Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος – Περί των τριών τρόπων της προσευχής. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος E΄).


Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Περί των τριών τρόπων της προσευχής
Τρεις είναι οι τρόποι της προσοχής και της προσευχής, με τους οποίους η ψυχή ή υψώνεται ή γκρεμίζεται• υψώνεται όταν τους μεταχειρίζεται σε κατάλληλο καιρό, γκρεμίζεται όταν τους κατέχει παράκαιρα και ανόητα. Η νήψη λοιπόν και η προσευχή είναι δεμένες όπως η ψυχή με το σώμα και η μία χωρίς την άλλη δεν μπορεί να σταθεί. Αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους. Πρώτα η νήψη αντιστέκεται στην αμαρτία, σαν εμπροσθοφυλακή, και κατόπιν ακολουθεί η προσευχή, η οποία θανατώνει παρευθύς και αφανίζει όλους εκείνους τους αισχρούς λογισμούς που εξουδετέρωσε πρωτύτερα η προσοχή• γιατί αυτή μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή η δυάδα, δηλαδή η προσοχή και η προσευχή, είναι η πύλη της ζωής και του θανάτου, κι όταν με τη νήψη φυλάγομε καθαρή την προσευχή, βελτιωνόμαστε, ενώ όταν δεν προσέχομε και τη μολύνομε και τη διαφθείρομε, αυξανόμαστε στην κακία. Επειδή λοιπόν, όπως είπαμε, οι τρόποι της προσοχής και προσευχής είναι τρεις, πρέπει να πούμε και τα ιδιώματα του κάθε τρόπου ώστε, όποιος θέλει να βρει τη ζωή και να εργαστεί, να βεβαιωθεί από αυτές τις τρεις ξεχωριστές καταστάσεις και να διαλέξει το καλύτερο, και όχι από άγνοια να κρατήσει το χειρότερο και να διωχθεί έτσι από το καλύτερο.

Περί της πρώτης προσευχής
Της πρώτης προσευχής τα ιδιώματα είναι τα εξής. Όταν κανείς στέκεται σε προσευχή και σηκώνει στον ουρανό τα χέρια και τα μάτια και το νου του και σχηματίζει ο νους του θεία νοήματα και ουράνια κάλλη, ταξιαρχίες Αγγέλων και κατοικητήρια Αγίων και γενικά, όλα όσα άκουσε από τις Γραφές, αυτά στον καιρό της προσευχής τα συναθροίζει στο νου του και παρακινεί την ψυχή του σε θείο πόθο, ατενίζοντας σταθερά στον ουρανό, και μερικές φορές χύνοντας και δάκρυα από τα μάτια του, με αυτό τον τρόπο λίγο-λίγο υπερηφανεύεται η καρδιά του και επαίρεται, και του φαίνεται πως αυτά που γίνονται είναι από χάρη θεϊκή προς παρηγοριά του, κι εύχεται να βρίσκεται πάντοτε σε τέτοια εργασία. Όλα αυτά είναι σημάδια της πλάνης, γιατί το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνει με τρόπο καλό. Αν λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος αποσυρθεί σε άκρα ησυχία, είναι αδύνατο να μην τρελαθεί• κι αν τύχει να μην πάθει κάτι τέτοιο, όμως είναι αδύνατο να αποκτήσει τις αρετές ή να φτάσει στην απάθεια. Με τούτο τον τρόπο πλανήθηκαν κι εκείνοι που βλέπουν φως αισθητά και νιώθουν κάποιες ευωδίες με την όσφρησή τους κι ακούνε φωνές κι άλλα πολλά παρόμοια. Και άλλοι από αυτούς δαιμονίστηκαν και γυρίζουν έξαλλοι από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα• άλλοι πάλι δεν κατάλαβαν αυτόν που μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11,14) και πλανήθηκαν με το να τον δεχτούν κι έμειναν στο εξής αδιόρθωτοι ως το τέλος, χωρίς να δέχονται καμία συμβουλή από ανθρώπους. Άλλοι από αυτούς παρακινήθηκαν από το διάβολο που τους απάτησε και σκοτώθηκαν μόνοι τους, άλλοι δηλαδή γκρεμίστηκαν κι άλλοι κρεμάστηκαν. Και ποιος μπορεί να διηγηθεί όλες τις διάφορες μορφές της απάτης του διαβόλου; Πλην από αυτά που είπαμε, κάθε φρόνιμος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το κέρδος από τον πρώτο τρόπο της προσοχής. Κι αν τύχει κανείς να μην πάθει αυτά που είπαμε, επειδή βρίσκεται μαζί με άλλους (γιατί αυτά τα παθαίνουν οι αναχωρητές που είναι μόνοι τους), όμως περνά όλη του τη ζωή απρόκοπος.
Περί της δεύτερης προσευχής
Η δεύτερη προσευχή είναι η εξής. Οταν ο νους συνάγει τον εαυτό του από όλα τα αισθητά και φυλάγεται από τις εξωτερικές αισθήσεις και συνάγει όλους τους λογισμούς, αλλά χωρίς να το καταλαβαίνει πορεύεται μάταια• και πότε εξετάζει τους λογισμούς του, πότε προσέχει στα λόγια της ικεσίας που λέει προς το Θεό• κι άλλοτε επαναφέρει στον εαυτό του τους λογισμούς που αιχμαλωτίστηκαν, ενώ άλλοτε, αφού κυριεύθηκε ο ίδιος από κάποιο πάθος, αρχίζει πάλι με βία να επιστρέφει στον εαυτό του. Έχοντας τούτο τον πόλεμο, δεν είναι δυνατό να ειρηνέψει αυτός ποτέ ή να λάβει το στέφανο της νίκης. Γιατί ο τέτοιος άνθρωπος μοιάζει μ’ εκείνον που κάνει πόλεμο μέσα στη νύχτα, ο οποίος ακούει τις φωνές των εχθρών και δέχεται πληγές από αυτούς, μα δεν μπορεί να δει καθαρά ποιοι είναι και από πού ήρθαν και πώς και γιατί τον πληγώνουν, επειδή το σκότος που έχει στο νου του προξενεί αυτή τη ζημία, και δεν είναι δυνατό ποτέ να γλυτώσει όποιος κάνει αυτόν τον πόλεμο από τους νοητούς εχθρούς του που τον συντρίβουν. Και υπομένει τον κόπο, αλλά χάνει το μισθό. Αλλά και εξαπατάται από την κενοδοξία, χωρίς να το καταλαβαίνει, και του φαίνεται πως είναι τάχα προσεκτικός• και καθώς κυριεύεται και εμπαίζεται από αυτή, συχνά καταφρονεί από υπερηφάνεια τους άλλους και τους κατηγορεί ως απρόσεκτους και συστήνει τον εαυτό του ως ποιμένα προβάτων, μοιάζοντας με τυφλό που υπόσχεται να οδηγεί άλλους τυφλούς.
Τούτος είναι ο δεύτερος τρόπος της προσευχής κι από αυτά μπορεί ο φιλόπονος να μάθει τη ζημία που προξενεί. Όμως η δεύτερη προσευχή είναι καλύτερη από την πρώτη, όπως η νύχτα με πανσέληνο από τη νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι.
Περί της τρίτης προσευχής
Ιδού αρχίζομε να μιλάμε περί της τρίτης προσευχής. Αυτή είναι πράγμα παράδοξο και δυσκολοερμήνευτο• και σ’ εκείνους που την αγνοούν, όχι μόνο είναι δυσκολοκατάληπτη, αλλά σχεδόν και απίστευτη, επειδή δεν συναντάται στους πολλούς• και καθώς νομίζω, αυτό το καλό έφυγε από μας μαζί με την υπακοή. Γιατί η υπακοή απαλλάσσει τον εραστή της από τις επιδράσεις του παρόντος πονηρού κόσμου και τον ελευθερώνει από μέριμνες και εμπαθείς προσκολλήσεις και τον κάνει πρόθυμο και άοκνο στον ζητούμενο σκοπό του, αν βέβαια αυτός έχει βρει απλανή οδηγό. Από ποια πρόσκαιρα δηλαδή θα νικηθεί ο νους εκείνου που με την υπακοή νεκρώθηκε για κάθε εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο ή το σώμα του; Η, από ποια μέριμνα μπορεί να δεσμευθεί εκείνος που ανέθεσε κάθε μέριμνα της ψυχής και του σώματός του στο Θεό και στον πνευματικό του πατέρα και δε ζει πλέον για τον εαυτό του, ούτε επιθυμεί να είναι αρεστός σε ανθρώπους; Από αυτά, οι νοητές περικυκλώσεις των αποστατών δαιμόνων, οι οποίες σαν σχοινιά σύρουν το νου σε πολλούς και διάφορους λογισμούς, διαλύονται• και τότε ο νους μένει ελεύθερος και πολεμά με εξουσία και ερευνώντας τους λογισμούς των δαιμόνων τους αποδιώχνει με επιτηδειότητα και προσφέρει με καθαρή καρδιά τις προσευχές του στο Θεό. Αυτή είναι η αρχή της μοναχικής πολιτείας, κι όσοι δεν κάνουν τέτοια αρχή μάταια κοπιάζουν.
Η αρχή τώρα της τρίτης προσευχής δεν είναι να κοιτάζει κανείς στον ουρανό και να σηκώνει τα χέρια του και να συνάγει τους λογισμούς και να ζητά βοήθεια από τον ουρανό• αυτά, καθώς είπαμε, είναι ιδιώματα του πρώτου τρόπου της πλάνης. Μήτε πάλι, όπως στη δεύτερη προσευχή, ο νους αρχίζει να φυλάγεται από τις έξω αισθήσεις του και να μη βλέπει τους εσωτερικούς εχθρούς. Γιατί ένας τέτοιος βάλλεται από τους δαίμονες, μα δε βάλλει εναντίον τους• πληγώνεται, και δεν το ξέρει• πιάνεται αιχμάλωτος, και δεν μπορεί να αμυνθεί σ’ αυτούς που τον αιχμαλωτίζουν πάντοτε οι αμαρτωλοί (δαίμονες) σχεδιάζουν κακά πίσω από την πλάτη του(Ψαλμ.128,3) ή μάλλον μπροστά στα μάτια του και τον κάνουν κενόδοξο και υπερήφανο.
Αλλά αν συ θέλεις να κάνεις αρχή αυτής της φωτογεννήτρας και τερπνής εργασίας, βάλε πρόθυμα αρχή ως εξής. Ύστερα από την τέλεια υπακοή που ο λόγος περιέγραψε πρωτύτερα, χρειάζεται να κάνεις και όλα σου τα έργα με συνείδηση καθαρή, γιατί χωρίς υπακοή ούτε καθαρή συνείδηση υπάρχει. Και τη συνείδησή σου πρέπει να τη φυλάγεις πρώτον απέναντι στο Θεό• δεύτερον, απέναντι στον πνευματικό σου πατέρα• και τρίτον, απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου. Απέναντι στο Θεό οφείλεις να φυλάξεις τη συνείδησή σου έτσι ώστε να μην κάνεις εκείνα πού ξέρεις πως δεν αναπαύουν το Θεό, μήτε του αρέσουν. Απέναντι στον πνευματικό σου πατέρα, ώστε να κάνεις όλα εκείνα που σου λέει σύμφωνα με το σκοπό του, χωρίς να προσθέτεις ή να παραλείπεις. Απέναντι στους ανθρώπους πρέπει να φυλάγεις τη συνείδηση ώστε να μην κάνεις στον άλλο εκείνα που εσύ μισείς(Τωβ. 4,15), και στα πράγματα του κόσμου πάλι οφείλεις να φυλάγεσαι από την μη ορθή χρήση σε κάθε περίπτωση, και στο φαγητό και στο ποτό και στην ενδυμασία• και γενικά, όλα πρέπει να τα κάνεις σαν να ήσουν μπροστά στο Θεό, χωρίς να σε ελέγχει σε κάτι η συνείδησή σου.
