους, αλλά να κάνει εν μετανοία χριστιανούς που παλεύουν για την αγάπη Του, να κάνει Εκκλησία μετανοούντων και ομολογούντων το όνομά Του. Κάθε καλό που συμβαίνει μέσα μας είναι από την χάρη του Θεού και μόνο το κακό που έχουμε είναι όλο δικό μας. Ο χριστιανός δεν καταγίνεται με μια καταναγκαστική καθημερινή φοβία πώς να κάνει το καλό σήμερα και πώς να ξεφύγει από τον πειρασμό και την αμαρτία. Δεν υπάρχει χειρότερο εσωτερικό κάτεργο από αυτήν την έγνοια και τον φόβο και την προσπάθεια. Όχι, η καθημερινή του χαρά της ζωής είναι πώς να αγαπά πιότερο τον Θεό. Εξασκεί την αδιάλειπτη προσευχή, μελετά, κοινωνεί συνεχώς και όλη αυτή η γλυκιά αγάπη με τον Θεό φέρει την απομάκρυνση από τον πειρασμό και την απόρριψη της αμαρτίας. Η αγάπη του Θεού και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος φέρνουν τους καρπούς Του, τις αρετές, και γίνεται καρδιά Θεού και πλήρης αρετών. Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος έλεγε ‘’κρείσσον εν τη μνήμη των αρετών υποκλέπτειν τα πάθη ή τη αντιστάσει’’. Ο θεϊκός έρωτας είναι αυτός που μπορεί να ακυρώσει τα πάθη παρά η συνεχής ενασχόληση μ’ αυτά για να τους αντισταθεί και να τα αποβάλει. Όταν η καρδιά αγαπά τον Θεό τότε σαν τον ήλιο που καίει τα αγριόχορτα, έτσι μαραίνονται μέσα του οι αμαρτίες και τα πάθη από την παρουσία του Χριστού. Το να ασχολείται συνεχώς με τους φόβους του μη τυχόν αμαρτήσει και με τις ενοχές του επειδή αμάρτησε του δημιουργεί μια νευρωτικότητα και μια φοβία, την αρρωστημένη ενοχικότητα. Το δένδρο της αμαρτίας δεν ξεριζώνεται με τα χέρια μας αλλά μαραίνεται και πέφτει από την αγάπη μας στον Θεό.
Με την συνεχή μετοχή του ανθρώπου στην Θεία Κοινωνία ο ίδιος ο Χριστός γίνεται η οικία του και παράλληλα και ο μεγάλος ένοικος. Κατοικεί ο Θεός μέσα του και κατοικεί ο πιστός μέσα στον Χριστό. Είναι αυτό που είπε o ίδιος ο Κύριος, ‘’ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ’’. Όταν ο Κύριος ζει μέσα στον πιστό τότε γίνεται η κεφαλή του και τον κατευθύνει και τον διαφυλάγει και τον επαναφέρει στην τάξη του και τον περιθάλπει όταν είναι πεσμένος και τον ευλογεί σε κάθε βήμα της ζωής του. Από μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Μόνιμα βλέπει τον έτερο νόμο να τον παρασύρει και να τον σπρώχνει στην αμαρτία. Πώς μόνος του να γλυτώσει από τον παρασυρμό και την πτώση; Με την συνεχή μετοχή του στο Μυστήριο το οστράκινο σκεύος του μέρα την ημέρα αναπλάθεται από την μείξη και την ανάκραση με το σώμα του Χριστού και φτάνει στην απάθεια. Γίνεται νους Χριστού και σώμα Χριστού και καρδιά Χριστού… και η Ζωή Του γίνεται ζωή του. Είναι ο μόνος δρόμος λύτρωσης από την αμαρτία. Δεν αρκεί που εξομολογείται κανείς και έχει τον γέροντα του να τον κατευθύνει. Όλο αυτό μπορεί να γίνει μια μεγάλη απάτη και μια αρρωστημένη προσκόλληση προσώπων και μια επανάπαυση ψυχολογική των ανασφαλειών. Η συνεχής Θεία Κοινωνία είναι αυτή που εξαγιάζει όλο τον αγώνα και ασφαλίζει όλα τα άλλα Μυστήρια. Μεγάλη είναι η αλήθεια αυτή που την βλέπουμε να αποτυπώνεται στα γραπτά του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα. Ο πιστός που θα μάθει να ζει συνεχώς στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχει βρει την ζωή την αληθινή. Εμείς σαν άνθρωποι δεν σώζουμε τον διπλανό μας με τα λόγια μας και τους γεροντισμούς μας, αλλά ο Χριστός, που κατοικεί μέσα μας, σώζει, ‘καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας’’.
