Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Αββάς Κασσιανός, μία άγνωστη πατερική μορφή της Φιλοκαλίας



Αρxιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Άνθη  Φιλοκαλίας (Περί λογισμών και παθών)
Μέρος Β΄
Αββάς  Κασσιανός, μία άγνωστη πατερική μορφή της Φιλοκαλίας Και η διδασκαλία του για την καταπολέμηση των θανάσιμων παθών.
Ο όσιος Κασσιανός, αποτελεί μία εν πολλοίς άγνωστη, αλλά σημαντική   πατερική μορφή, που έζησε μάλιστα στην χρυσή περίοδο της Εκκλησίας μας (4ος-5ος αι.) και υπήρξε σύγχρονος των μεγάλων Πατέρων Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του οποίου υπήρξε και μαθητής, κ.ά. Ο όσιος  Κασσιανός είναι σπουδαίος για τα ασκητικά του συγγράμματα που περιελήφθησαν  στην ”Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών”, στα οποία συμπυκνώνει την πείρα των ορθοδόξων ασκητών της Ανατολής, και διότι μετέφερε και διέδωσε στην Δύση το  πνεύμα του ορθοδόξου μοναχισμού.
Ο όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αι. (πιθανότατα το  360μ.Χ.).Προερχόταν από οικογένεια πλούσια και ευγενική, που κατείχε υψηλή κοινωνική θέση στην αριστοκρατία της χριστιανικής Ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας.  Μάλιστα,ο πατέρας του κατείχε ανώτερη διοικητική θέση στο ρωμαϊκό κράτος, Κατά γενική παραδοχή καταγόταν από την Ρώμη, αν και θα λέγαμε ότι υπάρχει μία σύγχιση σχετικά με την καταγωγή του οσίου Κασσιανού, αν δηλ. ήταν Ρωμαίος λατινόφωνος ή Έλληνας. Η σύγχιση επιτείνεται από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Δύση (Ρώμη, Γαλατία) και ότι έγραψε τα έργα του στα λατινικά, αν και για πολλά χρόνια έζησε στην Σκυθόπολη της Μ. Ασίας και την Ανατολή.  Ωστόσο,το ότι συνέγραψε τα έργα του στην λατινική δεν σημαίνει ότι αυτή ήταν και η μητρική του γλώσσα, αφού η ευγενική του καταγωγή και η οικογενειακή του προέλευση του έδωσε την δυνατότητα να αποκτήσει ευρεία μόρφωση και παιδεία δίγλωσση (ελληνική και λατινική) όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Σε νεαρή ηλικία, και έχοντας ολοκληρώσει την κοσμική του παιδεία, και ενώ  είχε όλες τις προϋποθέσεις για σταδιοδρομία στην διοίκηση της αυτοκρατορίας, επιλέγει τον δρόμο του μοναχικού βίου. Ως μοναχός βρίσκεται στην  Παλαιστίνη, και αργότερα με την ευλογία του ηγουμένου του, ταξιδεύει στην  Αίγυπτο, για να γνωρίσει από κοντά τους φημισμένους ασκητές της Θηβαϊδος και της Νιτρίας, συνομιλεί μαζί τους και καταγράφει την ζωή τους στα κοινόβια, τις πνευματικές και ασκητικές τους εμπειρίες.
Αργότερα, ο όσιος Κασσιανός συνδέεται με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, χειροτονείται διάκονος και τον ακολουθεί στην Κων/πολη. Με την εκθρόνιση του Χρυσοστόμου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πόλεως και την εξορία του (404 μ.Χ.), ο Κασσιανός καταφεύγει στην Ρώμη, και μετά στην περιοχή της Μασσαλίας, όπου με την προτροπή και την σύμφωνο γνώμη του επιχωρίου επισκόπου  Κάστορος, ιδρύει δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, και τα οργανώνει σύμφωνα με τα πρότυπα του κοινοβιακού μοναχισμού της ορθοδόξου Ανατολής.
Εκείνο που καθιστά σημαντική την μορφή του αββά Κασσιανού είναι  ότι, κατόπιν προτροπής του επισκόπου Κάστορος, ο Κασσιανός κατέγραψε τις γνώσεις και τις εμπειρίες από την δική του ζωή ως μοναχού καθώς και τις επαφές και συνομιλίες που είχε με τους γέροντες ασκητές της ερήμου της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, για πνευματική ωφέλεια και οικοδομή των μοναχών των δύο κοινοβίων που ο ίδιος ίδρυσε στην Μασσαλία, αλλά και για την πνευματική ζωή των χριστιανών της Δύσης, για τους οποίους άλλωστε και συνέγραψε στην λατινική γλώσσα.
Τα γραπτά του αποπνέουν το νηπτικό και ασκητικό πνεύμα των μοναχών της Ανατολής. Στο έργο του ”Κοινοβιακές διατυπώσεις”  καταγράφει τον τρόπο οργάνωσης των μοναστηριών και τους κανόνες που διέπουν την ζωή του μοναχού  στα κοινόβια μονές. Ο αββάς Κασσιανός επίσης κατέγραψε τις ”Συνομιλίες” του με τους ασκητές της Αιγύπτου. Από τα έργα του αββά Κασσιανού στην ”Φιλοκαλία”  συμπεριλήφθησαν δύο κείμενα, το ”Περί των οκτώ λογισμών” και ο λόγος ”Περί διακρίσεως’‘, μέσα από τα οποία αναλύει τα οκτώ θανάσιμα πάθη, της  γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας κενοδοξίας, υπερηφανίας, που αποτελούν επαναλαμβανόμενες πράξεις και   λογισμούς, σκέψεις, συνήθειες ριζωμένες στον άνθρωπο, και εξηγεί πως μπορούν να  αντιμετωπισθούν, ενώ παράλληλα τονίζει την σπουδαιότητα της διάκρισης ως αρετής  πνευματικής που προφυλάσσει τον αγωνιζόμενο χριστιανό από ακρότητες, μονομέρειες και στρεβλώσεις πνευματικές, όλες τις παγίδες του πονηρού. Με τρόπο απλό και σαφή ο αββάς Κασσιανός δίνει πρακτικές συμβουλές ωφέλιμες για όποιον ετοιμάζεται να αναλάβει ασκητικό αγώνα.
Η ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την μνήμη του αγίου Κασσιανού στις 29  Φεβρουαρίου, ενώ και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τον αναγνωρίζει ως τοπικό της άγιο (τιμάται ιδίως στην Νότιο Γαλλία).
Ο αββάς Κασσιανός στην διάκριση των παθών της ψυχής ακολουθεί την  ανάλυση της παθογένειας της ανθρώπινης ψυχής που είχαν κάνει οι προηγούμενοι ασκητές και ερημίτες της Αιγύπτου, τους οποίους είχε επισκεφθεί και είχε συνομιλήσει μαζί τους, ωστόσο ο όσιος Κασσιανός συστηματοποιεί την διδασκαλία τους, και ως προς το σημείο αυτό γίνεται πρωτοπόρος στο θέμα ”διάκριση των οκτώ θανάσιμων λογισμών”, που αποτελεί κλασσικό και θεμελιακό ζήτημα στην σκέψη των νηπτικών Πατέρων. Πολλοί μεταγενέστεροι Πατέρες ακολουθούν τον διαχωρισμό  των παθών όπως τον έκανε ο Κασσιανός. Κάποιοι παραπέμπουν σε αυτόν ευθέως και ονομαστικώς, όπως ο άγ.Ιωάννης της Κλίμακος και ο Μέγας Φώτιος.
Ο αββάς Κασσιανός, αναφερόμενος στα συγκεκριμένα οκτώ πάθη λογισμούς  της ψυχής, τα χαρακτηρίζει ως θανάσιμα, με την έννοια ότι αποτελούν θανάσιμες ψυχικές αρρώστιες που θολώνουν, σκοτίζουν την διάνοια και την σκέψη του ανθρώπου, οδηγούν την ψυχή σε ”παρά φύσιν” ενέργειες, σε πράξεις που απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Θεό,τον αιχμαλωτίζουν σε εμπαθείς καταστάσεις=εξαρτήσεις από τα διάφορα πάθη, που αν δεν διαγνωσθούν και θεραπευθούν εγκαίρως, οδηγούν στον θάνατο της ψυχής και τον αιώνιο χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό. Όταν λοιπόν τα πάθη αυτά κυριαρχήσουν στον νου και την καρδιά του ανθρώπου, τον εξαγριώνουν και τότε ο άνθρωπος γίνεται” δίποδο και ανθρωπόμορφο θηρίο”(Ιω.Χρυσόστομος). Ας δούμε λοιπόν πως ο όσιος Κασσιανός με τρόπο πρακτικό αναλύει τα πάθη αυτά και τις πνευματικές συμβουλές που δίνει για την καταπολέμησή τους.
Ο αββάς Κασσιανός ξεκινά από το πάθος της γαστριμαργίας, και κάνει λόγο για μέτρο και εγκράτεια στα φαγητά, και επισημαίνει ότι” εξ’ αιτίας της υπερβολής της  αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές  εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και  εξασθένηση της ψυχής… Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσουμε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και σε λογικά όρια  τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα.
Ακριβής κανόνας εγκρατείας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσουμε”. Έτσι, ο Κασσιανός μας δίνει το μέτρο της εγκράτειας στις τροφές ως αντίδοτο στο πάθος της γαστριμαργίας ενώ παράλληλα συνδυάζει την σωματική  νηστεία με την πνευματική προσπάθεια. ”Για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνη η εγκράτεια στα φαγητά, αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Ας  συγκρατούμε την κοιλιά μας και να υποδουλώνουμε το σώμα όχι μόνο με νηστεία, αλλά και με αγρυπνία και κόπο και πνευματικά αναγνώσματα”.
Στην συνέχεια ο αββάς Κασσιανός κάνει λόγο για τους λογισμούς της  πορνείας και των σαρκικών επιθυμιών, συνιστά μάλιστα πως πρέπει να αναλάβουμε διπλό αγώνα, σωματικό και ψυχικό για την καταπολέμησή τους. Η σωματική νηστεία για να οδηγήσει στην πνευματική καθαρότητα πρέπει να συνδυαστεί με πυκνή προσευχή, μελέτη των Γραφών και εργασία, ”που αναστέλλουν τις ορμές της ψυχής και απομακρύνουν τις αισχρές φαντασίες. Πρώτα πρώτα οφείλει κανείς να φυλάττει την καρδία του από ρυπαρούς λογισμούς, γιατί από την καρδιά βγαίνουν διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες κτλ. (Ματθ.15,19)”. Με την χάρη του Θεού, την προσευχή, την νηστεία και την πνευματική μελέτη μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τους πονηρούς λογισμούς, με την προφύλαξη των αισθήσεων και την επιμέλεια της διανοίας κατορθώνονται να αποκρούονται οι πειρασμοί. ”Γι’αυτό οφείλουμε να φροντίζουμε να έχουμε όχι μόνον εγκράτεια σώματος, αλλά και συντριβή καρδίας και πυκνές προσευχές, ώστε το καμίνι της σάρκας μας, που ανάβει καθημερινά με τους ερεθισμούς της επιθυμίας,να το σβήσουμε με την δρόσο του Πνεύματος”. Η  προσοχή και η προφύλαξη διευκολύνουν στην καθαρότητα της ψυχής.
Στην συνέχεια ο αββάς Κασσιανός καταπιάνεται με το πάθος της  φιλαργυρίας, που το χαρακτηρίζει ως μία κακή επιθυμία, που αν παραμεληθεί εν τη γεννήσει της θα καταστεί πολύ καταστρεπτική, γενεσιουργός αιτία και ρίζα όλων των κακών (Α’ Τιμ.6,10). ”Η αρρώστια αυτή σέρνει τον άνθρωπο, ώστε να τον ρίξει και  στην ειδωλολατρεία, γιατί αφού απομακρύνει ο φιλάργυρος το νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά είδωλα, δηλ. τα νομίσματα”. Για τους φιλάργυρους, η χρήση των  χρημάτων γίνεται πάθος, μία παρά φύσιν και παράλογη εξάρτηση, που θεοποιεί το  χρήμα. Απομακρύνονται από τον Θεό, χάνουν την ευλογία και την χαρά του να δίνουν και να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους (Πραξ.20,35 // Ματθ.19,21).”Πρέπει λοιπόν με κάθε επιμέλεια να ξεριζώνουμε από την ψυχή μας την ρίζα όλων των κακών, την φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλά ότι όταν μένει η ρίζα, εύκολα φυτρώνουν τα κλαδιά. Ας έχουμε μπροστά μας το παράδειγμα του Ιούδα,και το απρόσμενο του θανάτου, μήπως όταν έρθει ο Κύριος βρει λερωμένη την συνείδησή μας από την φιλαργυρία και μας πει όπως στον πλούσιο εκείνον του Ευαγγελίου:ανόητε, αυτή την νύχτα ζητούν την ψυχή σου, σε ποιον θα πάνε αυτά που ετοίμασες;”.