Αφού λοιπόν προλειάναμε και προετοιμάσαμε το δρόμο της αληθινής προσοχής, ας πούμε, αν θέλετε, μερικά σύντομα και σαφή περί των ιδιωμάτων της. Η αληθινή και απλανής προσοχή και προσευχή είναι αυτή• να φυλάγει ο νους την καρδιά όταν προσεύχεται και να περιστρέφεται πάντοτε μέσα σ’ αυτή και από εκείνο το βάθος να αναπέμπει τις δεήσεις προς τον Κύριο. Και αφού εκεί μέσα γευθεί ότι είναι χρηστός ο Κύριος(Ψαλμ. 33,9), δε βγαίνει πλέον από τον τόπο της καρδιάς, γιατί λέει κι αυτός σαν τον Απόστολο: «Είναι ωραία να είμαστε εδώ»(Ματθ. 17,4). Και παρατηρώντας συνεχώς τους εκεί τόπους, χτυπά και διώχνει τα νοήματα που σπέρνει ο εχθρός. Σ’ εκείνους όμως που έχουν άγνοια, αυτό το σωτήριο έργο φαίνεται πολύ σκληρό και δύσκολο• και είναι αληθινά εξαντλητικό το πράγμα και επίπονο, όχι μόνο για τους αμύητους, αλλά και για εκείνους που έλαβαν χωρίς πλάνη την πείρα του μα δε δέχτηκαν και δεν έστειλαν την ηδονή του στο βάθος της καρδιάς. Εκείνοι όμως που απόλαυσαν την ηδονή που έχει και γεύθηκαν τη γλυκύτητά της με το φάρυγγα της καρδιάς τους, μπορούν να αναφωνούν μαζί με τον Παύλο: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; κλπ.»(Ρωμ.8,35).
Γιατί οι άγιοι Πατέρες μας, ακούγοντας τον Κύριο πού λέει πως από την καρδιά μας βγαίνουν πονηροί λογισμοί, φόνοι, μοιχείες, κλεψιές, ψευδομαρτυρίες, και πως αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο(Ματθ. 15, 19-20), και που συμβουλεύει να έχομε καθαρό το εσωτερικό του ποτηριού για να γίνει και το απέξω καθαρό(Ματθ. 23,26), άφησαν κάθε άλλο τρόπο εργασίας των αρετών και αγωνίστηκαν γι’ αυτή τη φύλαξη της καρδιάς, ξέροντας πολύ καλά πως μαζί με αυτή θα μπορέσουν χωρίς κόπο να ασκήσουν και κάθε άλλη πνευματική εργασία, ενώ χωρίς αυτή δεν είναι δυνατό να παραμείνει καμία αρετή. Αυτήν, μερικοί από τους Πατέρες την ονόμασαν καρδιακή ησυχία• άλλοι, προσοχή• άλλοι, φύλαξη της καρδιάς• άλλοι, νήψη και αντίρρηση• άλλοι, έρευνα των λογισμών και φύλαξη του νου• όλοι όμως με αυτή καλλιέργησαν τη γη της καρδιάς τους και με αυτή αξιώθηκαν να τραφούν με το θείο μάννα. Γι’ αυτή λέει ο Εκκλησιαστής: «Ευφραίνου, νέε, στη νεότητά σου και περπάτα στους δρόμους της καρδιάς σου άμωμος και διώξε από την καρδιά σου τον παροργισμό. Αν το πνεύμα αυτού που εξουσιάζει έρθει καταπάνω σου, μην αφήσεις τον τόπο σου»(Εκκλ. 11,9· 10,4)• λέγοντας τόπο εννοεί την καρδιά, όπως λέει και ο Κύριος: «Από την καρδιά βγαίνουν πονηροί διαλογισμοί»(Ματθ. 15,19). Λέει ακόμη: «Μη σκορπίζετε το νου σας εδώ κι εκεί»(Λουκ. 12,29), και:«Τί στενή είναι η πύλη και δύσκολη η οδός που οδηγεί στη ζωή!»(Ματθ. 7,14), και πάλι: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»(Ματθ. 5,3), εκείνοι δηλαδή που δεν απέκτησαν μέσα τους καμία έννοια τούτου του κόσμου. Λέει και ο Απόστολος Πέτρος: «Να είστε νηφάλιοι και άγρυπνοι• ο αντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σαν το λιοντάρι που ουρλιάζει ζητώντας ποιον να καταπιεί κλπ.»(Α΄ Πετρ. 5, 8). Και ο Παύλος αναφέρεται ολοφάνερα στη φύλαξη της καρδιάς όταν γράφει προς τους Εφεσίους: «Η πάλη μας δεν είναι εναντίον όντων από αίμα και σάρκα»(Εφ. 6,12). Και οί θείοι Πατέρες μας έγραψαν πολλά για τη φυλακή της καρδιάς, κι όποιος θέλει ας διαβάσει τα συγγράμματά τους να δει όσα δηλαδή έγραψε ο ασκητής Μάρκος και όσα λέει ο Ιωάννης της Κλίμακας και ο Ησύχιος και ο Φιλόθεος Σιναΐτης και ο Ησαΐας και ο Βαρσανούφιος και το βιβλίο «Παράδεισος Πατέρων» (Γεροντικό). Και τι λέω πολλά; Κανείς δεν μπόρεσε, αν δε φύλαξε το νου του, να φτάσει στην καθαρότητα της καρδιάς, για να γίνει άξιος να δει το Θεό(Ματθ. 5,8). Γιατί χωρίς την προσοχή κανείς δεν μπορεί να γίνει “πτωχός τω πνεύματι”, μήτε μπορεί να πενθήσει ή να πεινάσει και να διψάσει τη δικαιοσύνη, και χωρίς νήψη κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεήμων ή καθαρός στην καρδιά ή ειρηνοποιός ή διωγμένος για χάρη της δικαιοσύνης(Ματθ. 5, 3-10)• και για να πω γενικά, με κανένα τρόπο δεν μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει όλες τις θεόπνευστες αρετές, παρά με τη νήψη. Για τούτο περισσότερο απ’ όλα αυτή πρέπει να επιμεληθείς, για να καταλάβεις με τη δοκιμή τα λεγόμενά μου, που είναι άγνωστα σε όλους τους ανθρώπους. Και αν θέλεις να μάθεις και τον τρόπο της προσευχής, θα σου πω με τη δύναμη του Θεού και περί τούτου όσο μπορώ.
Πριν απ’ όλα, τρία πράγματα πρέπει να αποκτήσεις κι έπειτα να κάνεις αρχή στην αναζήτησή σου. Αυτά είναι: αμεριμνία από κάθε πράγμα, είτε παράλογο, είτε εύλογο, δηλαδή νέκρωση απ’ όλα• συνείδηση καθαρή, δηλαδή να φυλάγεις τον εαυτό σου ακατηγόρητο από τη συνείδησή σου• και απροσπάθεια, δηλαδή να μην κλίνεις σε κανένα πράγμα του κόσμου τούτου, ούτε αυτού του σώματός σου. Έπειτα κάθισε σε κελί ήσυχο και σε μία μοναχική γωνιά και πρόσεξε να κάνεις ό,τι σου λέω• κλείσε τη θύρα και μάζεψε το νου σου από κάθε μάταιο και πρόσκαιρο πράγμα, και τότε ακούμπησε στο στήθος το πηγούνι σου, στρέφοντας τα αισθητά μάτια μαζί με όλο το νου στο κέντρο της κοιλιάς, δηλαδή στον ομφαλό, και κράτησε και την αναπνοή από τη μύτη για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα, και ερεύνησε νοητά στα έγκατα σου να βρεις τον τόπο της καρδιάς όπου είναι στη φύση τους να συνδιατρίβουν όλες οι ψυχικές δυνάμεις. Στην αρχή έχεις να βρεις σκότος κι ανυποχώρητη σκληρότητα• αν όμως επιμείνεις κι εργαστείς αυτό το έργο νύχτα και μέρα, θα βρεις, ω του θαύματος, ατέλειωτη ευφροσύνη. Γιατί όταν ο νους βρει τον τόπο της καρδιάς, βλέπει παρευθύς εκεί μέσα εκείνα που δεν ήξερε ποτέ του. Βλέπει δηλαδή τον αέρα που βρίσκεται μέσα στην καρδιά και τον εαυτό του φωτεινό και γεμάτο διάκριση. Και στο εξής, από όποιο μέρος εμφανιστεί κανένας λογισμός, πριν ακόμη να σχηματιστεί ή να είδωλοποιηθεί, τον διώχνει και τον αφανίζει με την επίκληση του Ιησού Χριστού. Και από εδώ ό νους, μνησικακώντας κατά των δαιμόνων, σηκώνει καταπάνω τους τη φυσική οργή και κυνηγά και χτυπά τους νοητούς εχθρούς. Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις με τη βοήθεια του Θεού μόνος σου, με τη φύλαξη του νου σου και κρατώντας στην καρδιά τον Ιησού• γιατί λέει κάποιος: «Να κάθεσαι στο κελί σου και αυτό θα σε διδάξει τα πάντα».
Ερώτηση: Και γιατί η πρώτη και η δεύτερη φύλαξη δεν μπορούν να οδηγήσουν στην τελείωση τον μοναχό;
Απόκριση: Γιατί δεν τις μεταχειριζόμαστε με τη σειρά που πρέπει. Ο Ιωάννης της Κλίμακος αυτά τα παρομοιάζει με μία κλίμακα, λέγοντας: «Άλλοι περιορίζουν τα πάθη• άλλοι ασχολούνται με την ψαλμωδία και αφιερώνουν σε αυτή τον περισσότερο χρόνο• άλλοι καταγίνονται με τη νοερά προσευχή• και άλλοι ενατενίζουν στη θεωρία και ζούνε στο βυθό. Στο πρόβλημα αυτό ας χρησιμοποιηθεί το παράδειγμα της κλίμακας.» Όσοι λοιπόν θέλουν να ανεβούν μία κλίμακα, δεν αρχίζουν από επάνω προς τα κάτω, αλλά από κάτω επάνω, και ανεβαίνουν το πρώτο σκαλί κι έπειτα το επόμενο κι όλα τα πιο πάνω• κι έτσι μπορεί κανείς να σηκωθεί από τη γη και ν’ ανεβεί στον ουρανό. Αν λοιπόν θέλομε να γίνομε τέλειοι άνδρες με την πληρότητα του Χριστού(Εφ. 4,13), ας αρχίσομε σαν βρέφη την κλίμακα που είπαμε, ώστε με τις διάφορες μεθηλικιώσεις να φτάσομε διαδοχικά τα μέτρα του παιδιού, του άνδρα και του πρεσβυτέρου.
Πρώτη ηλικία της μοναχικής ζωής είναι ο περιορισμός των παθών, που είναι έργο των αρχαρίων.