Και ένας πνευματικός που θα μάθει το ποίμνιό του να κοινωνεί κάθε Κυριακή με φόβο Θεού και πόθο Θεού, αυτός έκανε το παν. Αυτό είναι η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού με τα μέλη Του, τους πιστούς, που κάθε Κυριακή εγκεντρίζονται στην Άμπελο, τον Χριστό, με την Θεία Κοινωνία και ζουν εν Χριστώ. Η Θεία Λειτουργία δεν είναι μια σύναξη μόνο προσευχομένων ανθρώπων, αλλά κυρίως μια σύναξη των μελών του Σώματος του Χριστού που μέσα τους τρέχει το Αίμα του Χριστού και ζουν και τρέφονται στο ίδιο Σώμα του Χριστού. ‘’Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει’’. Ένα Σώμα είναι όλοι οι πιστοί κοινωνούντες της θεανθρώπινης φύσεώς Του.
Ο Θεός κτίζει τις αρετές στην ύπαρξή μας όταν μέσα μας κατοικεί ο Χριστός. Εμείς το μόνο που δίνουμε είναι η άσκησή μας, ο πόθος, η μετάνοια και η συνεχής Θεία Κοινωνία. Αδιαφορούμε για την αμαρτία που στέκεται προκλητικά δίπλα μας. Ο στόχος μας στην πνευματική ζωή δεν είναι η μόνιμη έγνοια και ο φόβος της αμαρτίας, αλλά η αγάπη του Θεού και η συνεχής κοινωνία μαζί Του. Όποτε πέφτουμε μετανοούμε και τα αφήνουμε πίσω μας και συνεχίζουμε τον δρόμο μας, διότι ένας είναι ο στόχος, ‘’το βραβείο της άνω κλήσεως’’. ‘’ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ’’. Μέσα στον νου και στην καρδιά δουλεύει η προσευχή και η αγάπη του Χριστού.
Η ενοχικότητα
Μπροστά μας στέκονται δύο καταστάσεις της καρδιάς μας, ενοχή και ενοχικότητα. Ο άνθρωπος μετά την αμαρτία τραντάζεται από την ενοχή κι από την λύπη των λαθών του και αυτό τον οδηγεί στην μετάνοια και στην λύτρωση. Η ενοχικότητα όμως και οι τύψεις είναι ένα σύμπτωμα εγωιστικό και έργο διαβόλου. Μ’ αυτό οχυρώνεται σκληρά πίσω από μια ωραιοπαθή αθλιότητα, σε μια μιζέρια του εαυτού του που μόνιμα κλαίγεται με φόβους για τον Θεό και απομονώνεται. Τρομάζει και διστάζει να σκύψει και να δει βαθιά την άβυσσο του εαυτού του, να αποδεχτεί την αμαρτία του. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι μπορεί να έχει κάνει λάθος, κι αν το δεχτεί θέλει αυτοτιμωρητικά να απαλλαγεί και να αυτοδικαιωθεί. Μπροστά του είναι στημένο το είδωλο του εαυτού του που λατρεύει. Έτσι απομονώνεται κι από τον Θεό που Τον βλέπει ενοχικά και που πρόκειται να τον τιμωρήσει. Ποτέ του δεν γνώρισε τι σημαίνει αγάπη του Θεού. Πρέπει να έχει ταπείνωση κανείς για να την γνωρίσει. Και στους ταπεινούς δίνεται χάρη. Έτσι ζει σε μια παράκρουση ψυχική που τον οδηγεί στην κατάθλιψη και στην ψυχική απορρύθμιση. Είναι βέβαιο ότι κινείται με εγωισμό και ποτέ δεν μπορεί να χαρεί την χαρά της λύτρωσης που δίνει ο Θεός στους ταπεινούς.