Τέταρτο κατά σειράν πάθος που με την βοήθεια του Θεού οφείλει να κόψει ο  χριστιανός από το βάθος της καρδιάς μας είναι ”το θανατηφόρο δηλητήριο της οργής, του θυμού”, όπως το αποκαλεί ο αββάς Κασσιανός. Και συνεχίζει: ”όσο το πονηρό τούτο πνεύμα της οργής κάθεται στην καρδιά μας και τυφλώνει με τις  σκοτεινές αναταραχές τα μάτια της καρδιάς μας, ούτε το συμφέρον της ψυχής μας μπορούμε να διακρίνουμε, ούτε να φθάσουμε ποτέ την πνευματική γνώση ή την  τελειότητα της αγαθής σκέψεως, ούτε να γίνουμε μέτοχοι της αληθινής πνευματικής ζωής, ούτε το θείο και αληθινό φως μπορεί να δεχθεί ο νους μας, ούτε να γίνουμε  μέτοχοι της θείας σοφίας, γιατί είναι γραμμένο “στον κόρφο των ανοήτων αναπαύεται ο θυμός” -(Εκκλης.7,9),ούτε την αρετή της διάκρισης μπορούμε να αποκτήσουμε, ούτε θα μπορέσουμε να αποδώσουμε το δίκαιο με προσεκτική και  νηφάλια καρδιά, καθώς είναι γραμμένο “ο θυμός του ανθρώπου δεν πραγματοποιεί την δικαιοσύνη του Θεού (Ιακ.1,20). Όποιος λοιπόν θέλει να φθάσει στην τελειότητα  και επιθυμεί να αγωνισθεί τον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από το ελάττωμα της οργής και του θυμού, και ας ακούει τον Απ. Παύλο που λέγει “κάθε έχθρα και οργή και θυμός και κραυγή και βλασφημία, ας φύγει από σας μαζί με κάθε κακία” -(Εφες.4,31).
Για τον μόνον λόγο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε θετικά τον θυμό  μας, σημειώνει ο αββάς Κασσιανός, είναι όταν τον στρέφουμε εναντίον των εμπαθών και φιλήδονων λογισμών. “Οργίζεσθε και μην αμαρτάνετε”, δηλ. με οργή να  απομακρύνουμε τους πονηρούς λογισμούς και έτσι να αποφεύγουμε την αμαρτία.
Τις περισσότερες φορές όμως, ο θυμός μας στρέφεται κατά των αδελφών  μας. Η αγριότητα και η εμπάθεια της ψυχής μας προτιμά να θυμάται την κακία και να  μνησικακεί κατά των αδελφών μας, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Πρέπει να  έχουμε το θάρρος να εντοπίσουμε μέσα στην καρδιά μας τις αιτίες που προκαλούν σκέψεις και πράξεις θυμού, και να μην επιρρίπτουμε την ευθύνη του πνεύματος της οργής στους συνανθρώπους μας, αλλά στην δική μας πνευματική ολιγωρία και ραθυμία να εκριζώσουμε τον θυμό από την καρδιά μας. ”Όταν τύχει αφορμή θυμού, όταν κάποιος είναι παρών που να μας ερεθίζει και να μας φέρνει σε δοκιμασία, τότε αμέσως τα πάθη εντός μας ξεπηδούν από τον τόπο που ησύχαζαν κρυμμένα, με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγριότητα”. Οφείλουμε λοιπόν, όπως μας συμβουλεύει ο αββάς Κασσιανός, όχι μόνον ”να συγκρατούμε το στόμα μας τον καιρό του θυμού να μην λέει λόγια οργής, αλλά να καθαρίζουμε την καρδιά μας από την μνησικακία και να μην στριφογυρίζουμε στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον των αδελφών μας” .”Η τέλεια θεραπεία της ασθένειας της οργής είναι να πιστέψουμε ότι ούτε για δίκαιες ούτε για άδικες αφορμές επιτρέπεται να θυμώνουμε. Επειδή όταν η οργή σκοτίσει την διάνοια, ούτε διάκριση, ούτε σωστή σκέψη, ούτε δικαιοσύνη θα βρεθεί μέσα μας, ούτε ναός του Αγίου Πνεύματος μπορεί να γίνει η ψυχή μας, αλλά θα μας κατακυριεύσει το πνεύμα της οργής σκοτίζοντας την διάνοιά μας. Ας φυλαγόμαστε από την οργή”, σημειώνει συμπερασματικά ο αββάς Κασσιανός.
Ο όσιος μας προειδοποιεί επίσης για το πνεύμα της λύπης, που σκοτίζει την  ψυχή, παραλύει κάθε πνευματική δραστηριότητα, κατατρώει την ψυχή, την γεμίζει με μελαγχολία, δυσαρέσκεια, πλήξη και οδηγεί σε πνευματική παραίτηση και  απελπισία. Ο λογισμός της λύπης που προέρχεται από τον πονηρό και καταλήγει σε  απελπισία και οκνηρία ο αββάς Κασσιανός συμβουλεύει να την θεραπεύσουμε με την προσευχή και την ελπίδα στον Θεό, την μελέτη των θείων λόγων και την  συναναστροφή με ευλαβείς ανθρώπους.
Σχετικός με το πνεύμα της λύπης είναι και ο λογισμός της ακηδίας, του αισθήματος δηλ. της αμέλειας και της πλήξης. Η ακηδία πλήττει τους ευλαβείς  χριστιανούς προκαλώντάς τους ατονία και έλλειψη ενδιαφέροντος για κάθε είδους εργασίας, σωματικής ή πνευματικής, κάνει ανυπόφορη την παρουσία και την  συναναστροφή με τους άλλους, πολλές φορές υποβάλλει λογισμούς αναχώρησης και μετάβασης σε άλλο τόπο, δήθεν για πνευματική ωφέλεια. Ο αββάς Κασσιανός  εναντίον του πνεύματος της ακηδίας που με ύπουλο τρόπο ναρκώνει και παραλύει  κάθε πνευματική δραστηριότητα και ενδιαφέρον, συνιστά την πνευματική εγρήγορση, την υπομονή στην εργασία και την προσευχή, όπως και την επικοινωνία  και συμπαράσταση από άλλους πνευματικούς αδελφούς.
Έβδομο κατά σειράν λογισμό θανάσιμο αναφέρει ο αββάς Κασσιανός το  πνεύμα της κενοδοξίας, που το θεωρεί ως δυσκολοπολέμητο, διότι καθώς η κενοδοξία είναι πολύμορφη, εκδηλώνεται σε κάθε πράξη και λόγο, σε σιωπή, σε έργο, στην προσευχή, σε κάθε πνευματική προσπάθεια. Ο πονηρός υποβάλλει  λογισμούς αυτοδικαίωσης για τις πιθανές αρετές που διαθέτει ο πιστός, για την  πνευματική του πρόοδο και ανωτερότητα σε σχέση με τους υπολοίπους, και για τις οποίες οι άλλοι οφείλουν να τον τιμούν και να τον επαινούν. ”Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι του δικαίου,πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο της κενοδοξίας, έχοντας μπροστά του τον στίχο του Δαυίδ “ο Κύριος διεσκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων” (Ψαλμ.52,6) και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από τον Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να ταπεινώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με την βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας”.
Στην κορυφή των θανάσιμων παθών ο αββάς Κασσιανός τοποθετεί την υπερηφάνεια, που προσβάλλει όσους έχουν προχωρήσει πνευματικά και επιχειρεί να τους γκρεμίσει  από το ύψος της αρετής που έφθασαν. Ενώ κάθε άλλο πάθος πολεμά μία συγκεκριμένη αρετή, λ.χ. η γαστριμαργία την εγκράτεια, η πορνεία την σωφροσύνη, η φιλαργυρία την ακτημοσύνη, ο θυμός την πραότητα, αντιθέτως η υπερηφάνεια σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή, καταστρέφει ολοκληρωτικά κάθε αρετή, την διαστρέφει και την κατεδαφίζει εκ θεμελίων. Όπως ο άγγελος εκείνος, ο  Εωσφόρος, που είχε στολισθεί με πολλές αρετές από τον Θεό, εξέπεσε του ουρανού και της αρετής του εξαιτίας της υπερηφανείας του, όταν θέλησε να ανταγωνισθεί το Θεό και να γίνει ίσος. Η Αγία Γραφή μας προειδοποιεί για το πνεύμα της  υπερηφάνειας, και μας προτρέπει να αποδίδουμε το κάθε τι όχι στον εαυτό μας, αλλά στις δωρεές του Θεού. Χωρίς την βοήθεια του Θεού δεν μπορούμε να κάνουμε  τίποτε (Ιω.15,5). “Ει μη οικοδομήσει οίκον ο Κύριος εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες” (Ψαλμ.126,1). Και ο Απ.Παύλος συμπληρώνει: ”τι έχεις που δεν το έλαβες από τον Θεό; και αν δεν έχεις πάρει κάτι, τι καυχιέσαι σαν να μην το έλαβες;”(Α’ Κορ.4,7).
Και ο αββάς Κασσιανός καταλήγει ως εξής: “δεν μπορούμε διαφορετικά να φθάσουμε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνον με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο, από την πίστη και τον φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού”.
Στην συλλογή των κειμένων της ”Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών” έχει  επίσης περιληφθεί του οσίου Κασσιανού ”λόγος περί διακρίσεως”, που αποτελεί μέρος διαλόγου του Κασσιανού με τον πολυσέβαστο για την αρετή του γέροντα της  αιγυπτιακής ερήμου αββά Μωυσή,ο οποίος διακρίνοντας τον πόθο του νεαρού τότε μοναχού Κασσιανού, του μίλησε για την κορυφή των αρετών, την τελείωση της  πνευματικής προσπάθειας που αποτελεί η απόκτηση της αρετής της διάκρισης. Το χάρισμα της διάκρισης, ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ.12,8) είναι πολύ  σημαντικό και ουσιώδες, διότι προφυλάσσει τον πιστό, ”διδάσκει τον άνθρωπο να αφήνει τις υπερβολές και να βαδίζει την βασιλική μέση οδό. Και ούτε επιτρέπει με την  άμετρη εγκράτεια να εξαπατάται κανείς, ούτε πάλι να σέρνεται στην αδιαφορία και τη χαλαρότητα. Η διάκριση είναι ένα μάτι της ψυχής και λυχνάρι. Επειδή η διάκριση αφού εξετάσει τις σκέψεις και τις πράξεις του ανθρώπου, διακρίνει και ξεχωρίζει κάθε τι κακό και μη αρεστό στον Θεό και απομακρύνει την πλάνη”. ”Όσοι έχουν γυμνασμένα τα πνευματικά αισθητήρια διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και του κακού, χωρίς το χάρισμα της διάκρισης δεν συγκροτείται αρετή, επειδή η διάκριση είναι μητέρα και φύλακας όλων των αρετών”.
”Η αληθινή διάκριση, σημειώνει ο αββάς Κασσιανός, δεν αποκτάται παρά  από την αληθινή ταπείνωση, με το να φανερώνουμε στους πατέρες, σε πνευματικούς γέροντες που έχουν διάκριση, όσα κάνουμε και όσα σκεφτόμαστε, και να μην  εμπιστευόμαστε σε τίποτε τον δικό μας λογισμό, αλλά σε όλα να ακολουθούμε τους λόγους των γερόντων”.
Η εμπειρία του αββά Κασσιανού από τον πνευματικό αγώνα για την  καταπολέμηση των θανάσιμων λογισμών, των θανατηφόρων παθών, και η πορεία που μας υποδεικνύει για την απόκτηση των αρετών, αποτελούν και για μας σήμερα και για κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό πολύτιμη παρακαταθήκη συμβουλών και οδηγιών, έναν εγγυημένο οδηγητή για την πνευματική μας ζωή, αρκεί να θελήσουμε να τις αξιοποιήσουμε για δική μας πνευματική ωφέλεια.
Πηγή: impantokratoros.gr