Δεύτερη βαθμίδα και μεθηλικίωση, που από έφηβο τον κάνει νέο πνευματικά, είναι η απασχόληση με την ψαλμωδία. Γιατί μετά τον κατευνασμό και τη μείωση των παθών, η ψαλμωδία προξενεί γλυκύτητα στη γλώσσα και λογίζεται ευάρεστη στο Θεό, αφού δεν είναι δυνατό να ψάλλομε στο Θεό σε γη ξένη(Ψαλμ. 136,4), δηλαδή σε εμπαθή καρδιά. Τούτο είναι το σημάδι αυτών που προκόβουν.
Τρίτη βαθμίδα και μεθηλικίωση αυτού που από νέος γίνεται πνευματικά άνδρας, είναι η επιμονή στην προσευχή, που είναι σημάδι αυτών που έχουν προκόψει. Και διαφέρει η προσευχή από την ψαλμωδία όσο ο ώριμος άνδρας από το νέο και από τον έφηβο, ανάλογα με το βαθμό πού έχομε.
Εκτός από αυτές, τέταρτη βαθμίδα και μεθηλικίωση πνευματική είναι του πρεσβυτέρου και ασπρομάλλη• η αταλάντευτη δηλαδή ενατένιση της θεωρίας, η οποία είναι των τελείων. Ιδού, συμπληρώθηκε η οδός και πήρε τέλος η κλίμακα.
Αυτά λοιπόν έτσι είναι κι έτσι θεσπίστηκαν από το Πνεύμα, και δεν είναι δυνατό να ανδρωθεί το νήπιο και να γίνει ασπρομάλλης γέροντας, παρά με το να αρχίσει όπως είπαμε από την πρώτη βαθμίδα και περνώντας ορθά από τις τέσσερις ν’ ανεβεί στην τελειότητα.
Ξεκίνημα για να έρθει στο φως αυτός που θέλει να αναγεννηθεί πνευματικά, είναι η μείωση των παθών, δηλαδή η φύλαξη της καρδιάς• διαφορετικά είναι αδύνατο να μειωθούν τα πάθη, γιατί από την καρδιά προέρχονται, καθώς λέει ο Σωτήρας, οι πονηροί διαλογισμοί που μολύνουν τον άνθρωπο(Ματθ. 15,19). Δεύτερη μετά από αυτά είναι η επίταση της ψαλμωδίας. Γιατί αφού κατευναστούν και λιγοστέψουν τα πάθη με την εναντίωση σ’ αυτά της καρδιάς, η επιθυμία της συμφιλιώσεως με το Θεό φλογίζει το νου. Και από αυτό δυναμώνει ο νους και χτυπά και διώχνει τους λογισμούς που περιτριγυρίζουν την επιφάνεια της καρδιάς. Και έπειτα πάλι ασχολείται το πιο πολύ με τη δεύτερη προσοχή και προσευχή. Και τότε προβάλλει η αντεπίθεση των πονηρών πνευμάτων και τα πνεύματα των παθών αναταράζουν σφοδρά την άβυσσο της καρδιάς. Όμως με την επίκληση του Κυρίου Ιησού Χριστού αφανίζονται και λιώνουν σαν το κερί. Και πάλι αφού διωχτούν από εκεί, αναταράζουν μέσω των αισθήσεων την επιφάνεια του νου. Και για τούτο γρήγορα αισθάνεται ο νους τη γαλήνη σ’ αυτόν, πλην να γλυτώσει τελείως από αυτά και να μην τα πολεμά, είναι αδύνατο. Τούτο έχει δοθεί μόνο σ’ εκείνον που έφτασε στη βαθμίδα του τέλειου άνδρα, που έχει αναχωρήσει από όλα τα ορατά και παραμένει συνεχώς στην προσοχή της καρδιάς.
Από αυτά ο προσεκτικός υψώνεται σιγά-σιγά στη σύνεση του ασπρομάλλη γέροντα, δηλαδή στην άνοδο της θεωρίας, πράγμα που είναι των τελείων.
Όποιος λοιπόν τα μεταχειρίζεται αυτά ορθά και στον καιρό του το καθένα, αυτός μπορεί, μετά την αποβολή των παθών από την καρδιά του, και στην ψαλμωδία να επιδοθεί και ν’ αντιπολεμήσει τους λογισμούς που ξεσηκώνονται μέσω των αισθήσεων και ταράζουν την επιφάνεια του νου, και στον ουρανό να υψώνει τα αισθητά μαζί με τα νοητά μάτια όταν χρειαστεί, και να προσεύχεται αληθινά και καθαρά• τούτο όμως να το κάνει σπάνια, για το φόβο των δαιμόνων που ενεδρεύουν στον αέρα. Γιατί τούτο μόνο ζητά ο Θεός από μας, να είναι καθαρμένη η καρδιά μας με τη φύλαξη• κι αν η ρίζα είναι αγία, καθώς λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 11,16), φανερό είναι πως και οι κλάδοι είναι άγιοι κι ο καρπός. Χωρίς όμως τον τρόπο που είπαμε, όποιος σηκώνει τα μάτια και το νου του στον ουρανό και θέλει να φαντάζεται κάποια νοητά, αυτός σχηματίζει μέσα του είδωλα και όχι την αλήθεια• γιατί με το να είναι ακάθαρτη η καρδιά του δεν προκόβει ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη προσοχή. Όταν δηλαδή θέλομε να κτίσομε ένα σπίτι, δε βάζομε πρώτα τη σκεπή κι υστέρα το θεμέλιο, γιατί τούτο είναι αδύνατο• αλλά πρώτα βάζομε το θεμέλιο κι ύστερα κτίζομε το σπίτι και τότε βάζομε και τη σκεπή. Έτσι πρέπει να κάνομε και σ’ αυτά που λέμε. Πρώτα να βάλομε πνευματικό θεμέλιο, δηλαδή να φυλάξομε την καρδιά και να λιγοστέψομε σε αυτή τα πάθη• κι ύστερα να κτίσομε τους τοίχους του πνευματικού σπιτιού, δηλαδή να αποκρούομε με τη δεύτερη προσοχή τη θύελλα των πονηρών πνευμάτων που ξεσηκώνουν οι εξωτερικές αισθήσεις και να ξεφεύγομε το γρηγορότερο από αυτόν τον πόλεμο. Και τότε να στήσομε και τη σκεπή με την τέλεια στροφή προς το Θεό και την αναχώρηση, οπότε ολοκληρώνομε το πνευματικό μας σπίτι με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σέ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 300-308.

9. Μπροστά στον εαυτό μας...!


9. Μπροστά στον εαυτό μας...!
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
9. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ..!
Η εμφάνιση και η πρόοδος της ψυχολογίας του ασυνειδήτου (Βάθους) υπήρξε αναμφίβολα πολυσήμαντη. Όμως είναι γεγονός ότι κάθε αντικειμενικός ερευνητής ημπορεί να παραδεχθή σαν βασική κατεύθυνση της ψυχολογίας αυτής την αποκάλυψη της ποιότητος και του περιεχομένου της ανθρωπίνης προσωπικότητος.
Ήδη έγινε λόγος για την σπηλιά των ενστικτικών τεράτων, που η ψυχολογία του Βάθους απεκάλυψε. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για «τέρατα» που ενσαρκώνουν απλώς ανθρώπινα πάθη. Κάθε ανθρώπινο, όσο «απάνθρωπο» κι αν είναι, μένει ανθρώπινο. Τα ανθρώπινα πάθη, όπως τα εγνώριζε ο άνθρωπος προ της εμφανίσεως της ψυχολογίας του Φρόυδ, ήσαν πάντοτε στα μέτρα της ανθρωπίνης αδυναμίας και ποταπότητος. Σαν πάθη ήσαν πάντοτε μιαρά και μισητά, αλλά ήσαν απλώς ανθρώπινα πάθη γιατί είχαν την αιτία τους στην ανθρώπινη αδυναμία.
*
Η ψυχολογία του Βάθους, και κατ’ εξοχήν η ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα από το βυθό των ανθρωπίνων παθών, σε στρώματα που φιλοξενούν (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχολογίας αυτής) ένα ασύλληπτο βόρβορο ηθικής ακαθαρσίας και ρυπαρότητος. Πρόκειται για τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς «περί της δομικής λειτουργίας των αιμομικτικών τάσεων που εμφωλεύουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή». Και, άσχετα βέβαια αν είναι ή δεν είναι εύκολη η εξουδετέρωση των ισχυρισμών αυτών και ακόμη άσχετα από τον αποτροπιασμό με τον οποίο ημπορεί να αντιδρά κανείς εναντίον μιας τέτοιας γενικεύσεως της αιμομικτικής βδελυρότητος, η ψυχαναλυτική αυτή ερμηνεία, ωρισμένων συγγενικών σχέσεων, έχει ένα νόημα πέρα από κάθε επιστημονική δικαίωση ή απόρριψη. Έχει το νόημα ότι δημιουργεί ένα αφάνταστα εσωτερικό ρήγμα στη βάση της αξιοπρεπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, που όμως στο τέλος - τέλος πρέπει να εκτιμηθή εποικοδομητικά.
Αλήθεια! Καθώς είμαστε παγιδευμένοι στα καθιερωμένα σχήματα ζωής και επίσης (όπως απέδειξε επιδέξια ο Jung) ταυτισμένοι με το πολυδύναμο προσωπείο μας, αδυνατούμε συνήθως να στρέψουμε «ειλικρινά» το βλέμμα στο ψυχολογικό και ζωώδες ορμεμφυτικό βυθό της προσωπικότητός μας για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε! Το «προσωπείο» δεν επιτρέπει την προσβολή της αξιοπρεπείας μας, που θα προκαλούσε ενδεχομένως μια ματιά στα σκοτεινά βάθη του βυθού αυτού. Έτσι, κάθε τι που μειώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα, μας προκαλεί. Μάλιστα κάθε τι που την αποδεικνύει απάνθρωπη, μας αναστατώνει.
*
Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το εγχείρημα της ψυχαναλύσεως, εκτός της αρνητικής του όψεως, έχει πράγματι και μια θετική πλευρά: το ξεσκέπασμα της εσωτέρας φύσεως του ανθρώπου. Ένα τέτοιο ξεσκέπασμα ημπορεί, υπό ωρισμένη έποψη, να εκτιμηθή σαν μια ηρωική πράξη του ανθρώπου που αναζητεί το γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του. Πέρα ή πίσω από το προσωπείο, τις προφάσεις και τα προσχήματα, ο άνθρωπος αυτός αναζητεί ό,τι είναι ανθρώπινο. Αλλά το ανθρώπινο δεν είναι πάντοτε αξιοπρεπές και ενάρετο και ευγενές. Σε πολλές περιπτώσεις είναι επίσης «ειδεχθές» και «δυσώδες»!