Μόνιμα στο χώρο των χριστιανών βλέπει κανείς το εγωιστικό σύμπτωμα της ενοχικότητας να εμφανίζεται. Ρώτησε κάποιος πνευματικός ένα ανδρόγυνο γιατί δεν κοινώνησαν την Κυριακή και πήρε την απάντηση ότι τιμώρησαν τον εαυτό τους επειδή ήταν μαλωμένοι. Εν πρώτοις αυτό φαίνεται σαν ευλάβεια και σεβασμό στο Ιερό Μυστήριο. Όμως πίσω απ’ αυτό βλέπει κανείς έναν τεράστιο εγωισμό να φυτρώνει εξ αριστερών με κύριο στόχο την απομόνωση από την πηγή της ζωής, που είναι η Θεία Κοινωνία. Με μια φαινομενική ευλάβεια, την εγωιστική  ψευτοευλάβεια, απομακρύνονται από τον Θεό και δεν αναγεννιούνται και ούτε αναβαπτίζονται στην χάρη του Θεού, αλλά πνίγονται στην εγωιστική τους αθλιότητα. Ο πνευματικός τους αποκάλυψε την παγίδα του διαβόλου που ζούσαν με το προκάλυμμα της ευλάβειας.  Και αν μάλωσαν σαν αντρόγυνο είναι μια πράξη συμβαίνουσα και πρέπει να την αποδεχτούν. Ο Θεός δεν τους μετρά από το λάθος, αλλά από την μετάνοιά τους. Θα μπορούσαν να συγχωρεθούν και με αγάπη να προσέλθουν στο μυστήριο. Έπειτα τιμώρησαν τον εαυτό τους χωρίς να έχουν το δικαίωμα. Έπρεπε να ρωτήσουν τον πνευματικό τους. Προτίμησαν να κοιμηθούν χώρια χωρίς να μιλιούνται με μια κακία ο ένας στον άλλον. Το τραγικότερο ήταν που ξημέρωνε Κυριακή και δεν είχαν την δύναμη να ταπεινωθεί κανένας από τους δύο, για να υπάρξει συγχώρηση. Έτσι με την ‘’ευλάβειά’’ τους αυτή συγκάλυπταν τον εγωισμό τους και την αδυναμία τους για συγχώρηση.
Ομοίως και κάποιος άλλος έλεγε πως δεν κοινώνησε επειδή έφαγε αρτυμένο φαγητό την Παρασκευή. Και τον ρώτησε ο Ιερέας γιατί προτίμησε να φύγει από την Θεία Κοινωνία και δεν έσκυψε ταπεινά να κλάψει και να μετανοήσει γι’ αυτήν την πνευματική του νωχέλεια. Θα ήταν σωτήρια η εν δάκρυσι μετάνοιά του, διότι θα πρόσεχε για κάθε άλλη φορά. Τώρα που αυτοτιμωρήθηκε με τον πιο εγωιστικό τρόπο θα μάθει πολύ εύκολα να το κάνει μόνιμα και να έχει ήσυχη την συνείδησή του τιμωρώντας τον εαυτό του. Όμως δεν λογάριασε ποτέ την μεγάλη του αμαρτία που επιτέλεσε, την ψευτοευλάβειά του και την περιφρόνηση της Θυσίας του Χριστού που τελείται κάθε Κυριακή και καλούνται πάντες με φόβο Θεού και πόθο Θεού να κοινωνήσουν. Αν είχε πόθο κοινωνίας του Θεού θα έκανε τον παν για να μην έμενε έξω του Νυμφώνος την Κυριακή εκείνη. Και πόσο εγωιστικά φέρθηκε;