Ασκητικές Εμπειρίες (Τα δάκρυα) - Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανινωφ


Τί θαυμαστό! Εκείνοι που από φυσική κλίση χύνουν ποτάμια τα δάκρυα, άκοπα, άσκοπα και ανώφελα, καθώς κι εκείνοι που τα χύνουν από κάποιαν αμαρτωλή παρόρμηση, όταν θελήσουν να κλάψουν θέαρεστα, διαπιστώνουν ότι μέσα του δεν μπορεί να τρέξει ούτ' ένα δάκρυ. Αυτό δείχνει ότι τα δάκρυα τα πνευματικά είναι θεϊκά δώρα. Και για να τ' αποκτήσει κανείς, πρέπει πρώτα να αποκτήσει τον φόβο του Θεού και την μετάνοια.


Αιτία των δακρύων είναι η διαπίστωση και η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. «Τα μάτια μου βυθίστηκαν σε ποταμούς δακρύων, γιατί δεν τήρησα τον νόμο Σου», λέει ο άγιος προφήτης Δαβίδ. Αιτία των δακρύων είναι η συναίσθηση της πνευματικής πτωχείας. Η πνευματική πτωχεία, όντας αυτή καθεαυτή μακαριότητα, γεννά άλλα μακαριότητα, το πένθος, που τρέφει, συντρέχει και δυναμώνει τη μητέρα του. «Δεν προέρχεται το πένθος από τα δάκρυα, αλλά τα δάκρυα από το πένθος», λέει ο όσιος Ιωάννης ο προφήτης. «Αυτός που βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα σε ανθρώπους, αν κόβει το θέλημά του και δεν εξετάζει τα πταίσματα των άλλων, αυτός αποκτά το πένθος. Και το πένθος τον βοηθάει να συγκεντρώνει τους λογισμούς του. Και όταν συναχθούν και ελεγχθούν οι λογισμοί, γεννούν την κατά Θεόν λύπη. Και η λύπη γεννά τα δάκρυα».

Τα δάκρυα, ως δώρο Θεού, είναι γνώρισμα θείου ελέους, όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Τα δάκρυα, που παρουσιάζονται κατά την προσευχή, είναι σημείο του ελέους του Θεού, το οποίο αξιώθηκε η ψυχή με τη μετάνοιά της, και σημείο του ότι η μετάνοια έγινε δεκτή και άρχισε να εισέρχεται με τα δάκρυα στην πεδιάδα της καθαρότητας. Αν οι λογισμοί δεν απαλλαγούν από τα πρόσκαιρα πράγματα και δεν πετάξουν από πάνω τους την ελπίδα του κόσμου, αν δεν κινηθεί απ' αυτούς η περιφρόνηση για τον κόσμο και δεν αρχίζουν να ετοιμάζουν αγαθά εφόδια για την έξοδό του απ' αυτόν τον κόσμο, αν δεν αρχίσουν να κινούνται στην ψυχοί λογισμοί για τα εκεί πράγματα, τα μάτια δεν μπορούν να δακρύσουν».

Όποιος απέκτησε τη γνώση της αμαρτωλότητάς του, όποιος απέκτησε τον φόβο του Θεού, όπιος απέκτησε τα αισθήματα της μετάνοιας και του πένθους, πρέπει, με επιμελή προσευχή, να ζητήσει από τον Θεό το δώρο των δακρύων. Έτσι και η Ασχά, η κόρη του Χαλέβ, όταν παντρεύτηκε και πήγαινε στο σπίτι του συζύγου της καθισμένη σ' ένα γαϊδουράκι, με στεναγμούς και λυγμούς άρχισε να παρακαλάει τον πατέρα της: «Με πάντρεψες στην κατάξερη γη του ΄ντου! Δώσ' μου, λοιπόν, προίκα ένα ευλογημένο χωράφι, δώσ' μου ένα που να είναι πλούσιο σε νερά!» Και ο Χαλέβ εκπλήρωσε την επιθυμία της κόρης του. Οι άγιοι πατέρες στο πρόσωπο της Ασχά βλέπουν την ψυχή, καθισμένη σαν σε γαϊδουράκι στίς άλογες απαιτήσεις της σάρκας. Η ξερή γη συμβολίζει την πνευματική εργασία υπό την καθοδήγηση του φόβου του Θεού. Και το ότι με στεναγμούς και λυγμούς ζητούσε από τον πατέρα της γη πλούσια σε νερά, σημαίνει ότι πρέπει με στεναγμούς και πόνο καρδιάς να ζητάει κάθε ασκητής το χάρισμα των δακρύων από τον Θεό.

Εκτός από την προσευχή, για να λάβουμε το χάρισμα των δακρύων, είναι απαραίτητος και ο προσωπικός μας αγώνας. Ο αγώνας αυτός προηγείται των δακρύων αλλά και τα ακολουθεί. Ο αγώνας που προηγείται των δακρύων αποτελείται από τη διακριτική εγκράτεια τροφών και ποτών, τη διακριτική αγρυπνία, την ακτημοσύνη, την απομάκρυνση της προσοχής μας απ' όλα όσα μας περιβάλλουν και την αυτοσυγκέντρωση. Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει: «Μετάνοια είναι η άλυπη στέρηση κάθε σωματικής παρηγοριάς». Ο προφήτης Δαβίδ περιγράφει την κατάσταση του ανθρώπου που πενθεί με τούτα τα λόγια: «Μαράθηκα σαν το χορτάρι και στέγνωσε η καρδιά μου, γιατί (από την πολλή θλίψη) ξέχασα να φάω και ψωμί μου. Από τους γοερούς στεναγμούς μου τα κόκαλά μου κόλλησαν στο δέρμα μου. Κατάντησα σαν τον ερημικό πελεκάνο, έγινα σαν το νυχτοπούλι (που κρώζει πένθιμα) στα χαλάσματα. Άγρυπνος μένω, κι έγινα σαν το μοναχικό σπουργίτι πάνω στη στέγη. Με χλευάζουν ολημερίς οι εχθροί μου και ορκίζονται τώρα εναντίον μου όσοι άλλοτε με παίνευαν. Στάχτη αντί για ψωμί τρώω και το νερό, που πίνω, το ανακατεύω με τα δάκρυά μου».

Τα δάκρυα (σελ. 248-251)
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανινωφ
Ασκητικές Εμπειρίες Α'
Εκδόσεις Ιερά Μονή Παρακλήτου (Ωρωπός Αττικής 2008)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


 

Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε κατά την εποχή του βασιλέα Ουάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν από τον Πόντο και γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της περιοχής της Ναζιανζού, που λεγόταν Αριανζός, το 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ονομάσθηκε, επειδή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Ναζιανζό, όπου ήταν και το πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Ναζιανζού, ήταν πριν γίνει Επίσκοπος, ένας πολύ πλούσιος άρχοντας της Ναζιανζού. Κατείχε μεγάλη θέση στον δημόσιο βίο και ανήκε σε μια ιουδαίο-εθνική αίρεση που λεγόταν των «Υψισταρίων». Η μητέρα του, η Αγία Νόννα, ήταν Ορθόδοξη. Η ευσέβεια και η αρετή της επηρέασαν τον σύζυγό της και τον έκαναν να μεταστραφεί στην αληθινή πίστη.

Οι γονείς του, Γρηγόριος και Νόννα, δεν είχαν παιδιά και ικέτευαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς την χαρά της τεκνοποιίας. Και πράγματι, η προσευχή τους εισακούσθηκε και η Νόννα γέννησε τον Άγιο Γρηγόριο, τον οποίο πριν ακόμα αυτός γεννηθεί είχε υποσχεθεί αν τον αφιερώσει στον Θεό. Πολλές φορές ο Άγιος Γρηγόριος παραβάλλει τους γονείς του με τον Αβραάμ και τη Σάρρα, οι οποίοι σε μεγάλη ηλικία απέκτησαν τον Ισαάκ.

Σπουδαίες ήταν οι προσπάθειες των γονέων αυτού να μορφώσουν και να εμφυσήσουν στον πρωτότοκο υιό τους την αγάπη προς τα γράμματα και την χριστιανική πίστη. Από την παιδική ηλικία ενέπνευσαν σε αυτόν έντονη και βαθιά θρησκευτικότητα, ώστε αυτός από ευσέβεια και πνευματικότητα, υποσχέθηκε στον εαυτό του να ζήσει με αγνεία και παρθενία.

Ο Άγιος Γρηγόριος, χάρη στην δυνατότητα που είχε ο πατέρας του, έκανε λαμπρές σπουδές. Σπούδασε σε όλα τα τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμού: τη Ναζιανζό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε γίνει ακόμη κέντρο πολιτισμού και η Ρώμη δεν είχε τότε κάτι αξιόλογο για τους Έλληνες. Στις πόλεις αυτές μελέτησε τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες και άκουσε τους σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ των οποίων τον Δίδυμο τον Τυφλό, που τότε διηύθυνε τη θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας και τους φιλόσοφους Θεσπέσιο στην Καισάρεια και Ιμέριο και Προαιρέσιο στην Αθήνα. Για τον Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ότι ήταν Χριστιανός.
Οι σπουδές δεν έκαναν τον Άγιο να επαρθεί. Αντίθετα, κατάλαβε όλη την ματαιότητα του κόσμου και της σοφίας του. Ένιωσε, ότι η ανθρώπινη γνώση έχει ασήμαντη σημασία μπροστά στην γνώση της σοφίας του Θεού. Ο ίδιος, ο Άγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Σαούλ που έτρεχε χωρίς να ξέρει. Αυτό που τελικά βρήκε κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν ένα «Βασίλειο». Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρει το γεγονός της φιλίας του με τον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ήταν μεγαλύτερο εύρημα και από ένα ολόκληρο βασίλειο.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Άγιος, ήταν ώριμος άνδρας ηλικίας 30 ετών. Όμως δεν είχε ακόμη βαπτισθεί. Και αγωνιούσε να μην πεθάνει, πριν επιστρέψει στον πατέρα του και βαπτισθεί. Γι’ αυτό και όταν, ενώ μετέβαινε  από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, έγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολύ και παρακάλεσε να τον ελεήσει ο Θεός, να βοηθήσει να μην πνιγεί, για να αξιωθεί του ενδύματος του Αγίου Βαπτίσματος.
Το βάπτισμα του Γρηγορίου το επακολούθησε συνειδητός πνευματικός αγώνας. Νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Αγώνας για την κάθαρση, την πνευματική πρόοδο, τη θέωση. Μαζί με τον ομόφρονα, ομότροπο και ομόψυχό του Άγιο Βασίλειο απομονώθηκαν κάπου στον Πόντο και παραδόθηκαν κυριολεκτικά στην προσευχή και την άσκηση. Ο αγώνας τους ευλογήθηκε από Εκείνον που θέλει να γινόμαστε βιαστές της βασιλείας Του. Αξιώθηκαν και οι δύο μεγάλων πνευματικών χαρισμάτων. Μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος κάνει επανειλημμένως λόγο για τις πνευματικές του εμπειρίες και τα ουράνια χαρίσματα που η χάρη του Θεού του χάρισε. Οι εμπειρίες του αυτές πρέπει να ήταν πολύ υψηλές, αφού ο ίδιος παραβάλλει αυτά που έβλεπε με αυτά του θεόπτου Προφήτου Μωυσέως και του Αποστόλου Παύλου, που «πορευόμενος εις Δαμασκόν» είδε τον Κύριο της Δόξας και ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και είδε τα άρρητα ρήματα, τη δόξα της βασιλείας του Θεού.

Γρήγορα κάλεσε ο θεός τον Γρηγόριο στην διακονία Του. Τα τέλη του έτους 360 μ.Χ. επιστρέφει στη Ναζιανζό. Ο Γέρων, έχοντας ανάγκη από βοηθό και συνεργάτη στη «νυκτομαχία», όπως χαρακτήριζε την ιεροσύνη, θέλησε να τον χειροτονήσει Πρεσβύτερο, επειδή έβλεπε στο πρόσωπό του όχι μόνο τον αφοσιωμένο υιό, αλλά και τον ζηλωτή για την σωτηρία των ψυχών λειτουργό του Κυρίου. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Την άρνησή του όμως έκαμψε το βάρος του διπλού αξιώματος του Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα και πνευματικός πατέρας), που ο Γρηγόριος ήξερε μόνο να ευλαβείται. Έκανε υπακοή στην εντολή του Γέροντος Επισκόπου και χειροτονήθηκε. Αμέσως μετά την χειροτονία του ζήτησε ανακούφιση στην μόνωση και την προσευχή. Αποσύρθηκε λοιπόν στο ερημητήριό του, στη γαλήνη της νοεράς προσευχής. Και βρήκε τη γαλήνη και την πορεία του. Και επέστρεψε με ειρήνη στην καρδιά να αναλάβει το πνευματικό του έργο, που το άρχισε με τον περίφημο θεολογικό λόγο περί του Πάσχα και τη δικαιολόγηση της φυγής του.