Η συμφιλίωσή μας με μια πραγματικότητα τόσο εσωτερική και συγχρόνως τόσο αρνητική, όσο είναι το «ειδεχθές» και το «δυσώδες» περιεχόμενο του εαυτού μας, είναι ασφαλώς δύσκολο έργο. Συνήθως προτιμούμε να σκεπτώμεθα για τον εαυτό μας τα κρείττονα. Το προσωπείο μας (ας είναι καλά!), σαν πολυδύναμος ψυχοπνευματικός μηχανισμός, αναλαμβάνει να εμπνεύση την «ιδεατή» μας εικόνα και να μας δίνη αποδείξεις της ηθικής μας ανωτερότητος, και γιατί όχι, της πνευματικής μας ολοκληρίας. Είναι φαίνεται στη φύση του ανθρώπου να κατασκευάζη (ανεπίγνωστα) μια εικόνα του εαυτού του που είναι συνήθως αρτία από κάθε πλευρά και που γι’ αυτό το λόγο δεν δέχεται να την θίξη κανείς από καμμιά της πλευρά. Αλλά η ιδιόμορφη αυτή αντίδραση του εαυτού μας στην εικόνα του εαυτού του, ισοδυναμεί με μια προδοσία και με μια απάτη και παραπλάνηση. Προδίδεται ο εαυτός μας από τον εαυτό του. Απατά αυτός εαυτόν. Αυταπατάται! Ζει και δρα μέσα σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Στο σημείο αυτό μόνο ημπορεί κανείς να αντιληφθή το σεισμικό συγκλονισμό που προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου η ψυχολογία του Βάθους, που, σαν ένα γιγαντιαίο ψυχοτρύπανο, κάνει να αναπηδά από τα έγκατα του βυθού του κόσμου αυτού ο βόρβορος, ας ειπούμε, των αιμομικτικών τάσεων, που κατασπιλώνουν την ιδεατή (πλαστή) εικόνα του ανθρώπου. Μα κι αν δεχθούμε (πράγμα που είναι ασφαλώς πολύ σίγουρο) ότι οι τάσεις αυτές δεν αποτελούν αρχετυπικές λειτουργίες της προσωπικότητος και ότι ο σχετικός ισχυρισμός της ψυχαναλύσεως είναι μια τραγική υπερβολή, οπωσδήποτε η ψυχολογία του Βάθους «εξέθεσε εις κοινήν θέαν» την εσωτερική ακαταστασία, τη διάσπαση, την αγριότητα και το ψεύδος που κλείνει ο άνθρωπος μέσα του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι υπηρεσίες που έχει προσφέρει η ψυχολογία αυτή στο σύγχρονο άνθρωπο έχουν ένα χαρακτήρα ασκητικό, δηλ. νηπτικό. Η ειλικρίνεια και γενικά ο ωμός τρόπος με τον οποίο η ψυχολογία του Βάθους αντιμετωπίζει τον «πολιτισμένο» και εξευγενισμένο άνθρωπο, είναι στοιχεία της ασκητικής συμπεριφοράς έναντι του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος.
*
Πράγματι! Ο ασκητής της ερήμου, όπως όλοι γνωρίζουμε, προσανατολίζει τη σκέψη του όχι προς την πλαστή και ιδεατή του εικόνα αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Μάλιστα κι όταν ακόμη, με πολλή προσπάθεια και με αιμάτινους αγώνες, κατορθώση να ξεπεράση και να νικήση τα πάθη του, όταν έχη εισέλθει πλέον στην κατάσταση της απαθείας, δεν αποξενώνεται τελείως από το ακάθαρτο αυτό βάθος. Η ενδοσκόπησή του είναι πάντοτε διάλογος με το βάθος αυτό. Αυτό σημαίνει ότι όταν ο ασκητής στέκεται μπροστά στον εαυτό του, στέκεται συνήθως μπροστά στον ακάθαρτο εαυτό του.
*
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην επιστολή του «Προς Ξένην μοναχήν»1, βεβαιώνει ότι, όταν κατορθώση ο άνθρωπος να απαλλαγή ολίγον από τον κατακλυσμό των αισθητών και από την τύρβη που προκαλούν αυτά, τότε ημπορεί να «κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον». Και τί βλέπει τότε εντός του; Βλέπει απλούστατα «το προσγεγενημένον  ειδεχθές  προσωπείον», «το δυσειδές κάλυμμα» του εσωτερικού του κόσμου, το οποίο «διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει». Ο δε Όσιος Νείλος ο Ασκητής υπενθυμίζει ότι ο νους του ανθρώπου δεν ημπορεί ακινδύνως να κατέρχεται μέχρι του εσωτερικού ακαθάρτου βυθού του ανθρώπου. Εάν ο νους δεν είναι ενισχυμένος από τη χάρη του Θεού και γυμνασμένος από την αδιάλειπτη άσκηση, δεν επιτρέπεται να κατέρχεται στο ακάθαρτο αυτό βάθος γιατί αυτό αποτελεί «τον σκοτασμόν των ακαθάρτων λογισμών»2, που όμως έχουν μια ελκτική δύναμη. Είναι ικανοί να αιχμαλωτίσουν τη διάνοια και να τη θάψουν μέσα στον σκοτασμό αυτόν. Το ακατάβλητο δε, από κάποια άποψη, δυναμικό του ακαθάρτου περιεχομένου του ανθρώπου, υπογραμμίζει και η εξαγόρευση του νηπτικού αγωνιστού που, ενώ εγεύθηκε μόλις προ ολίγου τη θεωρία του θείου φωτός, προσήγγισε και πάλιν διά του νου τα «γεώδη» και «κόπρια». «Φως αειλαμπές πνευματικόν και ζωήν υπερκόσμιον έχω, θείαν και τροφήν και τρυφήν, αναβάσεις και εφέσεις και ενώσεις και απολαύσεις της τρισυποστάτου θεότητος, ξενοτρόπους και μετά Χριστού Ιησού του κυρίου των πάντων αρρήκτους φιλικάς διαθέσεις. αλλ’ οίμοι της ταλαιπωρίας και αφροσύνης μου! Οίμοι των κακών της ανοίας μου! Ο ούτω διά της χάριτος υπερουράνιος γεγονώς νους μου, έστι ότε αποκλίναι κλαπείς προς σφαλερά και γεώδη και κόπρια και όλων δυσωδίας ανάπλεως, οίμοι! Τις ου θαυμάσεται και θρηνήσει εις τα εμά, και εξ ελέους προκαλέσας υπέρ εμού Θεόν...»3. Έτσι η ασκητική εμπειρία συμφωνεί απόλυτα με τη βασική θέση της ψυχολογίας, που ορίζει ότι ο βυθός της ανθρωπίνης προσωπικότητος είναι ένας «ακάθαρτος», αφάνταστα «ακάθαρτος» χώρος!
*
Εξ άλλου η ψυχοθεραπεία, σαν εφηρμοσμένη ψυχολογία, έχει την εμπειρία του ποιοτικού περιεχομένου του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος από μια άλλη πλευρά. Δηλαδή, όπως γνωρίζουμε, ο νευρωτικός άνθρωπος που ζητεί τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας, οδηγείται τελικά, με τη βοήθεια των μεθόδων και των μέσων που εκείνη χρησιμοποιεί, μπροστά στον εαυτό του. Χειραγωγείται στο να συναντήση τον εαυτό του, να κατανοήση το εσώτερο βάθος του και να αναλάβη τις ευθύνες του για μια καινούργια, ανανεωμένη ζωή. Αλλά η ψυχοθεραπευτική αυτή πείρα διδάσκει, ότι δεν ημπορεί εύκολα και άνετα να σταθή κανείς μπροστά στον εαυτό του! Ο όρος «ψυχική αντίσταση» χρησιμοποιείται πλέον πληθωρικά για να δηλώση το είδος της αντιδράσεως του ανθρώπου που καλείται να σταθή μπροστά στον αποκεκαλυμμένο εαυτό του. Ο άνθρωπος αυτός δεν θέλει να ιδή κατάματα τον εαυτό του. Κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εικόνα του εαυτού του που αποκαλύπτει ο ψυχοθεραπευτικός διάλογος και αντιδρά με μια ιδιότυπη συμπεριφορά. Ο εαυτός του εναντίον του εαυτού!
*
Η σύγχρονη αυτή εμπειρία της ψυχοθεραπευτικής μεθοδολογίας και αγωγής δείχνει λοιπόν εύγλωττα, ότι και από την άποψη αυτή ο άνθρωπος αντιδρά ανακλαστικά στη θέα του βάθους του εαυτού του. Αλλ’ αυτό ακριβώς το ψυχοθεραπευτικό δεδομένο σε σχέση με τη γενική απέχθεια του ανθρώπου για ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις, επιμαρτυρεί ότι μόνον υπό ωρισμένους όρους ή (τουλάχιστον) υπό κάποιον όρο είναι δυνατόν να σταθή ο άνθρωπος άνετα μπροστά στον εαυτό του. Και ο όρος αυτός είναι ασφαλώς η πνευματική ωριμότης. Βέβαια εδώ ημπορεί κανείς να διερωτηθή πώς θα αποκτηθή η πνευματική αυτή ωριμότης χωρίς προηγούμενες προσπάθειες αυτογνωσίας. Πρόκειται ασφαλώς για μια αμοιβαιότητα που όσο περισσότερο εξελίσσεται τόσο πιο άνετα επιτρέπει στο άτομο να θεωρή τον εαυτό του. Οι απόπειρες αυτογνωσίας που εξελίσσονται σε προσπάθειες αυτοθεωρήσεως και εκείνες σε συστηματικούς μόχθους βυθοσκοπήσεως προάγουν σε μια πνευματικότητα που είναι προϋπόθεση μιας πέρα για πέρα ειλικρινούς και «αδιάστατης» αυτογνωσίας. Η αμοιβαιότης αυτή κατανοείται ευκολώτερα μέσα στη ζωή της ερήμου. Τη διαπίστωση αυτή επικυρώνει πλέον πανηγυρικά η ασκητική εμπειρία, αφού, όπως είπαμε ήδη, ο αγωνιστής της ερήμου είναι βασικά προσανατολισμένος όχι προς την ιδεατή του εικόνα ή προς τις πνευματικές του κατακτήσεις, αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Όσο περισσότερο προάγεται στην πνευματική ζωή, τόσο βαθύτερα ανερευνά και εξετάζει τον εαυτό του.
*
Την άποψη αυτή, ότι δηλαδή η ειλικρινής και «άνετη» αυτοθεώρηση του εσωτερικού δράματος του ανθρώπου ημπορεί να γίνεται μόνο υπό τον όρο της πνευματικής ωριμότητος, την επιβεβαιώνει και ο Επίσκοπος της Εμέσης Νεμέσιος με μια πρωτότυπη κάπως ερμηνεία της εδεμικής απαγορεύσεως. Ο Νεμέ¬σιος, στο έργο του «Περί φύσεως του ανθρώπου», υποστηρίζει την άποψη σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση εκ μέρους του Θεού της βρώσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού αφωρούσε την απαγόρευση της αυτογνωσίας. «Επειδή δε ου συνέφερεν αυτώ προ της τελειώσεως γνώναι την φύσιν εαυτού, απηγόρευσεν αυτώ μη γεύσασθαι του ξύλου της γνώσεως. Ήσαν γαρ, μάλλον δε εισίν έτι και νυν δυνάμεις εν τοις φυτοίς μέγισται. τότε δε, ως εν αρχή της κοσμοποιίας, ακραιφνείς ούσαι, ισχυροτάτην είχον την ενέργειαν. Ην ουν και απόγευσίς τινος καρπού, γνώσιν εμποιούσα της οικείας φύσεως. Ουκ ηβούλετο δε αυτόν ο Θεός προ της τελειώσεως γνώναι την οικείαν φύσιν, ίνα μη, γνους εαυτόν ενδεά πολλών όντα, της σωματικής επιμεληθή χρείας, καταλιπών την της ψυχής πρόνοιαν. Και διά ταύτην την αιτίαν εκώλυσεν αυτόν μεταλαβείν του καρπού της γνώσεως. Παρακούσας δε και γνους εαυτόν, της μεν τελειώσεως εξέπεσε, της δε σωματικής χρείας εγένετο»4.