Παρόμοια ήταν και η περίπτωση μια ψυχής που επί πολλά έτη απείχε από τα Άγια Μυστήρια για τις εκτρώσεις που είχε κάνει. Ζούσε την παγίδα της ενοχικότητας και της απελπισίας και του φόβου για να ανταμώσει τον Θεό της αγάπης. Ένιωθε ανάξια να πλησιάσει στα Άγια Μυστήρια. Και εδώ ο πνευματικός έπρεπε να την ελευθερώσει και να την οδηγήσει στον Πατέρα Θεό και στην αγκάλη της αγάπης Του. Δεν έπρεπε να καταπιαστεί με τις νομικίστικες ερωτήσεις του τύπου, πόσα χρόνια πέρασαν και πόσες έγιναν και γιατί έγιναν και να κάνει μορφασμούς και να την μαλώνει ή και να τις επιβάλλει κανόνα αποχής από την Θεία Κοινωνία με έναν σκληρό και ανελέητο τρόπο. Ο αποτροπιασμός και η σκληρή κρίση ενώπιον του μετανοούντος αμαρτωλού φέρουν χειρότερη την ψυχική διάλυσή του και την απελπισία. Όλα αυτά επιδεινώνουν την ενοχικότητα και ποτέ του ο μετανοών δεν θα γνωρίσει τι σημαίνει να σ’ αγαπά ο Θεός και να σε συγχωρεί χωρίς αντάλλαγμα. Δεν υπάρχει αμαρτία που να μην την συγχωρεί ο Χριστός. Μα γι’ αυτό ανέβηκε στον Σταυρό. Και το αίμα Του μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία.
Η έννοια του φόβου του Θεού
Ο φόβος Θεού είναι ένα βίωμα της καρδιάς του ανθρώπου που αγαπά τον Θεό. Είναι η απαραίτητη εσωτερική αίσθηση και το ένδυμα που φορά για να προσευχηθεί και για να πλησιάσει στην Θεία κοινωνία. Όμως όταν λέμε φόβος Θεού δεν εννοούμε τον ψυχολογική κατάσταση του παιδιού που τρέμει και φοβάται περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να φάει το ξύλο, επειδή έκαμε μια ζημιά. Η πνευματική και πατερική διάσταση του όρου σημαίνει μόνο την μετάνοια και την συναίσθηση της αμαρτωλότητος. Είναι η βαθειά ταπείνωση και η αίσθηση της ελαχιστότητας μπροστά στο Θείο. Ο φόβος αυτός ενέχει μεν την διάσταση της φυγής από τον Θεό για την αμαρτωλότητα, αλλά εμπεριέχει και τον βαθύ πόθο για να πλησιάσει με πόθο τον Θεό. Από την μια μεριά σπρώχνεται να φύγει και από την άλλη θέλγεται να πλησιάσει. Είναι σαν τον απ. Πέτρο που, ενώ θελγόταν να ανταμώσει τον Κύριο, όταν μπήκε στο πλοιάριό του ένιωσε φόβο Θεού και του είπε ‘’Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε·’’.