Διακονούσε με ιερό ζήλο στο πλευρό του πατέρα του, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας και έξαρχος Πόντου Βασίλειος τον εξέλεξε Επίσκοπο της μικρής πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ήταν να περιφρουρήσει τη δικαιοδοσία της τοπικής του Εκκλησίας από τις διεκδικήσεις ενός νέου Μητροπολίτη, του Τυάνων Ανθίμου. Το γεγονός αυτό έθλιψε ακόμη πιο πολύ τον Γρηγόριο. Αντέδρασε. Εξέφρασε την πικρία του. Τελικά όμως υπάκουσε, αλλά δεν πήγε ποτέ στα Σάσιμα. Ένα χρονικό διάστημα έμεινε στη Ναζιανζό, ως βοηθός του πατέρα του, ενδίδοντας στην παράκλησή του. Και όταν εκείνος κοιμήθηκε, το 374 μ.Χ., ο Θεολόγος συνέχισε να ποιμαίνει την Εκκλησία των Ναζιανζών, ως τοποτηρητής, χωρίς να παύσει να τους παρακαλεί να εκλέξουν και να χειροτονήσουν τον κανονικό τους Επίσκοπο. Και επειδή αυτό αργούσε, στεναχωρημένος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην Σελεύκεια της Ισαυρίας, όπου, κοντά στο ναό της Αγίας Θέκλας, αναζήτησε την ειρήνη και την ησυχία στην προσευχή και έμεινε εκεί επί πέντε σχεδόν έτη μελετώντας και συγγράφοντας.
Την άνοιξη του έτους 379 μ.Χ. οι λίγοι Χριστιανοί τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη να αγωνισθεί για την Ορθόδοξη πίστη, αφού στην Πόλη δέσποζαν οι Αρειανοί. Ήταν τόση η διάδοση και η επικράτησή τους, ώστε ο Άγιος Γρηγόριος δεν βρήκε ούτε ένα παρεκκλήσι στα χέρια των Ορθοδόξων. Κατόπιν τούτου άρχισε να λειτουργεί και να κηρύττει σε ένα σπίτι που ο ίδιος διαμόρφωσε σε ναό και το ονόμασε Αγία Αναστασία, δηλαδή της Αναστάσεως της Ορθοδοξίας.

Εκεί ο Άγιος εξεφώνησε τα περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. Η επίδρασή τους και ιδίως των πέντε Θεολογικών Λόγων του ήταν τόση, ώστε οι Αρειανοί φανατικοί, πήραν την απόφαση να τον εξολοθρεύσουν. Τον έβρισαν. Τον κακολόγησαν. Τον κτύπησαν. Τον γρονθοκόπησαν. Τον λιθοβόλησαν. Έβαλαν μάλιστα και κάποιον να τον φονεύσει. Και θα τον σκότωνε. Αλλά νικημένος από την αγιοσύνη της πραότητάς του, ομολόγησε στον ίδιο την αλήθεια την στιγμή που είχε πάει να τον σφάξει.

Με όπλο το λόγο του Θεού, τη μάχαιρα του πνεύματος, νικούσε τους εχθρούς της πίστεως σαν τον Μωυσή. Πράγματι, οι Αρειανοί όλο και λιγόστευαν. Ο Άγιος Θεοδόσιος, ευχαριστημένος από το έργο του Γρηγορίου, τον κατέστησε το έτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη και τον ενθρόνισε στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Όμως οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι δεν είχαν όλοι την ορθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι από φθόνο κάκιζαν τον Άγιο, διότι δεν πίεζε τον βασιλέα να αφαιρέσει τις εκκλησίες από τους αιρετικούς και να τους απαγορεύσει να τελούν την λατρεία τους. Σε απάντηση ο Άγιος Γρηγόριος τόνιζε, ότι ο Χριστός δεν έχει ανάγκη τις λόγχες του Καίσαρος και ότι του είναι αρκετή σαν όπλο η αλήθεια. Και πράγματι, η αλήθεια νίκησε.

Το έτος 381 μ.Χ. συνήλθε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος. Πρόεδρος ήταν ο Άγιος Μελέτιος Αντιοχείας. Αυτή η Οικουμενική Σύνοδος ολοκλήρωσε το έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Καταδίκασε τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους – Ευνομιανούς και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως. Το διαμόρφωσε στην σημερινή του μορφή. Έτσι έλαμψε η δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη, η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολλιναρισμό, που διαιρούσε τον άνθρωπο σε τρία μέρη (σώμα, ψυχή και νου) και δίδασκε ότι ο Χριστός δεν έχει λάβει ανθρώπινο πνεύμα, παρουσιάζοντας τον Χριστό ατελή και όχι τέλειο άνθρωπο. Έτσι όμως κατέστρεφε το σωτηριολογικό έργο του Κυρίου και την ανθρωπότητά Του, διότι καθετί που δεν προσλαμβάνεται υπό του Χριστού μένει αθεράπευτο και ανίατο. Τρίτον, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον απόλυτο προορισμό, τον οποίο δίδαξαν αργότερα ο Καλβίνος, ο Αυγουστίνος και ο Λούθηρος και όλος ο Προτεσταντισμός. Τέλος αναγνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο ως κανονικό Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πρόεδρος της Συνόδου, Άγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ενώ διαρκούσε η Σύνοδος. Η Σύνοδος τον τίμησε ως Απόστολο. Ο Άγιος Γρηγόριος εξεφώνησε τότε λαμπρό επικήδειο, λόγο που άρχιζε με τα λόγια: «ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων». Διάδοχός του στην προεδρία της Συνόδου έγινε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά μετά από λίγο το κλίμα άλλαξε. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συμμετάσχει στην Σύνοδο, ο Πέτρος ο Β’, ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, με τους Αιγυπτίους και Μακεδόνες Επισκόπους. Αυτοί ήδη είχαν πάρει θέση εχθρική έναντι του Αγίου Γρηγορίου. Δεν τον αναγνώριζαν σαν κανονικό Αρχιεπίσκοπο, επειδή τάχα είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Και είχαν εντελώς αντικανονικά και παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τον Μάξιμο τον Κυνικό, που ήταν μεν Ορθόδοξος αλλά έμεινε στην ιστορία σαν ένα αινιγματικό πρόσωπο. Ο Πέτρος έθεσε στην Σύνοδο το θέμα της κανονικότητας. Ο Άγιος Γρηγόριος, ενώ είχε την δύναμη να συντρίψει κάθε αντίσταση, διότι παράλληλα προς την υποστήριξη των Επισκόπων είχε και την συμπαράσταση του αυτοκράτορα, αηδίασε και παραιτήθηκε με τούτα τα λόγια: «Δεν είμαι σεμνότερος του Προφήτη Ιωνά. Αν εγώ είμαι αιτία ταραχής στην Εκκλησία, ρίχνω τον εαυτό μου στη θάλασσα». Ευθύς μετά την παραίτησή του λειτούργησε στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως, για να αποχαιρετίσει το ποίμνιό του. Και έφυγε χωρίς να περιμένει να λήξουν οι εργασίες της Συνόδου. Επέστρεψε στη Ναζιανζό και για λίγο έμεινε απομονωμένος εκεί για να γαληνεύσει.

Ο Άγιος, σε κείμενά του, διεκτραγωδεί την εκκλησιαστική κατάσταση, όταν επιχειρεί να κάνει σύγκριση των όσων συμβαίνουν εντός της Εκκλησίας με τα όσα συμβαίνουν εκτός αυτής. Έτσι λέγει, πρέπει να οδύρεται κανείς, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ενότητας στους κοσμικούς οργανισμούς, στις πόλεις, στους οίκους, στο στράτευμα και όμως να απουσιάζει από τον κατ’ εξοχήν κήρυκα και θεματοφύλακα της ειρήνης, την Εκκλησία και τους πιστούς της.

Βεβαίως η αποχώρησή του δεν σήμαινε ότι θα έπαυε να ενδιαφέρεται για την επίτευξη ενότητας και για την επικράτηση της ειρήνης στην Εκκλησία, για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά. 

Το έτος 383 μ.Χ. η υγεία του υπέστη σοβαρό κλονισμό. Πρότεινε ως Επίσκοπο τον Πρεσβύτερο Ευλάλιο και αποσύρθηκε οριστικά στην ησυχία της Αριανζού, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη το 390 μ.Χ. Η Σύναξη του Αγίου Γρηγορίου ετελείτο στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία και στο μαρτυρικό ναό της Αγίας Αναστασίας, η οποία βρίσκεται στην είσοδο της τοποθεσίας που ονομάζεται Δομνίνου, καθώς επίσης και στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος εναπέθεσε το ιερό λείψανο του Αγίου, όταν το μετέφερε από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την δεύτερη μέρα του Πάσχα οι αυτοκράτορες μετέβαιναν, για να εκκλησιασθούν, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και εύχονταν ενώπιον του ιερού λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου.

Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου είναι σχετικώς λίγα. Δεν έχουν την έκταση των έργων άλλων Πατέρων. Παρά ταύτα έχουν βάθος και δύναμη περισσότερο από κάθε άλλου. Τα έργα του υπήρξαν πάντοτε η μεγαλύτερη πηγή των δογμάτων. Γι’ αυτό έγινε και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας και η πηγή της εκφράσεως της λατρείας.


Απολυτίκιον. Ήχος α’.
Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας, ως γάρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον
Θεολόγω γλώττη σου, τας συμπλοκάς των ρητόρων, διαλύσας ένδοξε, ορθοδοξίας χιτώνα, άνωθεν εξυφανθέντα την Εκκλησίαν, εστόλισας, ον και φορούσα, ισύν ημίν κράζει, τοις σοις τέκνοις. Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ο νους ο ακρότατος.

ΛΟΓΟΣ ΚΗ' - ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ - ΠΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Πρέπει λοιπὸν νὰ θέσωμεν ὡς ἀρχήν τὸ ἑξῆς ποὺ εἶπε κάποιος, ἐπιτυχῶς κατὰ τὴν γνώμην μου, ἀπό τοὺς Ἕλληνας θεολόγους φιλοσοφώντας περὶ Θεοῦ. εἶνε δύσκολον νὰ κατανοήσωμεν τὸν Θεόν, ἀδύνατον δὲ νὰ τὸν ἐκφράσωμεν. Ἔτσι καὶ ἀπέδειξεν ὅτι ἔχει καταλάβει ἐκεῖνο ποὺ δυσκόλως ἐκφράζεται, ἀλλά καὶ ἀπέφυγε τὸν ἔλεγχον τοῦ ὅτι δὲν τὸν ἐκφράζει. Ἐγὼ ὅμως προσθέτω, ὅτι εἶνε μὲν περισσότερον νὰ τὸν ἐκφράσῃ κανεὶς, αλλ᾽ εἶνε περισσότερον ἀδύνατον νὰ τὸν κατανοήσῃ. Διότι ὅ,τι μὲν ἔχει κατανοήσει κανεὶς, θὰ ἠμποροῦσε. ἴσως νὰ τὰ ἐκφράσῃ, ἂν ὄχι ἱκανοποιητικῶς, τουλάχιστον ἀσαφῶς, εἰς ἀκροατὰς ποὺ δὲν ἔχουν ἐντελῶς κατεστραμμένα αὐτιά καὶ νωθρὰν διάνοιαν. Τὸ νὰ περιλάβῃ ὅμως κανεὶς εἰς τὴν σκέψιν του ἕνα τόσον σπουδαῖον πρᾶγμα, εἶνε ἀδύνατον καὶ ἀκατόρθωτον ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἀποβλακωμένους καὶ ὑλόφρονας, ἀλλά καὶ διὰ τοὺς λίαν εὐφυεῖς καὶ φιλόθεους, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ κάθε κτιστὴν φύσιν καὶ δι᾽ ὅσους τὸ σκοτάδι, δηλαδὴ τὸ παχὺ αὐτὸ σαρκίον, παρεμποδίζει τὴν κατανόησιν τῆς ἀληθείας. Δὲν ξέρω μήπως αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον καὶ διὰ τὰς ἀνωτέρας καὶ πνευματικὰς φύσεις αἱ ὁποῖαι, ἐπειδὴ εὑρίσκονται πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ καταλάμπονται ἀπό ὅλον τὸ φῶς του, ἴσως θὰ ἠμπορούσαν νὰ τὸν κατανοήσουν ὅχι βεβαίως ἀπολύτως αλλ᾽ ὁπωσδήποτε τελειότερον καὶ καθαρώτερον ἀπό ἡμᾶς, ἄλλαι περισσότερον καὶ ἄλλαι ὀλιγώτερον ὰναλόγως πρὸς τὴν τάξιν των.


