Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος και η Θεολογία του



Ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος και η Θεολογία του
 ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Κορυφαία θέση μεταξύ των αποστόλων του Κυρίου κατέχει και δίκαια ο Απόστολος Παύλος. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μέσα από τη δική του φωνή και τα γραπτά του απλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού, ως τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Ας αποφύγουμε να μιλήσουμε για το γεγονός της μεταστροφής του, για τις περιοδείες του και το μαρτύριό του κι ας επικεντρωθούμε για λίγο στο θεολογικό του λόγο.
ΠΑΥΛΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: Η Θεολογία του Αποστόλου Παύλου είναι επηρεασμενη από τέσσερις βασικούς παράγοντες:
α΄ από τον Ιουδαϊκό κόσμο και την Παλαιά Διαθήκη,
β΄ από τον Ελληνιστικό κόσμο,
γ΄ από την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία και
δ΄ από την προσωπική εμπειρία της εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, που οδήγησε στη μεταστροφή του.
Η επήρειά του από τα στοιχεία του ελληνιστικού κόσμου φαίνεται από το δανεισμό πολλών όρων ή εκφράσεων που χρησιμοποιεί στις Επιστολές του (Υιός Θεού, Κύριος, Σωτήρ, Πλήρωμα της Θεότητος, Εικών Θεού, κ.α.) και από τη χρήση πολλών φιλοσοφικών όρων (σώμα, ψυχή, νους, πνεύμα, καρδία, σαρξ). Αυτό εξηγείται από το ότι ο τόπος δράσης του Παύλου ήταν περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι μυστικές θρησκείες και οι φιλοσοφικές σχολές των Επικούριων και των Στωικών.
Είναι αλήθεια, όμως, πως η φρασεολογία και οι φιλοσοφικοί όροι που χρησιμοποίησε στη διδασκαλία του και στις Επιστολές του πήραν νέα μορφή ειδωμένες κάτω από το πρίσμα της Θείας Οικονομίας και του προαιωνίου σχεδίου του Θεού, όπως φαίνεται ή προτυπώνεται στην Παλαιά Διαθήκη και επαληθεύεται από τη σάρκωση του Υιού-Λόγου του Θεού και τη λυτρωτική για μας τους ανθρώπους, που είμαστε εικόνες του Θεού, σταυρική Του θυσία.

Για τον Παύλο, οι προφητείες και οι προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Έτσι, οι διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού, και ειδικά ο θάνατος Του, η ταφή, και η Ανάστασή Του, λαμβάνουν χώρα «κατά τας Γραφάς», ενώ οι Προφητείες των Γραφών ερμηνεύονται συμβολικά, ως προτύπωση δηλαδή, αυτών που επακολούθησαν με τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και τα διάφορα γεγονότα της επίγειας διαδρομής Του.
Κύριο όμως χαρακτηριστικό της Αποστολικής του διδαχής είναι η εσχατολογία του και η χρήση πολλών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία ανάγει στη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί: στην εμφάνιση δηλαδή του Μεσσία, τη σταυρική Του θυσία και την Ανάστασή Του. Έτσι, επί παραδείγματι, στην προς Γαλάτας Επιτολή του ο Απ. Παύλος, αναφερόμενος στην περιτομή των Ιουδαίων, ως τύπο, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η περιτομή της Παλαιάς Διαθήκης, οδηγεί στην περιτομή «καρδίας» και παθών των πιστών της νέας θρησκείας, ενώ η Ιερουσαλήμ των Ισραηλιτών ανάγεται στην επουράνια νέα Σιών των θεωμένων πιστών, του Νέου Ισραήλ της Χάριτος.
Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ: Ο Παύλος καταγράφει το «μαράν αθά» (A΄ Κορ. ιστ΄ 22) «ο Κύριος έρχεται», θεμελιώνοντας στον αναστημένο Κύριο την ανακεφαλαίωση των πάντων, προβάλλοντάς την ως απόδειξη της ανάστασης των νεκρών (A΄ Κορ. ιε΄14) και της ζωοποίησης των σωμάτων των πιστών διά του αγίου Πνεύματος (Ρωμ. η΄ 11). Έτσι η παρούσα ζωή αποτελεί κριτήριο για ό,τι θα συμβεί στην δευτέρα παρουσία. Ο Χριστός θα κρίνει τότε τους ανθρώπους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου (Ρωμ. β΄16). Γράφοντας στους Φιλιππησίους δίνει προσωπικό χαρακτήρα στη διδασκαλία του. Ζωή μου, λέγει, εδώ στη γη είναι να ζω εν Χριστώ, αλλά και αν πεθάνω το θεωρώ «κέρδος».
Επιθυμεί να πεθάνει για να ζει εν Κυρίω, τον συναρπάζει όμως και το καθήκον να μείνει στη ζωή προσφέροντας «έργο» για την Εκκλησία και προς χάριν των πιστών. Η τοποθέτηση αυτή του Παύλου κατανοείται από τη θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως των πάντων στον Χριστό (Εφεσ. α΄10). Η ανακεφαλαίωση, άρχισε με τη θεία ενανθρώπηση, συνεχίζεται στην Εκκλησία και θα ολοκληρωθεί με την τελική κρίση, με την κατάργηση του θανάτου και ο Θεός πλέον θα είναι «τα πάντα εν πάσιν». Τότε θα εγερθούν οι νεκροί και «πάντες αλλαγησόμεθα», θα έχουν σώμα «ουράνιον» καὶ «πνευματικόν», θα έχουν «αθανασίαν» και «αφθαρσίαν» (A΄ Κορ. ιε΄40-53). Οι αναστημένοι δεν θα βιώνουν παθητικά τα δώρα της Βασιλείας των ουρανών, αλλά θα απολαμβάνουν τη θέα του Θεού, γνωρίζοντάς Τον πληρέστερα. Όσο είναι όμως σαγηνευτική η κατάσταση εκείνη, τόσο δύσκολος είναι ο αγώνας της προετοιμασίας του πιστού για την κατάσταση αυτή.
Ο Παύλος εξήγησε την ανάγκη να εγκαταλείψουν οι πιστοί τον «παλαιόν άνθρωπον» και ό,τι τους δένει με τα θέλγητρα του κόσμου. Οι πιστοὶ πρέπει να «εργάζονται το αγαθόν» προς όλους (Γαλ. στ΄10), να αγωνίζονται για την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον (A΄Κορ. ιγ΄4-7), να κοπιάζουν αφάνταστα, να «στενάζουν», στην πνευματική και σωματική άσκηση, για ν’ αποκτήσουν «ουράνιο» σώμα, κι έτσι ν’ ατενίζουν αιώνια το Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον».