Την διάσταση αυτή του φόβου την περιγράφει άριστα ο Ιερός Χρυσόστομος σε μια ευχή του πριν από την Θεία κοινωνία. ‘’Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὒκ εἰμι ἄξιος οὐδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς, διότι ὅλη ἔρημος καὶ καταπεσοῦσὰ ἐστι, καὶ οὐκ ἔχεις παρ᾿ ἐμοὶ τόπον ἄξιον τοῦ κλῖναι τὴν κεφαλήν. Ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ὕψους δι᾿ ἡμᾶς ἐταπείνωσας σεαυτόν, συμμετρίασον καὶ νῦν τῇ ταπεινώσει μου. … Οὐ γὰρ ὡς καταφρονῶν προσέρχομαί σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ὡς θαῤῥῶν τῇ ἀφάτῳ σου ἀγαθότητι, καὶ ἵνα μή, ἐπὶ πολὺ ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας σου, θηριάλωτος ὑπὸ τοῦ νοητοῦ λύκου γένωμαι…’’. Ένα δε άλλο τροπάριο περιγράφει πολύ έντονα την διάσταση του πόθου για ένωση με τον Θεό που φτάνει να καταργεί τον φόβο και την φυγή, και με την μετάνοια και το έλεος του Θεού τρέχει ένθεος προς την Θεία Κοινωνία. ‘’Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου’’. Στην εκκλησιαστική πατερική σκέψη ο φόβος του Θεού παίρνει την διάσταση του θείου έρωτος όπου ο πιστός τρέχει μέσα από τα συντρίμμια του εαυτού του και με τα δάκρυά του παλεύει να ανυψωθεί από την γη και να ανταμώσει τον Θεό της αγάπης του. Είναι μια πάλη της καρδιάς που δεν τρομάζει μπροστά στις αμαρτίες της και ούτε απορρίπτει τον εαυτό της με απελπισία, αλλά με δάκρυα μετανοεί και με πόθο πλησιάζει τον Κύριο. Είναι μια υγιής ψυχική διεργασία και αγία ταπείνωση. Μέσα από τις κοπριές των αμαρτιών του φυτρώνουν λουλούδια θείου έρωτος. Η πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού γίνεται το παράδειγμα μετανοίας και Θείου έρωτος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στην ευχή του για την Θεία μετάληψη διαγράφει πολύ λυρικά την πορεία αυτή του φόβου που από τα δάκρυα της μετανοίας οδηγείται στην αγάπη του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός είπε για την πόρνη ότι ‘’Αγάπησε πολύ διότι της συγχωρέθηκαν πολλά’’. Ένα μετανοημένος χριστιανός πεσμένος στο έλεος του Θεού αγαπά πιότερο, παρά ένας ζούφιος χριστιανός που δεν γεύτηκε την πίκρα της αμαρτίας και την χαρά της μετανοίας και θαρρετά νομίζει πως είναι άγιος.

Ο λόγος κινεί την πίστη
Η Παλαιά Διαθήκη κρατούσε τους Ισραηλίτες σε μια ενοχικότητα και έναν φόβο τιμωρίας. Έτσι έμειναν καθαροί από τις επιμειξίες με τους άλλους λαούς, διότι μόνιμα κραδαινόταν η τιμωρητική ράβδος πάνω από τα κεφάλια τους και συνεχώς η σχέση τους με τον Θεό ήταν μια καταναγκαστική καθημερινή εξόφληση λογαριασμών με θυσίες και καθαρμούς. Ήταν σχέση χρέους και όχι αγάπης και πίστεως στον Θεό. Το ίδιο συμβαίνει και στην εποχή της Χάριτος, όπου πολλοί χριστιανοί κινούνται απέναντι στον Θεό με ενοχικότητα και με φοβία, και έχουν στον νου τους πλασμένο τον Θεό ως Θεό της τιμωρίας. Ίσως και να βολεύει το σχήμα αυτό γιατί δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθούν πιο βαθιά με τον Θεό. Ίσως και το σχήμα και το κλίμα αυτό να το καλλιεργούν οι ιερείς,  που τους χριστιανούς τους κανονίζουν μόνιμα με τους κανόνες και του στήνουν μπροστά στο φόβο των κανονιών και της αποχής από την Θεία Κοινωνία. Δυστυχώς ποιος σήμερα από τους πνευματικούς προσπαθεί να δώσει την όμορφη αυτή πίστη ότι ο Θεός είναι ο ποιμένας του και τον αγαπά πολύ. Μόνιμα επικρέμονται τα πρέπει και οι τιμωρίες. Όλοι θέλουμε τον διπλανό μας να είναι και να γίνει τέλειος και τον φορτώνουμε με κανόνες και ηθικισμούς και με ευσεβισμούς και με δυσβάστακτα φορτία θρησκευτικών πράξεων, νομίζοντας πως έτσι θα γίνει καλύτερος πιστός. Αυτό είναι ο άκρατος ευσεβισμός που στερεί από τον άνθρωπο την αληθινή ελευθερία και την αληθινή αγάπη με τον Θεό.