Λόγος ΚΗ' Γρηγορίου Θεολόγου (σελ. 41, 43 - παρ. 4)
Γρηγορίου Θεολόγου ἔργα 4 
Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμάς»

Αρχαίο Κείμενο

    ρκτέον οὖν οὕτω πάλιν. Θεὸν νοῆσαι μὲν χαλεπὸν, φράσαι δὲ ἀδύνατον, ὥς τις τῶν παρ᾽ Ἕλλησι θεολόγων ἐφιλοσόφησεν, - οὐκ ἀτέχνως ἐμοὶ δοκεῖν, ἵνα καὶ κατειληφέναι δόξῃ τὸ χαλεπὸν εἰπεῖν, καὶ διαφύγῃ τῷ ἀνεκφράστῳ τὸν ἔλεγχον -, ἀλλὰ φράσαι μὲν ἀδύνατον ὥς ὁ ἐμὸς λόγος, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον. τὸ μὲν γὰρ νοηθὲν τάχα ἂν λόγος δηλώσειεν, εἰ καὶ μὴ μετρίως, ἀλλ᾽ ἀμυδρῶς γε, τῷ μὴ πάντῃ τὰ ὦτα διεφθαρμένῳ καὶ νωθρῷ τὴν διάνοιαν. τὸ δὲ τοσοῦτον πράγμα τῇ διανοίᾳ περιλαβεῖν πάντως ἀδύνατον καὶ ἀμήχανον, μὴ ὅτι τοῖς καταβεβλακευμένοις καὶ κάτω νεύουσιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς λίαν ὑψηλοῖς τε καὶ φιλοθέοις, καὶ ὀμοίως πάσῃ γενητῇ φύσει, καὶ οἷς ὁ ζόφος οὗτος ἐπιπροσθεῖ καὶ τὸ παχὺ σαρκίον πρὸς τὴν τοῦ ἀληθοῦς κατανόησιν. οὐκ οἶδα δέ, εἰ μὴ καὶ ταῖς ἀνωτέρω καὶ νοεραῖς φύσεσιν, αἳ διὰ τὸ πλησίον εἶναι Θεοῦ, καὶ ὅλω τῷ φωτὶ καταλάμπεσθαι, τυχὸν ἂν καὶ τρανοῖντο, εἰ καὶ μὴ πᾶντῃ, ἀλλ᾽ ἡμῶν γε τελεώτερόν τε καὶ ἐκτυπώτερον, καὶ ἄλλων ἄλλαι πλεῖον ἢ ἔλαττον, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς τάξεως.


Λόγος ΚΗ' Γρηγορίου Θεολόγου (σελ. 40, 43 - παρ. 4)
Γρηγορίου Θεολόγου ἔργα 4 
Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμάς»

Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος - Λόγος ME΄ εις το Πάσχα (απόσπασμα)



24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναϊος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθείς μαζί Του ως ληστής, γνώρισε το Θεό σαν ευγνώμων δούλος. Αν κι ' Εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη Εκείνου. Προσκύνησε αυτόν που κρεμάσθηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ. Κέρδισε κάτι κι απ' την κακία. Αγόρασε τη σωτηρία με το θάνατο. Μπες με τον Ιησού στον Παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει. Δες τις εκεί ομορφιές. Άσε το ληστή που γογγύζει, να πεθάνει έξω μαζί με τη βλασφημία του. Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα απ' το σταυρωτή. Ας γίνει δικό σου αυτό που καθάρισε τον κόσμο.
Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα. Κι αν είσαι κάποια Μαρία ή η άλλη Μαρία ή η Σαλώμη ή η Ιωάννα, δάκρυσε πρωί-πρωί. Δες πρώτη την πέτρα σηκωμένη, ίσως δε και τους αγγέλους κι αυτόν τον ίδιο τον Ιησού. Πες κάτι, άκουσε τη φωνή. Αν ακούσεις «Μη μ' αγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου το Λόγο, αλλά μη λυπηθείς. Γιατί ξέρει σε ποιους θα φανερωθεί πρώτα. Καθιέρωσε την Ανάσταση. Βοήθησε την Εύα, πού 'πεσε πρώτη, και πρώτη να χαιρετήσει το Χριστό και να το ανακοινώσει στους μαθητές. Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης. Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με το ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα. Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς απ' τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις. Κι αν απιστήσεις, πίστεψε σ' αυτούς που στο λένε. Κι αν ούτε και σ' αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνει στον Άδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποιο είναι το σχέδιο της διπλής καταβάσεως, ποιος είναι ο λόγος της: απλώς σώζει τους πάντες με την εμφάνιση Του ή κι εκεί ακόμα αυτούς που τον πιστεύουν;

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος μα΄ εις την Πεντηκοστήν


 
 
Ε. Την Πεντηκοστή εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καί την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καιί την εκπλήρωση της ελπίδας. Το μυστήριο, πόσο και μεγάλο είναι και σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν όσα έχουν σχέση με το σώμα του Χριστού, ή μάλλον με τη σωματική παρουσία Του(1). Διότι διστάζω να πω τα σωματικά, εφ' όσον κανένας λόγος δεν μπορεί να με πείσει ότι θα ήταν καλύτερα ναΑρχίζουν δε όσα έχουν σχέση με το Άγιο Πνεύμα(3). Ποια δε ήταν όσα έχουν σχέση με το Χριστό; είχε απαλλαγεί από το σώμα [ο Χριστός](2).
Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη, το σπαργάνωμα, οι άγγελοι που τον δοξάζουν, οι ποιμένες που τρέχουν προς Αυτόν, η διαδρομή του αστέρα, η προσκύνηση και η προσφορά των δώρων από τους μάγους, ο φόνος των νηπίων από τον Ηρώδη, ο Ιησούς που φεύγει στην Αίγυπτο, που επιστρέφει από την Αίγυπτο, που περιτέμνεται, που βαπτίζεται, που δέχεται την μαρτυρία από τον ουρανό, που πειράζεται, που λιθάζεται για μας (για να μας δώσει υπόδειγμα κακοπάθειας υπέρ του Λόγου) που προδίνεται, που προσηλώνεται [στον Σταυρό], που θάπτεται, που ανασταίνεται, που ανεβαίνει [στους ουρανούς]. Από αυτά και τώρα υφίσταται πολλά από τους μισόχριστους μεν, αυτά που Τον ατιμάζουν και τα υπομένει (διότι είναι μακρόθυμος)• από τους φιλόχριστους δε, αυτά που Του αποδίδουν τιμή. Και αναβάλλει να ανταποδώσει όπως σ' εκείνους την οργή, έτσι σε μας την αγαθότητα• επειδή ίσως σ' εκείνους μεν δίνει καιρό μετανοίας, σε μας δε δοκιμάζει τον πόθο, εάν δεν λιποψυχούμε και δεν αποκάμουμε στις θλίψεις και στους αγώνες για την ευσέβεια• όπως ακριβώς ορίζεται από την θεία οικονομία και τα ανεξιχνίαστα κρίματά Του, με τα οποία κυβερνά με σοφία τη ζωή μας. Όσα λοιπόν αναφέρονται στο Χριστό είναι αυτά' και τα πέρα απ' αυτά θα τα δούμε ενδοξότερα [στη βασιλεία των ουρανών] και μακάρι και μεις να φανούμε [δοξασμένοι από το Θεό]. Όσα δε αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα, παρακαλώ το Πνεύμα να έλθει εντός μου και να μου δώσει(4) λόγο όσον επιθυμώ κι' αν όχι τόσον, αλλ' όσος απαιτείται σ' αυτή την περίπτωση. Πάντως όμως θα έλθει με εξουσία δεσποτική, και όχι με τρόπο δουλικό, ούτε περιμένοντας πρόσταγμα, όπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει όπου θέλει, καί σ' όσους θέλει, και όποτε και όσο θέλει. Μ' αυτόν τον τρόπο εμείς εμπνεόμαστε να νοούμε και να μιλούμε για το Άγιο Πνεύμα.

ΣΤ. Το Άγιο Πνεύμα όσοι Το υποβιβάζουν στην τάξη των κτισμάτων είναι υβριστές και δούλοι κακοί κι' απ' τους κακούς χειρότεροι. Διότι των κακών δούλων είναι (γνώρισμα) το να αθετούν την [θεία] δεσποτεία και να επαναστατούν κατά της κυριότητας [του Θεού] και να θεωρούν όμοιο με αυτούς δούλο το ελεύθερο [Πνεύμα]. Όσοι όμως Το πιστεύουν ως Θεό είναι θεοφόρητοι και φωτισμένοι στο νου. Εκείνοι όμως που και Το ομολογούν [ως Θεό], εάν μεν το κάνουν σε ανθρώπους με ευσεβές φρόνημα, θεωρούνται μεγάλοι• αλλ' εάν το κάνουν σ' όσους έχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωρούνται όχι φρόνιμοι• διότι εμπιστεύονται το μαργαριτάρι στον πηλό [δηλ. την αλήθεια της πίστεως σ' εκείνους που δεν έχουν την διάθεση να την δεχθούν] και σε ακοή ασθενική ήχο βροντής και σε αδύνατους οφθαλμούς ηλιακό φως και στερεά τροφή σ' εκείνους που πίνουν ακόμα γάλα(5). Αυτούς πρέπει να κατευθύνει κανείς σιγά-σιγά προς τα εμπρός και να τους ανεβάζει προς τα υψηλότερα, ώστε από το φως να ζητούν [περισσότερο] φως και στην αλήθεια να προσθέτουν αλήθεια(6). Γι'αυτό κι' εμείς αφήνοντας για λίγο τον τελειότερο λόγο (γιατί δεν είναι ακόμα καιρός) έτσι θα μιλήσουμε προς αυτούς.

Ζ.. Άνθρωποί μου, εάν μεν θεωρείτε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε άκτιστο ούτε άχρονο, αυτό είναι καθαρά ενέργεια του πονηρού πνεύματος• επιτρέψτε στο ζήλο μου να πω αυτό το τολμηρό. Εάν όμως έχετε τόση τουλάχιστον υγεία [ψυχής], ώστε ν' αποφεύγετε την φανερή ασέβεια και θέτετε έξω απ' την δουλεία Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] που κι' εμάς κάνει ελευθέρους, εξετάστε και σεις στην συνέχεια μαζί με το Άγιο Πνεύμα και μας. Διότι δέχομαι ότι σε κάποιο βαθμό μετέχετε Αυτού και σεις, και στο εξής θα συνεξετάσω με σας ως με οικείους πλέον [στην πίστη]. Ή παραχωρήστε μου το μέσον μεταξύ της δουλείας και της δεσποτείας, για να θέσω εκεί την αξία του Πνεύματος• ή εφ' όσον αποφεύγετε την δουλεία δεν είναι άδηλο, πού θα τοποθετήσετε αυτό το οποίο ζητούμε. Αλλά στενοχωρείσθε για τις συλλαβές και σκοντάφτετε επάνω στον λόγο και αυτό [το να ονομάζει κανείς το Άγιο Πνεύμα Θεό] γίνεται για σας «λίθος προσκόμματος» και «πέτρα σκανδάλου», αφού και ο Χριστός γίνεται για μερικούς(7). Ανθρώπινο είναι να πάθει κανείς κάτι τέτοιο. Ας σταθούμε κοντά ο ένας στον άλλο πνευματικά. Ας γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρά φίλαυτοι. Αναγνωρίστε την δύναμη της θεότητας κι'εμείς θα σας δώσουμε την συγκατάθεση για τη λέξη• ομολογείστε την [θεία] φύση με άλλες λέξεις, που συμπαθείτε περισσότερο, κι'εμείς θα σας γιατρέψουμε ως ασθενείς• αφού υποκλέψουμε με τρόπο αυτά που σας είναι ευχάριστα. Διότι είναι άξιο ντροπής και αρκετά παράλογο, ενώ είστε εύρωστοι στην ψυχή, να δείχνετε μια νοσηρή μικρολογία γύρω απ' τις λέξεις και να κρύβετε τον θησαυρό [της αλήθειας], ακριβώς σαν να φθονείτε τους άλλους ή να φοβάστε μήπως αγιάσετε και την γλώσσα σας [με την ομολογία της θεότητας του Αγίου Πνεύματος]. Ακόμα δε πιο άξιο ντροπής για μας είναι να πάθουμε αυτό που κατηγορούμε, και ενώ καταδικάζουμε την μικρολογία στους άλλους, να μικρολογούμε εμείς γύρω απ' τα γράμματα(8).