Η ερμηνεία αυτή του Νεμεσίου Εμέσης υπενθυμίζει την προπτωτική αδυναμία του ανθρώπου να θεωρή εαυτόν. Δηλαδή, όχι μόνον μετά την πτώση του ανθρώπου αλλά και προ της πτώσεως, κατά τον Νεμέσιον, υπήρχε, όπως άλλωστε είναι εύλογο, το πρόβλημα της διαστάσεως μεταξύ του τί είναι ο άνθρωπος και τί οφείλει να γίνη ή να είναι. Εξ άλλου η διάσταση αυτή υπεγράμμιζε και κατά την περίοδο αυτή της «αθωότητος» ότι ο άνθρωπος μόνο υπό ωρισμένους ορούς θα είχε τη δυνατότητα να αποκτά μια εποικοδομητική αυτογνωσία. Έτσι η ψυχολογική και πνευματική εκδοχή της φράσεως «Ου παντός εις Κόρινθον πλειν» πρέπει ασφαλώς να θεωρήται έγκυρη και προ και μετά την πτώση του ανθρώπου. Δεν ημ¬πορεί πράγματι ο καθένας μόνος του και χωρίς ωρισμένες βασικές προϋποθέσεις να προσπαθή να γνωρίση τον εαυτό του. Η ερημική μάλιστα εσωτερικό¬της αποκλείει σαφώς μια τέτοια δυνατότητα. Ο μαθητευόμενος ασκητής είναι ψυχικά και πνευματικά δεμένος με τον γέροντά του και μόνο με την καθοδήγηση και την ερημική του σοφία προχωρεί βήμα προς βήμα στους δαιδαλώδεις δρομίσκους της εσωτερικότητος. Σε στιγμές που η θέα της εσωτερικότητος αυτής τον τρομάζει ή τον απογοητεύει, τον ενθαρρύνει και τον στηρίζει η πνευματική οντότης του γέροντος. Κι αυτό, από πλευράς πνευματικής στρατηγικής και τέχνης, έχει ανεκτίμητη αξία και μοναδικό νόημα. Η προειδοποίηση «Ουαί τω ενί» (Εκκλ. 4, 10) κατανοείται εδώ σ’ όλη την έκτασή της. Αλλοίμονο σ’ ε¬κείνον που στέκεται «μόνος» μπροστά στον εαυτό του. Δηλαδή «μόνος» δεν είναι εύκολο να σταθή κανείς μπροστά στο γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του, αλλά και αν ακόμη κατορθώση «μόνος» του να σταθή μπροστά στο χάος του εαυτού του, μόλις σταθή θα πέση. Γιατί ποιος ημπορεί να σηκώση το ψυχολογικό και πνευματικό βάρος ενός χάους;
*
Εδώ ας θυμηθούμε τη μεγάλη μορφή του ευαγγελικού τελώνη. Με το κεφάλι κρεμασμένο στο στήθος του έχει μπροστά του την πανοραμική θέα του εαυτού του. Μια θέα συγκλονιστική, απογοητευτική, φρικτή, απερίγραπτη! Αλλά ο τελώνης στέκεται, δεν πέφτει. Στέκεται μπροστά στον εαυτό του. Ναι, αλλά τη δύναμη την οφείλει σε μια παρουσία. Στην παρουσία του Θεού που κλείνει μέσα του. Γι’ αυτό άλλωστε, ό,τι βλέπει, ό,τι τον τρομάζει, ό,τι τον συγκλονίζει, το συνοψίζει στη σωτήρια προς Αυτόν κραυγή. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Υπό τον όρο αυτόν η αυτογνωσία του τελώνη είναι συγχρόνως βίωση σωτηρίας. Βλέπει, κραυγάζει, σώζεται. Μια εξελικτική πνευματική πορεία που καταξιώνει την αυτοθεώρηση και δείχνει ότι υπάρχει ένας νόμιμος τρόπος για να ημπορέση κανείς να σταθή λυτρωτικά μπροστά στον εαυτό του. Αιώνες τώρα γνωρίζουμε ότι ο τρόπος αυτός είναι η πορεία μέσα από τα μονοπάτια της ερημικής εσωτερικότητος..!
*
Ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει καθημερινά πληθωρικές αποδείξεις για το γεγονός ότι... αποφεύγει τον εαυτό του! Είναι παγιδευμένος στο φαύλο αυτό κύκλο: είναι τελείως μόνος με τον εαυτό του και συγχρόνως αφάνταστα μακρυά από τον εαυτό του. Ο διάλογος με τον εαυτό του, οσάκις τον απειλεί, τον αναστατώνει και τον τρομάζει. Αδιάψευστος μάρτυς του γεγονότος αυτού η ψυχολογία του Βάθους και δημόσιος. .. κατήγορος η αντικοινωνική του κοινωνικότης!
Αλλά και ο σύγχρονος χριστιανός, σε πολλές περιπτώσεις, δείχνει ότι υποδύεται απλώς κάποιο ρόλο ή ότι είναι άσχετος με τον εαυτό του. Έτσι και στη περίπτωσή του το πρόβλημα, πολλές φορές, είναι το ίδιο. η μόνωση και η αποξένωση. Φαίνεται πως η «καθιερωμένη» ευσέβεια πολύ ολίγα πράγματα ημπορεί να προσφέρη στη δυναμική και αυθεντική ανανέωση της εσωτερικότητός του. Γι’ αυτό περισσότερο για το σύγχρονο χριστιανό είναι αναγκαία η αυτοθεώρηση που βιώνεται στ’ αχνάρια της φιλοκαλικής ερημικής εσωτερικότητος. Όταν γευθή τις εμπειρίες της εσωτερικότητος αυτής, θα καταλάβη ο χριστιανός αυτός, χωρίς δυσκολία, ότι πράγματι μόνο υπό τον όρον αυτόν ημπορεί ο εαυτός του να σταθή μπροστά στον εαυτό του. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς την αρχή της αυθεντικής πνευματικής ζωής, της ζωής που το Ευαγγέλιο του Χριστού καταγγέλλει...!

1.    Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Δ’, σελ. 109.
2.    Ένθ’ ανωτ. Τόμος Α’, σελ. 213.
3.    Ένθ’ ανωτ. Τόμος Δ’, σελ. 366.
4.    Βιβλ. Ελλήνων Πατέρων (Έκδ. Αποστ. Διακ.) Τόμος 38, σελ. 224 εξ.


ΠΗΓΗ:    “ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ”
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

8. "Δος αίμα και λάβε Πνεύμα"!

8.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
8. «ΔΟΣ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΛΑΒΕ ΠΝΕΥΜΑ»!
Οι υπηρεσίες της σύγχρονης ψυχολογίας στην βελτίωση των όρων της ζωής του ανθρώπου είναι ασφαλώς όχι απλώς αξιόλογες αλλά και επαινετές. Η ευρεία διάδοση των ψυχολογικών γνώσεων συνετέλεσε και συντελεί στην κατανόηση του ανθρώπου από τον άνθρωπο σε όλες τις εκδηλώσεις του και τις μορφές ή τους τομείς της ζωής του. Η συνεχώς επισωρευομένη ψυχολογική εμπειρία, από τη μεθοδική έρευνα ή το αυθόρμητο και τυχαίο ψυχολογικό γεγονός, τίθεται συνεχώς στην υπηρεσία της βελτιώσεως και εξομαλύνσεως της καθημερινής ζωής του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η πορεία της ζωής του ανθρώπου διαποτίζεται συνεχώς από το πνεύμα της ψυχολογίας «για ένα καλύτερο σήμερα»! Ό,τι είναι ψυχολογικό, είναι χρήσιμο σαν δείκτης ζωής. Ενώ κάθε «αψυχολόγητο» θεωρείται σαν κάτι σχεδόν ... απάνθρωπο!
*
Η τάση αυτή να «ψυχολογοποιούμε» την ύπαρξη και τη δράση του ανθρώπου είναι πολύ χρήσιμη, αλλά... μέχρις ενός σημείου! Πέρα από αυτό το σημείο αρχίζει η κατάχρηση του πνεύματος της ψυχολογίας. Οι επιστήμονες στην περίπτωση αυτή ομιλούν για «ψυχολογιαρχία» (Psychologismus). Σύμφωνα με την τάση αυτή, στην περιοχή της επιστημονικής ψυχολογικής ερεύνης, τα πάντα ανάγονται σε ψυχολογικά αίτια και άγονται σε ψυχολογικούς σκοπούς.
Η κατάχρηση των ψυχολογικών σπουδών θα ημπορούσε να βεβαιωθή πληθωρικά στην περιοχή της αγωγής του παιδιού. Το νέο ρεύμα της θεωρίας της αγωγής, που ωνομάστηκε «Νέα Αγωγή» (Education Nouvelle) και που ξεκίνησε από τις εμπειρίες της παιδαγωγικής αφυπνίσεως που προεκάλεσαν τα πρώτα κτυπητά πορίσματα της ψυχολογικής προόδου, τοποθέτησε το παιδί σ’ ένα πολύ υψηλό βάθρο. Με παιδαγωγικές και κυρίως ψυχολογικές πρωτοβουλίες εξωραΐστηκε τόσο υπέρμετρα ή άμετρα η προσωπικότης του παιδιού, ώστε βρεθήκαμε μπροστά σε μια παραποιημένη ψυχολογικά εικόνα. Το γεγονός ότι η Νέα Αγωγή δεν προχώρησε ανοδικά και δεν κατέκτησε όλα τα πεδία της αγωγής, αλλά περιορίστηκε σε «πρότυπα» μα πολυδάπανα ιδρύματα, δείχνει ότι οι ψυχολογικές πρωτοβουλίες παραποίησαν πράγματι την προσωπικότητα του παιδιού. Κυρίως ενόθευσαν το ανθρώπινο πνεύμα με πολλή... ψυχολογία και επομένως με πολλή... άνεση! Γιατί το πνεύμα της Νέας Αγωγής που διαμορφώθηκε με βάση τις ψυχολογικές θεωρίες στο τέλος-τέλος καθιέρωσε την ευκολία και την άνεση σαν βασικά μέσα της αγωγής του ανθρώπου και επομένως εμμέσως και σαν σκοπούς της υπάρξεώς του.
*
Το ψυχολογικό αυτό κλίμα, σαν διάσταση της υπάρξεως, επηρεάζει τη ζωή και του χριστιανού που είναι καλοπροαίρετος, ως προς τις υποχρεώσεις του και τα καθήκοντά του προς την Εκκλησία. Ο σύγχρονος χριστιανός θέλει κι εκείνος να ζήση «ψυχολογικά» το χριστιανισμό του. Δηλαδή θεωρεί τους ψυχολογικούς συμβιβασμούς σαν αυτονόητα στοιχεία της εξελικτικής πορείας του κοινωνικού βίου αλλά και της ζωής της Εκκλησίας μέσα στους κόλπους του βίου αυτού. Εκτός από τον «κανονικό» όρο «κατ’ οικονομία», ο σύγχρονος χριστιανός γνωρίζει κι ένα ψυχολογικό όρο με την ίδια επωνυμία. Ο συμβιβασμός του συγχρόνου «καλού» χριστιανού με τον κόσμο γίνεται για λόγους ψυχολογικούς και επομένως «κατ’ οικονομία»!