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Το μεγαλείο και οι ευθύνες της χριστιανικής ζωής



Mητροπολίτη  Αντώνιου του Σουρόζ (Antony Bloom)

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του (2 Κορ. 12.9) ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέει ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τελειώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται στὴν ἀσθένεια. Πάντοτε νομίζουμε ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ ἀφοροῦν τὸν καθένα μας ὡς ἄτομο, τὸ κάθε πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ παρὰ τὸ εὔθραυστο, παρὰ τὴν ἁμαρτία διότι ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ λόγος μας εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ οἱ ἐνέργειές μας ἔργα τῆς ἀλήθειας, ὅτι λέμε καὶ κάνουμε πράγματα πολὺ ἀνώτερα ἀπ' αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ ἀπ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἄξιοι νὰ διακηρύξουμε. Κατὰ περίεργο ὅμως τρόπο αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία: μὲ τρόπο παράδοξο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἄρρωστο καὶ ὅμως ἱκανὸ νὰ γιατρέψει.
 
Ἡ ἀρρώστια εἶναι κάτι τὸ πραγματικὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, βρίσκεται στὴν ἁμαρτία τοῦ καθενὸς μας γίνεται φανερὴ στὴν μερικὲς φορὲς καταστρεπτικὴ ἀτέλεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας σωμάτων, τῶν ἐνοριῶν ἡ τῶν πιὸ πολυάριθμων ὁμάδων. Καὶ ὅμως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται σ' ἐμᾶς παρὰ τὴν ἀδυναμία μας, διὰ μέσου τῆς ἀδυναμίας μας, ἡ ἐκκλησία εὐπαθής, ἁμαρτωλὴ στὰ μέλη της, δίνει ἕνα μήνυμα ἀλήθειας καὶ ζωῆς καὶ κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνυμα: δίνει ζωὴ καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας.
 
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριο, ποὺ προσπαθοῦν νὰ Τὸν ὑπακοῦνε καὶ οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς πλησιάζουν στὸ νὰ εἶναι ἄξιοι τοῦ Κυρίου τους καὶ ἄλλες φορὲς ἀποτυχαίνουν. Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πρωτότοκος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό Του ἀποκαλύπτονται ὅλη ἡ πληρότητα, ὅλο τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὡραιότητα καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ χωράει τὴ θεϊκὴ παρουσία.
 
Ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἐνοίκησε στὴ σάρκα μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πληρότητα τῆς θεϊκῆς Του παρουσίας ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνεργεῖ σπερματικὰ μέσα μας μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Κοινωνίας καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀκόμη παρὼν μὲ τὴ ζωοδοτική, ἀναδημιουργικὴ καὶ μεταμορφωτικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δόθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴ βραδιά τῆς Ἀνάστασής Του καὶ ποὺ ἔγινε δεκτὴ ἀπ' ὅλα τὰ μέλη της μέσῳ τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους τὴν Πεντηκοστὴ ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος συνεχίζεται μὲ τὴ μετάδοση τῆς ἴδιας δωρεᾶς σ' ἐμᾶς.
 
Μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιουργεῖται μία νέα σχέση ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τὸ Θεὸ κι ὄχι ἁπλῶς μία σχέση, κάτι περισσότερο: ἐγκεντριζόμαστε στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε κλαδιὰ ἑνὸς ἀμπελιοῦ, σὰν ἕνα μπόλι τὸ ὁποῖο παίρνει ζωὴ ἀπὸ τὸ χυμὸ καὶ τὴ δύναμη ἑνὸς δέντρου. Αὐτὸ ποὺ ἀληθεύει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ἂν μόνο ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὑπερνικήσει, νὰ μᾶς μεταμορφώσει, νὰ μᾶς σώσει. Μέσα στὴν ὁρατὴ αὐτὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία οἱ ἀπ' ἔξω βλέπουν τὴν ἀδυναμία μας καὶ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἁμαρτία μας, στὴν ὁποία ὁ καθένας μας ὑποφέρει μὲ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ καθενὸς καὶ τῶν πάντων ὑπάρχει μία θεϊκὴ παρουσία καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπότητας. Στὸ σύμβολο λοιπὸν τῆς Πίστεως μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ μία ἁγία Ἐκκλησία ἐφ' ὅσον αὐτὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
 
Εὐπαθεῖς, ἁμαρτωλοί, ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀνήκουν στὸ Θεό, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαλέξει γιὰ Θεὸ τους τὸ Θεὸ ἀντὶ γιὰ ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου. Παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας ἀποτελοῦμε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὁ ζωντανὸς Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ δυναμικὰ δραστήριος στὸν κόσμο. Αὐτὸ βέβαια ἀντὶ νὰ ἐλαττώνει αὐξάνει τὴν εὐθύνη μας διότι ἡ ἁμαρτία μέσα μας ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἐλεύθερη καὶ ἀποτελεσματικὴ δράση τοῦ Θεοῦ: εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μέσω μας, γιὰ τὸ ὅτι φέρνουμε ἐμπόδια στὸ δρόμο Του καὶ σκοτίζουμε τὶς βουλὲς Του τὸ ὄνομά Του βλαστημιέται ἐξ αἰτίας μας.
 
Ὑπάρχουν δυὸ ἀπόψεις τῆς ἁμαρτωλότητάς μας τὶς ὁποῖες ὀφείλουμε νὰ ὑπερνικήσουμε. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὑπάρχουν οἱ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες ἐνῶ ἀναγνωρίζουμε ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε, ἔστω καὶ μὲ τὴν πρόθεση καὶ τὴ θέλησή μας. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ὅσο σκοτεινὲς καὶ ἂν εἶναι ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν σημεῖα συνάντησής μας μὲ τὸ Θεό, διότι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία μας ὅσο κι ἐμεῖς καὶ πραγματικὰ ἀκόμη περισσότερο.
 
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας καὶ στὴν κάθε ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀνήκουν στὸ Χριστὸ μία πιὸ σκοτεινὴ περιοχή: ὑπάρχει ὁ ἀλύτρωτος ἄνθρωπος, ὁ παλιὸς Ἀδὰμ ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μέσα μας καὶ ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἀξιώσεις του γιὰ αὐτονομία, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτὸ του ἀνεπιφύλακτα στὸ Θεὸ καὶ φοβᾶται νὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἄποψη τῆς ζωῆς μᾶς φαίνεται ἀκόμα πιὸ σκοτεινὴ σ' ἐμᾶς ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόπους ἐνοίκησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἄτομα ἀλλὰ καὶ στὴ θλιβερὴ ἀλληλεγγύη μας μέσα στὴν ἁμαρτία διατηροῦμε τὸ δικαίωμά μας νὰ παραμείνουμε εἰδωλολάτρες, νὰ κρατήσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ θεϊκὸ χῶρο κάτι ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ ὁποῖο θεωροῦμε πολύτιμο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι θάνατος καὶ φθορά.
 
Ἡ ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἄρρωστο σῶμα καὶ παρ' ὅλον ὅτι μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπιφέρει τὴ θεραπεία καὶ τὴ σωτηρία ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: «μέχρι ποιοῦ σημείου ἔχω μετανοήσει γιὰ τὴν ἁμαρτία μου, μέχρι ποιοῦ σημείου ἡ ἁμαρτία μου μὲ στρέφει στὸ Θεὸ μὲ μία κραυγὴ γιὰ σωτηρία καὶ μέχρι ποιοῦ σημείου δὲν εἶναι αὐτὴ μία ἑκούσια ἄρνηση νὰ ἀποδεχτῶ τὸ ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀνήκω;» Ἡ τελευταία αὐτὴ εἶναι μία ἀληθινὰ δαιμονικὴ ἀξίωση γιὰ τὸ δικαίωμα νὰ εἴμαστε ὁ ἐαυτὸς μας ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀκόμη παρὰ τὸ Θεό.
 
Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτό. Ὄχι μόνο οἱ προσωπικὲς σχέσεις καὶ οἱ σχέσεις μέσα στὴ Χριστιανικὴ κοινότητα θὰ ἄλλαζαν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος θὰ ἄλλαζε ἂν ὅσοι ὀνομάζονται Χριστιανοὶ δεχόντουσαν νὰ Τοῦ ἀνήκουν ἀνεπιφύλακτα, ὄχι μόνο σ' ἐκεῖνο ποὺ ἤδη εἶναι δικό Του ἀλλὰ καὶ στὰ μύχια ἐκεῖνα τοῦ μυαλοῦ ποὺ πρέπει νὰ ὑποταχτοῦν, νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: Αγία Ζώνη