Η. Ομολογείστε, άνθρωποί μου, ότι μιας θεότητας είναι η Αγία Τριάς, ή, αν θέλετε, μιας φύσεως. Κι' εμείς θα ζητήσουμε από το Άγιο Πνεύμα για σας και τη λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλά ότι Εκείνος που έδωσε το πρώτο [την πίστη στο ομοούσιο του Υιού] θα δώσει και το δεύτερο [και του Αγίου Πνεύματος] και μάλιστα, όταν το ζήτημα για το οποίο αντιλέγουμε είναι μία πνευματική δειλία και όχι διαβολική εναντίωση. Θα το πω ακόμα πιο καθαρά και πιο σύντομα. Μήτε σεις ν' αποδώσετε σε μας ευθύνη για τον υψηλότερο λόγο που χρησιμοποιούμε (διότι δεν υπάρχει κανένας φθόνος των άλλων μήπως ανέβουν), ούτ' εμείς θα σας κατηγορήσουμε για τον μέχρι τώρα δικό σας «προσιτό», εφ' όσον κι' από διαφορετικό δρόμο οδηγείστε προς το ίδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δεν ζητούμε να νικήσουμε, αλλά να σας προσλάβουμε ως αδελφούς, που για τον χωρισμό σας από μας σπαραζόμαστε απ' τη λύπη. Αυτά [λέγουμε] προς εσάς, που υγιαίνετε ως προς την πίστη σας για τον Υιό, πού βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωής [πνευματικής]• αυτών που αν και θαυμάζουμε τον τρόπο της ζωής, δεν επαινούμε εξ ολοκλήρου τον λόγο. Σεις που έχετε τα έργα του Πνεύματος, αποκτείστε και το Πνεύμα, για να μη «αθλήτε» μόνο, αλλά και «νομίμως», απ' όπου και ο στέφανος(9). Αυτός ο μισθός εύχομαι να σας δοθεί για την πολιτεία σας, να ομολογήσετε δηλαδή την πίστη σας στο Άγιο Πνεύμα κατά τρόπο τέλειο και να Το κηρύξετε [ως θεό αληθινό] μαζί με μας καί περισσότερο από μας όσο είναι άξιο. Τολμώ κάτι και μεγαλύτερο για σας να πω τον λόγο του Αποστόλου. Τόσο πολύ σας αγαπώ, και τόσο πολύ ευλαβούμαι σε σας αυτή την κόσμια περιβολή και το χρώμα της εγκράτειας καί τα ιερά αυτά τάγματα και την σεμνή παρθενία και τον αγνισμό και την ολονύκτια ψαλμωδία και την φιλοπτωχία και φιλαδελφία και φιλοξενία, ώστε και ανάθεμα [χωρισμένος] από τον Χριστό να είμαι δέχομαι και ο,τιδήποτε να πάθω ως καταδικασμένος• αρκεί να θελήσετε να σταθείτε μαζί μας και να θελήσετε να δοξάσουμε ενωμένοι την Αγία Τριάδα(10). Διότι για τους άλλους [που δεν ομολογούν το ομοούσιο του Υιού] τι πρέπει να πούμε, τους φανερά πεθαμένους [στην ψυχή] (που μόνο ο Χριστός που ζωοποιεί τους νεκρούς μπορεί ν' αναστήσει σύμφωνα με τη δύναμη που έχει), οι οποίοι κακώς διαχωρίζονται κατά τον τόπο, ενώ συνδέονται με το λόγο, και τόσο πολύ φιλονεικούν μεταξύ τους όσο οι αλλοίθωροι οφθαλμοί, που βλέπουν ένα πράγμα και δεν συμφωνούν όχι ως προς την όψη αλλ' ως προς την θέση. Αν βέβαια πρέπει να τους κατηγορήσει κανείς για αλλοιθωρισμό, και όχι όμως για τύφλωση. Αφού ανέπτυξα όσο έπρεπε αυτά που έχουν σχέση με σας, ας επανέλθουμε πάλι προς το Πνεύμα• πιστεύω ότι και σεις τώρα θα παρακολουθήσετε.

Θ. Το Άγιο Πνεύμα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει και θα υπάρχει, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλ' είναι πάντοτε ενωμένο και αριθμείται μαζί με τον Πατέρα καί τον Υιό. Διότι δεν θα άρμοζε ποτέ να ελλείπει ο Υιός από τον Πατέρα ή το Πνεύμα από τον Υιό, επειδή θα ήταν σε μέγιστο βαθμό άδοξη η θεότητα, σαν από μεταμέλεια ακριβώς να ήλθε σε συμπλήρωση για να γίνει τέλεια. [Το Άγιο Πνεύμα] λοιπόν πάντοτε και αιώνια μεταλαμβάνεται [με τις θείες ενέργειές Του], δεν μεταλαμβάνει• οδηγεί στην τελείωση [τους ανθρώπους], δεν τελειώνεται• παρέχει την πνευματική πλήρωση, δεν έχει ανάγκη πληρώσεως• αγιάζει, δεν αγιάζεται• κάνει [τους ανθρώπους] θεούς, δεν θεώνεται αυτό προς Εαυτό, και προς εκείνους με τους οποίους είναι ενωμένο, είναι πάντοτε το ίδιο και απαράλλακτο• αόρατο, άχρονο, αχώρητο, αναλλοίωτο, υπεράνω από κάθε έννοια ποιότητας, ποσότητας και μορφής, αψηλάφητο, κινούμενο αφ' Εαυτού, κινούμενο συνεχώς, έχοντας αφ' Εαυτού εξουσία, έχοντας αφ' Εαυτού δύναμη, παντοδύναμο (αν καί ως προς την πρώτη αρχή, όπως ακριβώς όλα τα αναφερόμενα εις τον Μονογενή Υιό, έτσι και του Πνεύματος ανάγεται [εις τον Θεό Πατέρα]). Είναι ζωή και πρόξενος ζωής, το φως και χορηγεί φως, αφ' Εαυτού αγαθό και πηγή αγαθότητας. Πνεύμα ευθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεί και] αποστέλλει [τους άξιους, όπως ο Πατήρ και ο Υιός], θέτει όρια [σε όλη την κτίση] κάνει τους ανθρώπους ναούς οίκους Του, οδηγεί, ενεργεί όπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Είναι Πνεύμα υιοθεσίας [κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού], αληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσέβειας, βουλής, δυνάμεως, φόβου [θείου], όσων έχουν απαριθμηθεί. Δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός, και από Αυτούς μόνο γνωρίζεται Αυτό, είναι δηλαδή τα τρία πρόσωπα Εν, μία είναι η λατρεία και η προσκύνηση [που προσφέρεται], μία η δύναμη, η τελειότητα, ένας ο αγιασμός [που παρέχεται]. Και γιατί να μακρολογώ; Όλα όσα έχει ο Πατήρ, είναι του Υιού, εκτός από την αγεννησία. Όλα όσα έχει ο Υιός, είναι του Αγίου Πνεύματος, εκτός από την γέννηση. Αυτά (τα ιδιώματα), όσο βέβαια μπορώ να εκφρασθώ με τον λόγο μου, δεν ξεχωρίζουν ουσίες, αλλ' ορίζουν την μία και ενιαία ουσία της θεότητας.

Ι. Στενοχωρείσαι για τις αντιθέσεις (που χρησιμοποίησα); Εγώ όμως για το μήκος του λόγου. Τίμησε λοιπόν την (σημερινή) ημέρα του Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τη γλώσσα, αν γίνεται. Για άλλες γλώσσες γίνεται ο λόγος• αυτές ευλαβήσου ή φοβήσου, πύρινες καθώς φαίνονται. Σήμερα ας υψώσουμε μ' ευλάβεια όλο μας τον νου στο θείο μυστήριο [της καθόδου του Αγίου Πνεύματος], ας κάνουμε αύριο ανάλυση λέξεων σήμερα ας εορτάσουμε [με κατάνυξη], ας ειπωθεί κάτι άξιο ντροπής [από τους αντιλέγοντες] αύριο. Αυτά γίνονται με τρόπο μυστικό [στο ταμείο της ψυχής ενώπιον του Θεού], εκείνα γίνονται με τρόπο πομπώδη [ενώπιον των ανθρώπων]• αυτά γίνονται στις εκκλησίες, εκείνα στις αγορές• αυτά αρμόζουν σε ανθρώπους σώφρονες και νηφάλιους, εκείνα σε ανθρώπους που μεθούν αυτά είναι όσων ενεργούν με σοβαρότητα [όση αξίζει στο μεγάλο μυστήριο], εκείνα όσων παίζουν κατά του Πνεύματος. Αφού λοιπόν απαλλαγήκαμε απ' ό,τι είναι αλλότριο [της ευσεβείας], ας καταρτίσουμε το δικό μας [το λόγο περί του Αγίου Πνεύματος].

ΙΑ. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] ενεργούσε πριν απ' όλα στις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις, σ' όσες είναι πρώτες μετά το Θεό και σ' όσες είναι κοντά στο Θεό. Διότι η τελείωση και η έλλαμψη σ' αυτές και η δυσκινησία ή η ακινησία τους προς το κακό δεν είναι από άλλη αιτία, αλλά από το Άγιο Πνεύμα. Έπειτα [ενεργούσε] στους Πατέρες και τους Προφήτες. Απ' αυτούς οι μεν είχαν θέα του Θεού ή Τον εγνώρισαν [με αποκάλυψη], οι δε προγνώρισαν και το μέλλον, με το να σχηματίζει το Πνεύμα εικόνες στο νου τους και σαν να ήσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι όσα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Τέτοια είναι η δύναμη του Πνεύματος. Έπειτα [ενεργούσε] στους μαθητές του Χριστού (διότι δεν λέγω για το Χριστό, στον Οποίο παρευρίσκετο [το Άγιο Πνεύμα] όχι ωσάν να ενεργούσε, αλλ' ως συμπαρευρισκόμενο σε ομότιμη σχέση [με Αυτό])• και σ' αυτούς κατά τρεις τρόπους, στο μέτρο πού μπορούσαν να Το δεχθούν, και κατά τρεις καιρούς: πριν να δοξασθεί ο Χριστός με το πάθος Του• αφού δοξάσθηκε με την Ανάσταση• και μετά την Άνοδό Του στους ουρανούς ή την αποκατάσταση, ή όπως και πρέπει να την ονομάσουμε, φανερώνει δε [την ενέργεια αύτη] η πρώτη θεραπεία και κάθαρση από τις ασθένειες και τα πονηρά πνεύματα, η οποία βέβαια δεν γινόταν χωρίς το Άγιο Πνεύμα• και το εμφύσημα [του Κυρίου στα πρόσωπα των μαθητών Του] μετά την τελείωση της [ενσάρκου] οικονομίας, πού είναι φανερά προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• και τώρα ο διαμερισμός των πύρινων γλωσσών, που πανηγυρίζουμε. Αλλά το πρώτο έγινε αμυδρά• το δεύτερο, πιο φανερά• και το [τρίτο] τώρα, τελειότερα ... Και δεν παρίσταται τώρα [το Άγιο Πνεύμα] κατά την ενέργεια, όπως πρωτύτερα, αλλά κατά την ουσία , ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να το πει κανείς, και μένοντας μαζί τους και μέσα τους [στους αγίους αποστόλους] βοηθός και παραστάτης στο έργο τους(11). Διότι έπρεπε, αφού ο Υιός συνανεστράφη με μας σωματικά, καί Αυτό να φανερωθεί σωματικά(12)• και αφού επανήλθε προς Εαυτόν ο Χριστός, Εκείνο να κατέλθει προς εμάς• και έρχεται μεν ως Κύριο, «πέμπεται» [αποστέλλεται] δε όχι ως κατώτερο. Διότι οι λέξεις αυτές [έρχεται, πέμπεται] φανερώνουν εξ ίσου την ενότητα και ομοτιμία [των προσώπων] παρά χωρίζουν τις φύσεις.