Αναμφιβόλως είναι γεγονός ότι δεν ημπορεί κανείς εύκολα να εκτιμήση αντικειμενικά τα θετικά στοιχεία του ψυχολογικού «κατ’ οικονομία»! Η ψυχολογία, όπως και αλλού υπογραμμίστηκε, έχει μια αξία αναμφισβήτητη. Αλλά μέχρις ενός ορίου..! Κι είναι αλήθεια, από την άλλη μεριά, ότι την υπέρβαση του ορίου αυτού την πραγματοποιεί ο σύγχρονος χριστιανός με πολλή άνεση. Με την άνεση ακριβώς που του δίνει η υπερεκτίμηση του πνεύματος της ψυχολογίας (κι ας μη γνωρίζει ο ίδιος θεωρητικά την ψυχολογία αυτή!). Με οδηγό, συνειδητά ή ασυνείδητα, το πνεύμα αυτό της ψυχολογίας προβάλλει τα δικαιώματά του στη ζωή και τις ανέσεις της. Θέλει να ζήση την τεχνολογική ζωή του «εν Χριστώ Ιησού». Κι εδώ βέβαια συναντά μια δυσκολία που όμως, όπως φαίνεται, την απωθεί στο ασυνείδητό του. Ο σύγχρονος νος χριστιανός «σκηνοθετεί» μια ζωή ευσεβείας που είναι πολύ μακριά από την αυθεντική ευσέβεια, γιατί ο βασικός προσανατολισμός του δεν έχει στόχο τον ουρανό αλλά τη γη. Η ψυχολογική εκτίμηση και προοπτική της ζωής του τον κατευθύνει προς τη βίωση των τεχνολογικών αγαθών που δίνει... ο Θεός!
*
Όμως, παρά το γεγονός ότι η ψυχολογική προσαρμογή στη ζωή και η απόλαυση των τεχνολογικών αγαθών έχουν μια νομιμότητα αναμφισβήτητη, είναι στοιχεία μιας ζωής που δεν είναι αυθεντικά πνευματική. Το Ευαγγέλιο του Χριστού όχι μόνο δεν αρνείται την πρόοδο, αλλά και την επιβάλλει και την καθαγιάζει. Εξ άλλου, ως προς τη ψυχολογική προσαρμογή, την παραδέχεται πράγματι σαν όρο της ζωής που είναι αυτονόητα ανθρώπινη. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το Ευαγγέλιο του Χριστού προβάλλει στη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων του μια ζωή ασκήσεως και αίματος! Μια ζωή βέβαια χαράς και ευδοκίας! Μια ζωή ποτισμένη με την αυθεντική χαρά που δεν ημπορεί κανείς να αφαιρέση από την καρδιά του πνευματικού αγωνιστού. Μα, πριν απ’ όλα, μια ζωή στολισμένη με το αίμα του μαρτυρίου της ασκήσεως σαν βασιλική πορφύρα και βύσσο!
Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος συμπυκνώνει σε ολίγες λέξεις την περιγραφή της ασκήσεως και του μαρτυρίου που βιώνουν οι αυθεντικοί πνευματικοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά τον όσιο πατέρα, «Αεί γαρ πόνοις εαυτών καθαίρουσι τας ψυχάς και τας εντολάς του Κυρίου τηρούσι, κενούντες εαυτών τα αίματα υπέρ της αγάπης του Χριστού». Οι αυθεντικοί πνευματικοί άνθρωποι χύνουν το αίμα της ψυχής τους «υπέρ της αγάπης του Χριστού». Γιατί «καθαί¬ρουσι την σάρκα νηστείαις και αγρυπνίαις. δάκρυσι το πάχος λεπτύνουσι της καρδίας. κακοπαθείαις νεκρούσι τα μέλη. προσευχή και μελέτη τον νουν πληρούσι φωτός και λαμπρόν αυτόν απεργάζονται. τη απαρνήσει των θελημάτων χωρίζουσι τας ιδίας ψυχάς από της του σώματος προσπαθείας και όλοι μόνου του πνεύματος γίνονται. Διό και πνευματικοί ου μόνον γνωρίζονται, αλλά και καλούνται παρά πάντων εικότως»1.
Η συνοπτική αυτή περιγραφή του μαρτυρίου της ασκήσεως, που απεικονίζει τη δραματική ροή του αίματος της ψυχής, αποκαλύπτει συγχρόνως μια υπέρβαση: την υπέρβαση του ψυχολογικού δυναμικού της προσωπικότητος!
Η άσκηση, σαν μια δυναμική ενέργεια και λειτουργία της προσωπικότητος, είναι πράγματι υπέρβαση των ψυχολογικών δεδομένων και γενικώς του ψυχολογικού δυναμικού της προσωπικότητος. Ο ασκητής δεν συμμορφώνεται με τις ψυχολογικές του ανάγκες. Αντιθέτως, δρα εναντίον των ψυχολογικών διαθέσεων και παρορμήσεων που εκφράζουν το ανθρώπινο στοιχείο της προσωπικότητος. Η ερημική εσωτερικότης είναι μια έντονη και δυναμική άσκηση της «ατομικότητος» που εκφράζεται ψυχολογικά. Οι επιθυμίες, οι προθέσεις, οι ανάγκες, οι στερήσεις και κάθε άλλο δυναμικό στοιχείο της ψυχολογικής υποστάσεως της ατομικότητος, δαμάζονται και εξουδετερώνονται από το πνευματικό βάθος της προσωπικότητος, αλλά με τρόπο βίαιο. Η άσκηση είναι μια αντιλογία στις επιθυμίες της «σαρκός» και ένα βίαιο μαστίγωμα των διαθέσεων και παρορμήσεων που είναι ντυμένες με τον ψυχολογικό χιτώνα, δηλ. μ’ ένα ένδυμα ανθρωπίνης νομιμότητος. Η άσκηση είναι πράγματι μια υπέρβαση και μια άρνηση των λογικών, δηλ. ψυχολογικών δικαιωμάτων της προσωπικότητος. Η άσκηση είναι μια παράλογη πράξη που μετουσιώνει δυναμικά τις ψυχολογικές εμπειρίες του ανθρώπου σε πνευματική υπόσταση και ζωή. Χωρίς άσκηση, χωρίς βία και αιμάτινη πίεση στις αλαζονικές απαιτήσεις της ψυχολογικής ζωής του, δεν ημπορεί ο χριστιανός ν’ ανεβή την κλίμακα των αρετών και να εισέλθη στεφανωμένος στη βασιλεία του Θεού. Χωρίς να χύση αίμα, δεν ημπορεί να λάβη πνεύμα. Η πνευματική αυτή βιαιοπραγία εις βάρος του εαυτού του από τον εαυτό του, είναι το περιζήτητο εισιτήριο του παραδείσου.
*
Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, στη προσπάθειά του να περιγράψη διεξοδικά το ψυχολογικό και πνευματικό μεγαλείο της υπακοής, υπενθυμίζει την ιστορία του προφήτου, που ξεπέρασε τον εαυτό του με μια πράξη δυναμική αλλά και απροσδόκητα πρωτότυπη!
Ένας προφήτης (Γ’ Βασιλ. 21, 35-42), διηγείται ο όσιος πατήρ, έλαβε την εντολή από το Θεό να μεταφέρη στον αιμοχαρή και ειδωλολάτρη Βασιλέα Αχαάβ τις βουλές του. Ο προφήτης, πορευόμενος να συναντήση τον βασιλέα, εσυλλογίζετο ότι η αποστολή του ήταν δύσκολη γιατί ο Αχαάβ ήταν πωρωμένος και δεν θα δεχόταν καν να αντικρύση τον άνθρωπο του Θεού. Ήταν βέβαιος ο προφήτης ότι ο βασιλεύς δεν θα δεχόταν να μιλήση μαζί του. Κι η σκέψη αυτή επροβλημάτιζε έντονα τον άνθρωπο του Θεού που ήθελε με κάθε θυσία να πραγματοποιήση το θέλημά Του. Αλλ’ ο αγωνιστής του Κυρίου δεν άργησε να βρη τη λύση του προβλήματός του. Εσκέφθηκε να ματώση το κεφάλι του μ’ ένα ισχυρό κτύπημα και αιμόφυρτος να παρουσιασθή στον βασιλέα, που δεν θα ημπορούσε να μη ακούση ένα πληγωμένο και αιμορραγούντα άνθρωπο.
Πράγματι, ο προφήτης, μόλις συναντά κάποιον αγρότη, τον διατάσσει. «άρον σου την αξίνην και πλήξον μου την κάραν». Έτυχε όμως ο αγρότης αυτός να είναι θεοσεβής και δεν εδέχθηκε να πλήξη τον άνθρωπο του Θεού. Ο προφήτης συνέχισε τον δρόμο του και συνήντησε άλλον αγρότη που δεν εδίστασε να του φέρη με δύναμη την αξίνη στο κεφάλι. Ευχαριστημένος ο προφήτης από την υπακοή του ανθρώπου αυτού του είπε, μόλις άρχισαν τα αίματα να σκεπάζουν το πρόσωπό του. «Ευλογία Κυρίου επί σε, ότι ήκουσας φωνής Κυρίου». Αιμόφυρτος λοιπόν ο προφήτης συνήν-τησε τον βασιλέα και ανήγγειλε σ’ αυτόν το θέλημα του Θεού. Χάρις στο αίμα που έχυσε κατώρθωσε να κάνη διάλογο με τον βασιλέα και να πραγματοποιήση την εντολή του Θεού.
*
Το κτύπημα της αξίνης στο κεφάλι του προφήτου δεν είναι βέβαια μια λογική πράξη. Είναι ασφαλώς μια παράλογη ενέργεια. Είναι όμως μια ενέργεια μ’ ένα μοναδικό νόημα. Κλείνει μέσα της το νόημα της υπερβάσεως, δηλ. της βίας. Με μια πράξη βίας επάνω στον εαυτό του, ολοκλήρωσε με επιτυχία ο προφήτης την αποστολή του. Έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα!
Στην πράξη αυτή ακριβώς του προφήτου προβάλλεται ασύγκριτα και δυναμικά όλο το μεγαλείο της ασκήσεως που απετέλεσε εμπειρία και έργο ζωής όλων των αγίων της Εκκλησίας του Χριστού. «Οι γαρ προφήται, Απόστολοι και μάρτυρες ουκ έμαθον την θεογνωσίαν και την σοφίαν εξ ακοής ως ημείς, άλλ’ αίματα έδωκαν και έλαβον πνεύμα, κατά το λεγόμενον υπό των Γερόντων. δος αίμα και λάβε πνεύμα. Διά τούτο και οι Πατέρες αντί Μαρτυρίου αισθητού, κατά συνείδησιν εμαρτύρησαν, έχοντες αντί θανάτου σωματικού τον κατά προαίρεσιν, ίνα νικήση ο νους τα σαρκικά θελήματα και βασιλεύη εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. ω η δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις νυν τε και αεί. Αμήν. εις τους αιώνας»2.