Η πίστη δεν είναι καρπός μιας καταναγκαστικής σχέσης και προληπτικής θρησκευτικότητας και ενός ηθικισμού, αλλά καρπός του λόγου του Θεού. Ο λόγος του Θεού, όταν ρέει πλούσια στις καρδιές των ανθρώπων, κινεί την πίστη και την αγάπη μέσα τους. Έτσι το λέγει ο απ. Παύλος, πώς μπορεί να πιστέψει κανείς αν δεν ακούσει και πώς να ακούσει, αν δεν υπάρξει ο κήρυκας. Και είναι ευλογημένοι και ωραίοι ο πόδες των ευαγγελιζομένων την ειρήνη και τα αγαθά του Θεού. Με την καρδιά του πιστεύει ο άνθρωπος, αλλά με το στόμα του ομολογεί. Ο λόγος του Θεού φέρνει την ουράνια αλλοίωση παράλληλα με την όλη άσκηση και δουλαγωγία της σάρκας.
Ερχόμενος ο Κύριος επί της γης κατήργησε την νομικίστικη ηθική και σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και έπηξε την Εκκλησία Του, που είναι μια οικογένεια μεγάλη και που τα μέλη της συνδέονται μεταξύ τους και με τον Πατέρα τους με την οικειότητα και την χαρά των παιδιών Του. Κατάργησε τον νόμο που κανονίζει τις σχέσεις και τα πρέπει σε μια κοινωνία αγάπης και έδωκε τον νόμο της ελευθερίας.
Τα παιδιά του Θεού δεν ζουν κάτω από μια ενοχικότητα και έναν φόβο προς τον πατέρα τους, αλλά όπως οικεία τον αγαπούν έτσι και απλά του ζητούν την συγχώρηση για κάθε τους πτώση και λάθος. Και βρίσκουν το έλεος διότι γεύτηκαν και γεύονται την αγάπη του Θεού, καθώς πρώτος Αυτός μας αγάπησε. ‘’῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς’’.
Επίλογος
Η αγάπη βγάζει έξω τον φόβο. Αυτός που αγαπά δεν αφήνει την λύπη των αμαρτιών του να τον κρατά σε μια ενοχικότητα και να τον απελπίζει. Ζει την μετάνοιά του την καθημερινή. Πεθαίνει από  το δηλητήριο της αμαρτίας αλλά ανασταίνεται με την μετάνοιά του. Η αγάπη του Θεού τον συνέχει και του δίνει την χαρά της λύτρωσης. Η σχέση του είναι σχέση παιδιού με πατέρα. Το Αίμα του Ιησού Χριστού τον καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Μπροστά του στέκονται τα πρόσωπα του ληστή και του Πέτρου και της πόρνης που με την μετάνοιά τους κέρδισαν τον Παράδεισο. Εκεί ζωγραφίζεται η μεγάλη αγάπη του Θεού που ήρθε να σώσει τους αμαρτωλούς και να τους οδηγήσει στην ουράνια πολιτεία.
Πόσο μεγάλο γεγονός είναι να μάθουμε αυτήν την μεγάλη αγάπη του Θεού και πόσο μεγάλο είναι να μάθουμε ταπεινά να μετανοούμε… Κι αν η αμαρτία είναι ένα καθημερινό γεγονός της πορείας μας, επομένως η αγάπη του Θεού που είναι ένα μόνιμο έργο Του πρέπει να ανταμώνει με την συνεχή μετάνοια του ανθρώπου.
Και τότε έρχεται η χαρά η αληθινή και συνεχής.
Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: “Θερμές ευχαριστίες στον συγγραφέα του κειμένου, αρχ. Σεβαστιανό, Αρχιερατικό Επίτροπο Αμυνταίου, που μας έδωσε την ευλογία για την δημοσίευσή του”.