ΙΒ. Δια τούτο μετά το Χριστό μεν [κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα] για να μη μας λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Άλλος» δε, για να έχεις στο νου σου την ομοτιμία. Διότι το «άλλος» σημαίνει άλλος ακριβώς όπως εγώ γίνεται. Τούτο δε σημαίνει κοινή δεσποτεία και όχι υποτίμηση. Διότι εγώ ξέρω καλά ότι το «άλλος» λέγεται όχι για διαφορετικά πράγματα, αλλά της ιδίας ουσίας. Με μορφή γλωσσών δε [κατήλθε το Άγιο Πνεύμα] εξ αιτίας της συγγενείας προς το Λόγο. Πύρινων δε, και αναζητώ για ποίο απ' τα δύο: για την κάθαρση (διότι μιλούμε για πυρ - φωτιά - που καθαρίζει, όπως μπορούν από παντού να μάθουν όσοι θέλουν) ή για την ουσία; Διότι ο Θεός μας είναι πυρ [κατά μίαν εικόνα της απροσίτου θείας ουσίας] και «πυρ καταναλίσκον» [φωτιά που κατακαίει και αφανίζει] τη μοχθηρία, [και το λέω] έστω κι' αν αγανακτείς πάλι, διότι στενοχωρείσαι για το ομοούσιο [που αποδίδω στο Άγιον Πνεύμα]. Και εχωρίστηκαν [οι γλώσσες] διότι τα χαρίσματα [που εχορήγησε] ήταν πολλά και διάφορα• εκάθισαν δε, επειδή η εξουσία Του είναι βασιλική, και επειδή αναπαύεται εις τους αγίους• αφού και τα χερουβείμ είναι θρόνος του Θεού. Στο υπερώο δε (αν δεν θεωρηθώ ότι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο απ' ό,τι πρέπει) διότι θα ανέβαιναν και θα υψώνονταν από χάμω (πνευματικά) αυτοί που επρόκειτο να Το δεχθούν αφού και με θεία ύδατα [Αγγελικές δυνάμεις] στεγάζονται ουράνια υπερώα [ο θρόνος του Θεού] και υμνείται ο Θεός(13). Και ο Ιησούς επίσης στο υπερώο συμμετέχει στο μυστήριο [της Θείας Ευχαριστίας] με αυτούς που μυούνται στα υψηλότερα, για να παρασταθεί αυτό, ότι αφ' ενός μεν πρέπει ο Θεός να κατέβει λίγο προς εσάς, πράγμα που ξέρω ότι έγινε παλαιότερα στον Μωυσή, αφ' ετέρου δε πρέπει εμείς ν' ανέβουμε και έτσι να γίνει [δυνατή] η κοινωνία του Θεού προς τους ανθρώπους, ν' αναμειχθεί δηλαδή η [υπερτελεία] αξία [της θεότητας με την μηδαμινότητα της ανθρωπότητας]. Εφ' όσον όμως [το θείο και το ανθρώπινο] μένουν το μεν στην οικεία περιωπή, το δε στην ταπείνωση, παραμένει άμικτη η άγαθότης [του Θεού] και η φιλανθρωπία Του ακοινώνητη [από τον άνθρωπο]• και υπάρχει μεταξύ των χάσμα μεγάλο και αδιαπέραστο, που εμποδίζει όχι μόνο τον πλούσιο απο τον Λάζαρο και τους επιθυμητούς κόλπους του Αβραάμ, αλλά [όλη] την κτιστή και ρευστή φύση, από την άκτιστη και αμετάβλητη.

ΙΓ. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κηρύχθηκε μεν από τους προφήτες, όπως στο «Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ»•και, θ' αναπαυθούνε επ' αυτόν επτά Πνεύματα• και «κατέβηκε Πνεύμα από τον Κύριο και οδήγησε αυτούς»• και, Πνεύμα επιστήμης που εγέμισε τον Βεσελεήλ τον αρχιτέκτονα της σκηνής• και, Πνεύμα που παροργίζεται και, Πνεύμα που εσήκωσε ψηλά τον Ηλία μέσα σε άρμα και που ο Ελισσαίος εζήτησε διπλάσιο• και, Πνεύμα αγαθό και ηγεμονικό από το οποίο ο Δαβίδ οδηγήθηκε και στηρίχτηκε. Το υποσχέθηκε δε [ο Θεός], προηγουμένως μεν με τον προφήτη Ιωήλ: «Και στις έσχατες ημέρες [όταν θα έλθει ο Μεσσίας] λέγοντας (ο Θεός ότι θα συμβεί τούτο) θα εκχύσω χαρίσματα από το Πνεύμα μου εις όλους τους ανθρώπους (που πιστεύουν δηλαδή) και εις τους υιούς σας και εις τας θυγατέρας σας» και τα εξής. Ο Ιησούς δε ύστερα, ο Οποίος δοξάζεται [από το Άγιο Πνεύμα] και αντιδοξάζει [Αυτό], όπως και τον Πατέρα και [δοξάζεται] από τον Πατέρα. Και η υπόσχεση [του Χριστού], ως πλούσια, βεβαιώνει ότι [το Άγιο Πνεύμα] θα μένει με τους πιστούς αιώνια, δηλαδή τώρα με τους άξιους σε κάθε καιρό, ύστερα δε μ' εκείνους που αξιώνονται [να κληρονομήσουν] τα εκεί [αγαθά], όταν φυλάξουμε Αυτό ολόκληρο με την [ενάρετη] ζωή μας, και δεν χωρισθούμε [από Αυτό] τόσο, όσο άμαρτάνουμε.

ΙΔ. Αυτό το Πνεύμα συνδημιουργεί μεν με τον Υιό και την κτίση και την ανάσταση. Και ας σε πείσει το «Με το Λόγο του Κυρίου έγιναν και εστερεώθηκαν οι ουρανοί, και με το Πνεύμα του στόματος Του έδημιουργήθηκε το αμέτρητο πλήθος των αστέρων»• «το Πνεύμα του Θεού με εδημιούργησε, η πνοή δε του Παντοκράτορας με διδάσκει»• και πάλι• «θα εξαποστείλεις το [ζωοποιό] Πνεύμα Σου, και θα κτισθούν [αναδημιουργηθούν] και [έτσι] θα ανακαινίσεις το πρόσωπο της γης». Δημιουργεί δε την πνευματική αναγέννηση• και ας σε πείσει το ότι κανείς δεν μπορεί να ιδεί ή να λάβει την βασιλεία [των ουρανών], αν δεν «γεννηθεί άνωθεν» [αναγεννηθεί πνευματικά] από το Άγιο Πνεύμα, και δεν καθαρισθεί από την προηγούμενη [κατά σάρκα] γέννηση. Αυτή [η πνευματική αναγέννηση] η οποία είναι μυστήριο που φανερώθηκε τη νύκτα [από τον Κύριο στο Νικόδημο] συντελείται με την διάπλαση [της ψυχής από την χάρη του Αγίου Πνεύματος που κάνει τον πιστό κοινωνό] του θείου φωτός και•της θείας ημέρας, την οποία καθένας δέχεται μέσα του [και με την δική του πνευματική εργασία]. Αυτό το Πνεύμα (διότι είναι σε άπειρο βαθμό σοφό και φιλάνθρωπο), αν λάβει ποιμένα προβάτων τον κάνει θεόπνευστο ψαλμωδό, που με την ψαλμωδία του απομακρύνει τα πονηρά πνεύματα, και τον αναδεικνύει βασιλέα του Ισραήλ. Αν πάρει αιγοβοσκό που χαράζει συκομορέες, τον κάνει προφήτη. Θυμήσου τον Δαβίδ και τον Αμώς. Αν πάρει νεανίσκο ευφυή, τον κάνει κριτή πρεσβυτέρων και προχωρημένων στην ηλικία. Αυτό μαρτυρεί ο Δανιήλ, που ενίκησε λέοντες μέσα στο λάκκο. Αν βρει αλιείς, τους πιάνει με την σαγήνη [της χάριτος] οδηγώντας τους στον Χριστό και τους κάνει ικανούς να συλλαμβάνουν όλον τον κόσμο με την πλοκή του λόγου. Να εννοήσεις τον Πέτρο και τον Ανδρέα και τους υιούς της βροντής [Ιωάννη και Ιάκωβο], που εβρόντησαν τα πνευματικά. Εάν [πάρει] τελώνες, τους κερδίζει στη μαθητεία [του Χριστού] και δημιουργεί εμπόρους ψυχών. Το λέει ο Ματθαίος, ο χθες τελώνης και σήμερα ευαγγελιστής. Εάν [πάρει] διώκτες θερμούς, μεταθέτει τον ζήλο τους και κάνει Παύλους αντί Σαύλων, και τόσο πολύ [τους ανυψώνει] προς την ευσέβεια, όσο ήταν στην κακία που τους βρήκε. Αυτό είναι και Πνεύμα πραότητας• και οργίζεται γι'αυτούς που αμαρτάνουν. Γι' αυτό λοιπόν ας γνωρίσουμε Αυτό ως πράο και όχι οργιζόμενο, ομολογώντας την αξία Του [ως Θεού] και αποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, και ας μη θελήσουμε να το ιδούμε να οργίζεται για αμαρτία που είναι ασυγχώρητη [την βλασφημία εις Αυτό]. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κάνει κι' έμενα σήμερα τολμηρό κήρυκα σε σας• εάν μεν χωρίς να πάθω τίποτε, η χάρη, στον Θεό• εάν δε πάθω, και πάλι χάρη• το μεν [πρώτο], για να λυπηθεί [ο Θεός] αυτούς πού μας μισούν το δε, για να μας αγιάσει, με το να πάρουμε τον μισθό αυτό της ιερουργίας του Ευαγγελίου, το να τελειωθούμε δηλαδή με το αίμα μας(14).

ΙΕ. Μιλούσαν μεν λοιπόν [οι Απόστολοι] ξένες γλώσσες και όχι τις πατρικές τους, και το θαύμα είναι μεγάλο, να μιλούν άνθρωποι γλώσσα που δεν έμαθαν και αυτό το σημείο [θαύμα] είναι για τους απίστους, όχι γι' αυτούς που πιστεύουν, για να είναι κατήγορο των απίστων, όπως έχει γραφτεί• «Ότι με ανθρώπους που μιλούν ξένες γλώσσες και με χείλη ξένων λαών θα ομιλήσω προς το λαό αυτόν, αλλ' ούτε με τον τρόπο αυτό θα με ακούσουν, λέγει ο Κύριος». Άκουγαν δε [όσοι ήσαν τότε στα Ιεροσόλυμα]. Εδώ σταμάτησε λίγο και διερωτήσου, πώς θα διαιρέσεις τον λόγο. Διότι έχει κάτι το αμφίβολο η λέξη [«ήκουον»] το οποίο διαχωρίζεται με την τελεία. Άρα, δηλαδή, άκουγαν ο καθένας στη δική του γλώσσα, φερ' ειπείν σαν να ηχεί δυνατά μία φωνή, και ν' ακούγονται πολλές, με το να πάλλεται έτσι ο αέρας και, για να το πω σαφέστερα, με το να γίνεται η φωνή φωνές; Ή πρέπει να σταματήσουμε στο «ήκουον», το δε «Λαλούντων» στις δικές τους γλώσσες να το προσθέσουμε στα επόμενα, για να είναι: «Καθώς μιλούσαν γλώσσες», τις δικές των, αυτών που ακούγανε, που σημαίνει ξένες• προς τούτο δε και μάλλον τάσσομαι. Διότι με εκείνον μεν τον τρόπο το θαύμα θα ήταν εκείνων που άκουγαν μάλλον παρά εκείνων που μιλούσαν. Με αυτόν δε τον τρόπο εκείνων που μιλούσαν οι οποίοι και κατηγορήθηκαν για μέθη, είναι φανερό ότι με το να θαυματουργούν αυτοί ως προς τις γλώσσες με την δύναμη του Πνεύματος.

ΙΣΤ. Πλην είναι μεν άξια να εξυμνείται και η παλαιά διαίρεση των γλωσσών (όταν οικοδομούσαν τον πύργο εκείνοι που συμφώνησαν κακώς και αθέως, όπως και από τους σημερινούς τολμούν μερικοί)• διότι με το να διαλυθεί η ομογνωμοσύνη μαζί με το σχίσιμο (διαφορά) της γλώσσας, σταμάτησε το εγχείρημα. Περισσότερο όμως πρέπει να εξυμνείται αύτη [η διαίρεση] που θαυματουργείται σήμερα. Διότι αφού διαλύθηκε [η γλώσσα] από το ένα Πνεύμα σε πολλούς, συνάγεται πάλι σε μία αρμονία. Και υπάρχει διαφορά χαρισμάτων, [στην γλωσσολαλία] που χρειάζεται άλλο χάρισμα για να διακρίνεται το περισσότερο ωφέλιμο [για την σύναξη των πιστών]• επειδή όλες οι γλώσσες είναι επαινετές. Καλή δε θα λεγόταν και εκείνη, για την οποία λέει ο Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, και καταμοίρασε τις γλώσσες τους». Γιατί; «Διότι αγάπησαν όλους τους λόγους που καταποντίζουν [τους ανθρώπους] γλώσσα δόλια»• φανερά σχεδόν κατηγορώντας αυτές τις γλώσσες εδώ, που χωρίζουν την θεότητα [με το να μη ομολογούν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος]. Αυτά λοιπόν και αρκετά.