*
Αναμφιβόλως σήμερα το πρόβλημα της χριστιανικής μαρτυρίας στο σύγχρονο κόσμο είναι μια πολύ οδυνηρή και τραγική «σπαζοκεφαλιά»! Πολύς κόπος καταβάλλεται για να μελετηθή συστηματικά και διεξοδικά το πρόβλημα της δυναμικής χριστιανικής παρουσίας μέσα στο σύγχρονο, συγκεχυμένο και ταλαιπωρημένο κόσμο. Όχι μόνο μεμονωμένοι μελετηταί αλλά και συνέδρια και άλλα «σχήματα» χριστιανικής σκέψεως και πρωτοβουλίας, μοχθούν με ειλικρινείς διαθέσεις για να λύσουν πρακτικά το πύρινο αυτό πρόβλημα της χριστιανικής μαρτυρίας. Αλλά η λύση του προβλήματος αυτού δεν συνδέεται, δεν ημπορεί να συνδέεται πρωταρχικά, με σχήματα ποιμαντικής δεοντολογίας και τεχνικής. Η ερημική εσωτερικότης, που εκφράζει το γνήσιο και αυθεντικό ευαγγελικό πνεύμα, υπενθυμίζει ζωηρά το μοναδικό μονοπάτι που ημπορεί να οδηγήση το σύγχρονο χριστιανό σε μια ατομική μα και ομαδική συμπεριφορά χριστιανικής μαρτυρίας. Είναι πάντοτε η «τεθλιμμένη οδός» σαν μια εκούσια και οδυνηρή «σπαζοκεφαλιά»! Είναι το αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως, που όμως ενώ κάνει το μαχητή να χύνη το αίμα της ψυχής του, του μεταγγίζει πνεύμα!
Αν δεν σπάση κανείς το κεφάλι του, με το νόημα της ασκητικής «βιαιοπραγίας», δεν έχει λοιπόν καμμιά ελπίδα να λάβη πνεύμα. Η μαρτυρία της χριστιανικής ιδιότητος στηρίζεται εξάπαντος σε μια απώλεια (Ματθ. 10, 39). Γι’ αυτό. «Δος αίμα και λάβε πνεύμα»!

1.    Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Γ’, σελ. 300.
2.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 168.

7. Αυτογνωσία και ετερογνωσία

7. Αυτογνωσία και ετερογνωσία
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
7. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΓΝΩΣΙΑ
Η αυτογνωσία έχει αναγνωρισθή από καιρό σαν το πιο δύσκολο εγχείρημα του ανθρώπου στην περιοχή της κατακτήσεως της πνευματικής ωριμότητος. Είναι αλήθεια, που δεν μπορεί να αμφισβητηθή, ότι όσο πιο πολύ γνωρίζει το άτομο τον εαυτό του, υπό ορισμένους φυσικά όρους, τόσο περισσότερο ωριμάζει ψυχολογικά και πνευματικά. Κάθε πράξη και εμπειρία αυτογνωσίας είναι ένα βήμα προς την ολοκλήρωση της ωριμότητος.
Αλλ’ η ψυχολογία, ιδιαίτερα σήμερα, υποστηρίζει ότι η αυτογνωσία, για να θεωρείται πράγματι παράγων ωριμότητος, δεν πρέπει να εννοείται σαν μια αποκλειστικά «ατομική» ενέργεια και εμπειρία. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο όρος της «αυτογνωσίας» αποτελεί συχνά μια παγίδα για τον άνθρωπο που θα ήθελε να προχώρηση σε μια καλύτερη και βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό του. Και τούτο επειδή, εκ πρώτης όψεως, αυτογνωσία θα ειπή να στρέψης την ερευνητική προσοχή σου και τους προβολείς της διανοίας σου στο εσώτερο βάθος της ατομικότητός σου. Όμως, μια τέτοια, λειτουργία της εσωτερικότητος, σημαίνει συγχρόνως ψυχολογικό και πνευματικό περιορισμό, «εγκλεισμό», μέσα στην ατομικότητα με την πιο περιωρισμένη έννοια. Αυτός που εργάζεται στην ανασκαφή και βυθοσκόπηση της εσωτερικότητός του περιορίζεται μοιραία στον εαυτό του και άρα αποξενώνεται από την ψυχολογική και πνευματική υπόσταση του πλησίον.
*
Ο Jung έκανε την παρατήρηση ότι «κατανοούμε τους άλλους μόνο στο ίδιο μέτρο στο οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας». Στις διατομικές μας σχέσεις βλέπουμε τον πλησίον μας με το πρίσμα της ιδικής μας ατομικότητος. Και την ίδια αυτή ψυχολογική αλήθεια επαναλαμβάνει και ο Γέρων Σιλουανός με τα λόγια του γέροντος Σωφρονίου. «Έκαστος των ανθρώπων βλέπει εις τους άλλους εκείνο μόνον, το οποίον εις την πνευματικήν του πείραν εγνώρισε περί εαυτού του ιδίου. Διά τούτο η στάσις του ανθρώπου έναντι του πλησίον είναι ασφαλές σημείον του βαθμού αυτογνωσίας εις τον οποίον έφθασεν»1. Όταν δηλαδή στέκεται κανείς μπροστά στον πλησίον για να τον κατανοήση ή να τον «κρίνη», στέκεται «ασυνείδητα» (χωρίς να το καταλαβαίνη) μπροστά στον εαυτό του. Βλέπει στον άλλο αυτό μόνον που ο ίδιος «εγνώρισε» στον εαυτό του.
Η όψη αυτή της θεωρήσεως του πλησίον καταντά λοιπόν μια ασυνείδητη (ανεπίγνωστη) αυτοθεώρη¬ση. Και είναι αλήθεια ότι πρόσφατες ψυχολογικές έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός που κρίνει τον άλλον προσπαθεί κατά βάθος να κατανοήση τον εαυτό του. Πρόκειται βέβαια εδώ για μια παρά πολύ γνωστή αλλά και παρά πολύ ευαίσθητη ψυχολογική λειτουργία της εσωτερικότητος, την προβολή. Όσο ολιγώτερη είναι η αυτογνωσία τόσο δεσποτικώτερη γίνεται η λειτουργία της προβολής. Η προσπάθεια της βαθυτέρας γνωριμίας του εαυτού μας μειώνει κάθε φορά και περισσότερο τη δύναμη της προβολής και μας ελευθερώνει από τις αυταπάτες. Γιατί η προβολή κάνει το άτομο να νομίζη ότι γνωρίζει καλά τον πλησίον, ενώ κατ’ ουσίαν η εικόνα που το άτομο αυτό έχει σχηματίσει για τον πλησίον είναι η εικόνα του εαυτού του. Προβολή θα ειπή να βλέπη κανείς στον άλλον ελαττώματα ή αρετές, συναισθήματα και διανοήματα που όμως είναι αποκλειστικά δικά του βιώματα. Κατά τρόπο που το ίδιο το άτομο δεν ημπορεί να αντιληφθή («ασυνείδητα») φορτώνει στον πλησίον του τα βιώματα αυτά και τα θεωρεί σαν χαρακτηριστικά της προσωπικότητος του πλησίον.
*
Από την άλλη μεριά ο Jung υπογραμμίζει τη σημασία της ενδοβολής (Introjection) στη σύγχυση των διατομικών σχέσεων. Η ενδοβολή είναι ψυχολογική λειτουργία αντίθετη της προβολής. Αυτό σημαίνει ότι ιδιότητες και χαρακτηριστικά (δηλ. βιώματα) που ανήκουν πράγματι στον πλησίον, τα θεωρεί το άτομο σαν δικά του βιώματα. Έτσι η προβολή και η ενδοβολή είναι δυο ψυχολογικές λειτουργίες που κυριαρχούν στην ατομικότητα, όταν η προσπάθεια για αυτογνωσία είναι ανύπαρκτη ή ασθενική. Αλλά και στην περίπτωση που η αυτογνωσία ασκείται συστηματικά είναι όμως παγιδευμένη σ’ ένα ψυχολογικό ατομισμό, κι οι δυο αυτές λειτουργίες διαταράσσουν ψυχολογικά το άτομο και το καταδικάζουν σε μια στασιμότητα πνευματική.
Ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος ασχολείται διεξοδικά με το θέμα της αυτογνωσίας στην επιστολή του «Προς Λεόντιον Ηγούμενον»2. Υποστηρίζει ότι όσο κι αν θεωρεί κανείς τον εαυτό του καλλιεργημένο πνευματικά, πρέπει να εμπιστεύεται την πνευματική του δίαιτα και την όλη εργασία της «τελειώσεώς» του «τοις διακριτικωτάτοις των πατέρων». Η συνήθεια (που παγιώνεται με τη δύναμη μιας δεσποτικής αλαζονείας) να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του μόνο ... στον εαυτό του, παγιδεύει το άτομο σε μια κατάσταση στασιμότητος, απ’ την οποία δεν ημπορούν να το αποκολλήσουν «ατομικές» προσπάθειες μιας ολόκληρης σκληρής ασκητικής ζωής.
Για να παρουσιάση ζωντανά την πλάνη, στην οποία περιέρχεται εκείνος που εμπιστεύεται τον εαυτό του μόνο στον εαυτό του, διηγείται ο άγιος Κασσιανός διά του στόματος του αββά Μωυσή την εξής ιστορία3.
Ήταν κάποτε ένας αδελφός πολύ σπουδαίος και πνευματικός. Μια φορά όμως ενοχλήθηκε φοβερά από τις καυτερές προσβολές του «δαίμονος της πορνείας». Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση, που ο αγώνας του γινότανε κουραστικός και του δημιουργούσε μια ανυπόφορη ψυχική ένταση, σκέφθηκε να επισκεφθή ένα γέροντα ασκητή, «προς την ηλικίαν αποβλέπων», για να του εξαγορεύση τους λογισμούς του και να του αποκαλύψη τις δραματικές όψεις του ψυχικού και πνευματικού του προβληματισμού. Αλλά ο γέρων ασκητής, «ακούσας, άπειρος ων, αγανακτών, άθλιον έλεγε τον αδελφόν και ανάξιον του μοναχικού σχήματος, ως τοιούτους δεξάμενος λογισμούς». Ο γέρων ασκητής εκεραυνοβόλησε τον κλονιζόμενο από τις προσβολές του δαίμονος της πορνείας μοναχό με τους μύδρους μιας κατακρίσεως συντριπτικής. Του απέδωσε την ευθύνη και του κατελόγισε θανάσιμη ενοχή γιατί δέχθηκε ο μοναχός αυτός να πιαστή στήθος με στήθος μ’ ένα δαίμονα τόσο αποκρουστικό και πανάθλιο.
*
Λοιπόν, «τοιαύτα ακούσας ο αδελφός, απογνούς εαυτού και καταλείψας τον ίδιον τόπον, επί τον κόσμον επανήρχετο». Η απόγνωση εκυρίευσε οριστικά πλέον τον μαχητή μοναχό γιατί σκέφθηκε ότι, για να τον κατακρίνη τόσο πολύ ο λευκότριχος από τα χρόνια και την πείρα γέρων, σημαίνει πως δεν είναι φτιαγμένος για μοναχός. Έτσι ξεκίνησε από το κελλί του γέροντα για την πόλη. Με τον τρόπο αυτό, έστω κι αρνητικά, θα έλυνε το πρόβλημά του και θα ησύχαζε.
Όμως, «κατά Θεού οικονομίαν, απαντά αυτώ ο αββάς Απολλώς, των γερόντων ο δοκιμώτατος και βλέπων αυτόν τεταραγμένον και πάνυ σκυθρωπόν, ηρώτα αυτόν λέγων. τέκνον, τις η αιτία της τοσαύτης στυγνότητος;».