ΙΗ. Εμείς μεν πρέπει να απολύσουμε την σύναξη (διότι ήταν αρκετός ο λόγος), την πανήγυρη όμως ουδέποτε. Αλλ' είναι ανάγκη να εορτάσουμε, τώρα μεν και σωματικά [συμμετέχοντας στα τελούμενα], ύστερα δε από λίγο εντελώς πνευματικά [σε ησυχία με πνευματική μελέτη και νοερά προσευχή]• όπου και τους λόγους αυτών [των υμνωδών] θα κατανοήσουμε καθαρότερα και σαφέστερα, ενωμένοι με Αυτόν το Λόγο και Θεό και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, την αληθινή εορτή και αγαλλίαση των σωζομένων με τον Οποίο η δόξα και η τιμή στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημ. Οι παρενθέσεις ( ) είναι του κριμένου οι αγκύλες [ ] περιέχουν επεξηγηματικές προσθήκες.

1. Παρουσιάζει εδώ ένα σημαντικό σημείο της διδασκαλίας του περί της φανερώσεως της Αγίας Τριάδας στον κόσμο. Κατά τον άγιο Πατέρα, μέσα στην ιστορία της σωτηρίας, η θεία οικονομία ενεργεί σε τρία στάδια, τα οποία και ονομάζει «σεισμούς», «διαθήκας» και «μεταθέσεις βίου». Το πρώτο είναι η παράδοση του Νόμου, η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης• το δεύτερο είναι η σάρκωση του Λόγου, η περίοδος της Καινής Διαθήκης• το τρίτο είναι η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, ο καιρός του Πνεύματος. Το δεύτερο καί το τρίτο στάδιο δεν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οι ενέργειες δε και των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι κοινές. Το Άγιον Πνεύμα, κατά την υπόσχεση του Κυρίου ενώνεται με τους άξιους, και «διά προσθηκών» οδηγεί στην τελείωση της γνώσεως του Θεού. Κατά την διδασκαλία του Γρηγορίου, περί σταδιακής και οικονομικής φανερώσεως της Αγίας Τριάδος, η Παλαιά Διαθήκη εκήρυττε φανερά τον Πατέρα, και τον Υιό αμυδρότερα (σκιωδώς δε και το Άγιον Πνεύμα). Η Καινή εφανέρωσε τον Υιόν, υπέδειξε δε την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτή φανερώνεται τρανότερα «εις ύστερον», από την ήμερα της Πεντηκοστής και μετά.

2. Αναφέρεται στην καταπλήσσουσα άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου που στην ένδοξο Ανάληψή Του συνανυψώνει και την ανθρώπινη φύση για να την έχει αχώριστη από την θεία φύση Του εις τους αιώνες, εν δεξιά του Πατρός• Η σημασία της ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου για την θέωση του ανθρώπου τονίζεται βέβαια σε όλο το έργο του Γρηγορίου.

3. Το χρονικό σημείο αυτής της «αρχής» είναι η Πεντηκοστή. Το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε βέβαια και πριν από αυτήν, όπως αναφέρει πιο κάτω ο θείος Πατήρ, αλλά δεν είχε φανερωθεί στον κόσμο ως θεία υπόσταση (Βλ. σημείωση 1).

4. Ο Άγιος θέτει εδώ την βάση της θεολογίας ως εκκλησιαστικής λειτουργίας. Η θεολογία είναι φωτισμός και έμπνευση του Αγίου Πνεύματος μετά προηγούμενη κάθαρση των γνωστικών δυνάμεων της ψυχής. Το Άγιον Πνεύμα διδάσκει και αποκαλύπτει στους άξιους τα θεία μυστήρια, τους οδηγεί στη γνώση της θείας αληθείας, όσον είναι αναγκαίο για την σωτηρία των πιστών. Αυτοί είναι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν συνείδηση ότι γίνονται όργανα του Αγίου Πνεύματος για να φανερωθεί στον κόσμο η «πολυποίκιλος σοφία του Θεού». Οι άγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι και οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζουν στους πιστούς το θέλημα του Θεού για την σωτηρία τους. Κανείς δεν μπορεί να θεολογήσει, αν δεν «δώσει λόγον» το Άγιο Πνεύμα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τα του Θεού χωρίς τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος έχει την θαυμαστή παρρησία να ομολογεί ότι ομιλεί εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Πιο κάτω θα χρησιμοποιήσει το ρήμα «σκέπτομαι» (με το Άγιο Πνεύμα). (Πρβλ. την λέξη «συν-διασκεψάμενοι» του προσομοίου των αίνων των Αγίων Πατέρων).

5. Ποιους υπονοεί ο θείος Πατήρ, ότι κρίνουν με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο και όσους ομολογούν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος; Πρέπει μάλλον να νοήσουμε «κείνους που είχαν ευσεβές φρόνημα και πίστευαν στην θεότητα και το ομοούσιον του Αγίου Πνεύματος, πλην όμως δεν ομολογούσαν την πίστη τους φανερά για λόγους «οικονομίας».

6. Οι πνευματομάχοι διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες. Οι πιο ακραίοι θεωρούσαν το Άγιο Πνεύμα κτίσμα. Οι πιο ήπιοι εδίσταζαν να ονομάσουν το Άγιο Πνεύμα Θεόν από σεβασμό δήθεν προς την Γραφή, που δεν το αναφέρει ρητά. Προς αυτούς κυρίως απευθύνει τον λόγο ο Άγιος με μεγάλη αγάπη και συγκατάβαση, δείωνοντας το ύψος της «ποιμαντικής επιστήμης» του.

7. Οι Πνευματομάχοι, όπως και όλοι οι αιρετικοί, προσκολλώνται στις λέξεις, στο γράμμα της Γραφής, και χάνουν τα νοούμενα από τις λέξεις. Κρατούν τα «ονόματα», και αφήνουν τα «πράγματα». Και κατηγορούν τους ορθοδόξους ότι εισάγουν «άγραφα», δηλ. λέξεις πού δεν υπάρχουν στην Γραφή. Ο Γρηγόριος, με την διάκριση αυτή (ονόματος-πράγματος) και με την παράθεση γραφικών χωρίων, αποδεικνύει ότι η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί μέσα και πέρα από το γράμμα των Γραφών, με πολύ προσεκτική και επίπονο μελέτη και θείο φωτισμό. Για παράδειγμα, η αλήθεια για την θεία φύση και το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος δεν αναφέρεται με αυτές τις λέξεις, αλλά είναι «λίαν έγγραφος» (κατ' αντιδιαστολή προς το «άγραφον»), μαρτυρείται δηλαδή, από την Γραφή.

8. Βλέπουμε εδώ τον ζέοντα πόθο του Αγίου να αλιεύσει τους ασθενούντες στην πίστη στην ορθοδοξία με μία διακριτικότατη παραχώρηση, ώστε να όδηγηθούν σταδιακά στην ομολογία της θεότητος του Αγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδή να ομολογήσουν την θεία φύση του Πνεύματος με άλλες λέξεις, και θα παρακαλέσει το Πνεύμα να τους δώσει και την λέξη Θεός. Ο ίδιος δηλαδή, σε αντίθεση με τους αιρετικούς, δεν προσκολλάται καθόλου στις λέξεις καί τα γράμματα.

9. Απ' όσα αναφέρει εδώ και λίγο πιο κάτω ο θείος Γρηγόριος, συμπεραίνεται ότι οι πνευματομάχοι ή έστω μια μερίδα τους, διακρίνονταν ως ιδιαίτερη κοινότητα. Έδειχναν δε θαυμαστό ζήλο ευσέβειας και ξεχώριζαν όχι μόνον από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και από το ασκητικό ήθος. Όλα αυτά, και την ορθή πίστη στον Υιό, επαινεί ο ιερός Πατήρ για να τους οδηγήσει προς την τελεία ενότητα της πίστεως.

10. Μεγαλειώδης φανέρωση της θείας αγάπης η οποία κατέφλεγε την καρδία του Μεγάλου Πατρός. Οι άγιοι Πατέρες με όση δύναμη και ιερό πάθος εμάχοντο υπέρ της αληθείας της πίστεως, με τόση σπλαχνική στοργή εφέροντο προς τους πλανωμένους για να τους επαναφέρουν μέσα στην μάνδρα της Εκκλησίας.

11. Στην Παλαιά Διαθήκη, και κατά τον πρώτο καιρό της κλήσεως και αποστολής των Μαθητών, το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε «αμυδρά», μετά δε την Ανάσταση του Κυρίου «εκτυπώτερα» κατά την δεκτικότητα των αγίων Αποστόλων. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όμως και μετά «τελειώτερα». Τότε φανερωνόταν «κατά την ενέργεια», τώρα όμως, «κατά την ουσία». Η λέξη «ουσιωδώς» χρησιμοποιείται από τους Πατέρες με την σημασία της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος, του πληρώματος της χάριτός Του, σε διάκριση από την ενέργεια ενός μόνον ή περισσοτέρων χαρισμάτων Αυτού. Κατά τον ίδιο άρρητο τρόπο που ενοικεί ο Πατήρ και ο Υίός. Δεν πρέπει βέβαια να νοήσουμε καμμία αναφορά στη θεία ουσία, ή οποία είναι απρόσιτη καί άμέθεκτη από κάθε κτιστή φύση.

12. Θέλοντας ο θείος Γρηγόριος να τονίσει το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος με τον Υιό, συνδέει συχνά διάφορα γεγονότα της θείας οικονομίας κατά την φανέρωση των δύο Προσώπων στον κόσμο. Έτσι, αφού αναφέρεται στην σωματική παρουσία του Υιού, ομιλεί για την «σωματική» εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος. Εννοεί μάλλον την κάθοδό Του κατά την Βάπτιση ως περιστεράς και κατά την Πεντηκοστήν εν είδει πύρινων γλωσσών, οι οποίες δείχνουν επίσης και την «συγγένεια προς τον Λόγο».

13. Αλληγορική ερμηνεία του «ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα Αυτού» (ψαλμ. 103,3). Κατ' αυτήν, θεία ύδατα σημαίνουν αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες είναι θρόνος δόξης της θείας μεγαλειότητος και υμνούν ακατάπαυστα τον Θεόν.

14. Την νύκτα του Πάσχα του ιδίου έτους, ο θείος Γρηγόριος είχε τραυματισθεί από τους εξαγριωθέντες αρειανούς, που όρμησαν με μανία εναντίον του για να τον εξοντώσουν. Αισθάνεται ότι και πάλι μπορεί να κινδυνεύσει, αν και ίσως όχι από τους πνευματομάχους.

Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος - Λόγος λα' περί του Αγίου Πνεύματος


Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του αγ. Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της αγ. Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του αγ. Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι» (§ 3). Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα (§ 4-21) και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος (§ 29-30). Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας (§ 26).

3. Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν' αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ' ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε).

4.
Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις. Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς. Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1), ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα;

5.
Όμως θ' ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2). Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι' αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι' αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη. Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν' αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με ττ νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.

7.
Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος. Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά. Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό. Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3).

8. Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού.
9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία. Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως.

10.Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.
12. Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ' αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ' αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή: Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα. Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού; Σταμάτα λοιπόν ν' ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του - διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν' αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια.
13. Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν'αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό; Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατα του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι; Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθα και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι' αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν' απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ' αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε μας για ν' αποκρούσουμε τήν τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;
14. Αλλά πώς θ' αγωνιστούμε και θ' αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι απ' αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα.
15. Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι' αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη. Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.
21. Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ' αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4).

25. Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρα τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι' αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Επειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι' αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.
26. Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ' αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη. Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες. Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.
27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν' αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ' αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι' αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι' αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα;

Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε.
29. Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ' αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται. Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα. Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο. Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους. Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).
30. Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ'αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο; Πόσο στ' αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι' αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι' αυτές τις λέξεις; Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6)
Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.),  
Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος
μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης,
Αθήνα 1991.