Το σχέδιο του Θεού διορθώνει με θαυμαστή οικονομία και αξιοποιεί θετικά τα λάθη και τις αδυναμίες της ανθρωπίνης συμπεριφοράς και μάλιστα εκείνης των «πνευματικών» ηγετών. Έτσι η πορεία του μοναχού προς τον πνευματικό θάνατο σταμάτησε με την παρουσία του δοκιμωτάτου γέροντα Απολλού. Διακριτικός αλλά και προορατικός και διορατικός ο γέρων Απολλώς, μα πιο πολύ «πνευματικός» με την πλήρη ασκητική έννοια της λέξεως αυτής, διορθώνει με πολλή σοφία και ποιμαντική τέχνη το ασύγγνωστο λάθος του γέροντα ασκητού, που ώθησε τον μοναχό στην απελπισία και την απογοήτευση.
Αφού επέμεινε να μάθη το λόγο της σκυθρωπότητος του αδελφού και αφού άκουσε το σκοπό της δραματικής του πορείας. «απογνούς ουν εμαυτού, απέρχομαι εις τον κόσμον», «πολλά παρεκάλει και ενουθέτει» αυτόν. Ο δοκιμώτατος γέρων Απολλώς επρόβαλλε στον αδελφό, κατά τη δραματική αυτή ώρα της εξουθενώσεώς του, το ανδρικό μεγαλείο του ασκητικού φρονήματος. «Μη ξενίζου τέκνον, μηδέ απελπίσης σεαυτόν». Μη παραξενεύεσαι και μη απελπίζεσαι, παιδί μου, λέγει στον πτοημένο μοναχό. Στάσου με το κεφάλι ψηλά, με το αγωνιστικό σου φρόνημα ακμαίο. Γιατί αυτό που σου συμβαίνει ούτε περίεργο είναι ούτε αφύσικο. Δεν ευρίσκεσαι σε μονοπάτι λαθεμένο. Παλαίεις μόνο επάνω στη νόμιμη κονίστρα των ασκητικών μόχθων και αγωνισμάτων.
Και για να γίνη πειστικός ο γέρων Απολλώς φέρνει μπροστά στα πνευματικά μάτια του έκπληκτου μοναχού τα προϊόντα της ιδικής του αυθεντικής αυτογνωσίας. Εξαγορεύει σ’ αυτόν τον εσώτερο κόσμο του που εγνώρισε βήμα με βήμα σ’ ένα σκληρό αγώνα αυτογνωσίας και αδιάλειπτης ενδοσκοπήσεως. «Εγώ γαρ εν τοιαύτη ηλικία και πολιά υπάρχων, σφόδρα υπό τούτων των λογισμών οχλούμαι». Εξομοιώνεται πλήρως, ο δοκιμώτατος γέρων, με τη δραματική κατάσταση του αδελφού. Αποκαλύπτει σ’ αυτόν μια αλήθεια συγκλονιστική μα σωτήρια. Με τον τρόπο αυτό πέρνει αυτόματα επάνω του όλο τον πόλεμο του δαίμονος της πορνείας και καταπίνει λαίμαργα όλη τη φρίκη του πολέμου αυτού, ικετεύοντάς τον. «Μη ουν αθυμήσης επί τη τοιαύτη πυρώσει, ήτις ου τοσούτον ανθρωπίνη σπουδή θεραπεύεται, όσον τη του Θεού φιλανθρωπία». Με τα λόγια αυτά ο γέρων Απολλώς συμπληρώνει το οδόφραγμα που σταματά πράγματι την πορεία του πτοημένου αδελφού προς τον κόσμο. Η δύναμη που χρειάζεται κανείς για να ξεπεράση τους κινδύνους ενός απειλητικού και ισχυρού πειρασμού δεν πηγάζει από την ανθρώπινη φύση αλλά χορηγείται πλούσια απ’ τη φιλανθρωπία του Θεού. Η σκέψη ότι κανείς μόνος του πρέπει να ξεπε-ράση τους πειρασμούς του, είναι όχι απλώς ανθρώπινη αλλά αλαζονική.
Έτσι ο γέρων Απολλώς προσφέρει στον μαχητή Μοναχό δυο πνευματικά ερείσματα που του αρνήθηκε ο πνευματικός του οδηγός: αφ’ ενός την ψυχολογική και πνευματική εξίσωση, με μια εξαγόρευση του δικού του αγώνος και αφ’ ετέρου την υπόμνηση του ελέους του Θεού. Και τα δυο αυτά πνευματικά στοιχεία είναι, αλήθεια, αλληλένδετα. Όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς τον εαυτό του τόσο πιο βαθειά αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση το έλεος του Θεού. Κι αντίθετα. όσο πιο μακριά ευρίσκεται από τον εαυτό του, τόσο περισσότερο εξαρτά τις πνευματικές του επιδιώξεις από τον εαυτό του.
*
Αλλά ο γέρων Απολλώς δεν κατάφερε μόνο να ενθαρρύνη το Μοναχό να συνεχίση τον αγώνα του με τη δύναμη της φιλανθρωπίας του Θεού. Προσπάθησε συγχρόνως να δώση ένα μάθημα αυτογνωσίας και ποιμαντικής τέχνης στον ασκητή που αντιμετώπισε αδέξια το προβληματισμό του αδελφού. Προς το σκοπό αυτό παρεκάλεσε τον τελευταίο να επιστρέψη στο κελλί του και να περιμένη να περάση η ημέρα. «Μόνον δε την σήμερον χάρισαί μοι και υπόστρεψον εις το κελλίον σου. Εποίησε δε ο αδελφός ούτω».
Αφού λοιπόν άφησε ενισχυμένο κάπως τον αγωνιζόμενο σκληρά Μοναχό, ήλθε ο αββάς Απολλώς και στάθηκε έξω από το κελλί του γέροντος ασκητού. Εκεί κάνει την εξής προσευχή «μετά δακρύων». «Κύριε, ο τους πειρασμούς υπέρ του συμφέροντος επάγων, μετά¬στρεψον τον πόλεμον του αδελφού εις τούτον τον γέροντα, ίνα διά της πείρας εις το γήρας αυτού μάθη, άπερ εν τω μακρώ χρόνω ουκ εδιδάχθη. όπως συμπάσχη τοις πολεμουμένοις».
Μόλις ετελείωσε ο αββάς Απολλώς την προσευχή του αυτή, βλέπει αιθίοπα να στέκεται κοντά στο κελλί του γέροντος και να στέλνη επάνω του καυτερά βέλη. Ο ταλαίπωρος γέρων, φορτωμένος με τα βέλη αυτά, γυρόφερνε μέσα στο κελλί του σαν μεθυσμένος. Κι επειδή δεν ημπορούσε να υπομείνη την αφόρητη αυτή κατάσταση, «εξελθών του κελλίου, τη αυτή οδώ η και ο νεώτερος, επί τον κόσμον εχώρει». Αλλ’ ο αββάς Απολλώς, που ευρίσκετο συνεχώς έξω από το κελλί του γέροντος, εφρόντισε να τον συναντήση, καθώς εκείνος έφευγε τρεχάτος για την πόλη. Κι αφού τον πλησιάζει τον ερωτά. «Πού πορεύη; τις δε η αιτία της κατεχούσης σε ταραχής;» Το ερώτημα αυτό σαν καυτός έλεγχος πληροφορεί τον γέροντα, ότι ο αββάς Απολλώς τα γνωρίζει όλα. Αντιλαμβάνεται πως δεν ημπορεί να του κρύψη τίποτε, γι’ αυτό προτιμά να σιωπήση επίμονα. Τότε όμως ο γέρων Απολλώς ευρίσκει την ευκαιρία να του δώση το μάθημα που θα τον βοηθούσε να γνωρίση καλύτερα τον εαυτό του και επομένως και τον αδελφό του.
«Γύρισε στο κελλί σου, λέγει στον «αμαθή» γέροντα. Και στο μέλλον φρόντισε να αντιληφθής πολύ καλά την ασθένειάν σου. Προσπάθησε να γνωρίσης τον εαυτό σου σ’ όλο το βάθος και το πλάτος των αδυναμιών του. Κι αν εσύ δεν αντιμετωπίζης πειρασμούς τόσο μεγάλους όσο ο αδελφός, να σκέπτεσαι ότι ο διάβολος ή σε αγνοεί ή σε περιφρονεί, γι’ αυτό δεν αξιώθηκες να παλαίψης μαζί του. Αλλά τί λέγω να παλαίψης; Εσύ δεν ημπόρεσες να αντέξης προσβολή μιας ημέρας και αναστατωμένος και πανικόβλητος επήρες το δρόμο για την πόλη. Για σκέψου όμως, αλήθεια, ότι σου εδόθηκε η ευκαιρία να ενισχύσης και να ενθαρρύνης νεώτερόν σου που πολεμήθηκε σκληρά από τον ίδιο τον δαίμονα που σε εξουθένωσε και εσύ τον έσπρωξες στην απόγνωση. Δεν έλαβες υπ’ όψη σου καθόλου το σοφό εκείνο παράγγελμα που λέγει. «Ρύσαι απαγομένους εις θάνατον. και εκπριάν κτεινομένους μη φείση» (Παροιμ. 24, 11). Ούτε τα λόγια του Σωτήρος Ιησού που προτρέπουν «κάλαμον συντεθλασμένον μη  συντρίβειν και λίνον καπνιζόμενον μη σβεννύειν» (Ματθ. 12, 20). Και συμπληρώνει ο σοφός και διακριτικώτατος Απολλώς. «Ουδείς γαρ του εχθρού φέρειν ηδύνατο τας επιβουλάς, αλλ’ ουδέ τον έμπυρον της φύσεως βρασμόν σβέσαι, ει μη η του Θεού χάρις εφρούρει την ανθρωπίνην ασθένειαν».
*
Η μακροχρόνια λοιπόν άσκηση δεν εβοήθησε τον γέροντα να αποκτήση αυτογνωσία για να ημπορέση έτσι να κατακτήση έδαφος και στην ετερογνωσία. Η μόνωσή του στην έρημο και οι ασκητικοί του αγώνες παρέμειναν εξωτερικά στοιχεία μιας ζωής χωρίς ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις αυτοθεωρήσεως!
Συμβαίνει πράγματι να αγωνίζεται κανείς σκληρά στην περιοχή των αρετών και μάλιστα στην εγκράτεια, χωρίς όμως να αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίση μεθοδικά και σωστά τον εσώτερο εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή θεωρεί την αυτογνωσία χρήσιμη, την αντιλαμβάνεται όμως σαν ένα περιορισμό στην ατομικότητά του, σαν μια  (νόμιμη)  αποξένωση από τον αδελφό. Έτσι συμβαίνει πράγματι να συμπεριφέρωνται με σκληρότητα και απανθρωπιά προς τον πλησίον «πνευματικοί» άνθρωποι, που έχουν να επιδείξουν πλούσια διαπιστευτήρια αυτοθυσίας (Α’ Κορ. 13, 3), ιδρώ¬των, ανιδιοτελείας, πνευματικής «σοφίας» και άλλων, γιατί όχι, ασκητικών αρετών. Κι εμείς οι ίδιοι διαπορούμε με τον εαυτό μας για την σκληρότητα ή την ψυχική αντίσταση και την ψυχολογική ακαμψία που δείχνουμε στον πλησίον μας. Η εγωκεντρική αντίδρασή μας στις διατομικές μας σχέσεις έχει τέτοια ανακλαστικότητα που πολλές φορές δεν ημπορούμε να αντιληφθούμε την έκταση του κακού που κάνουμε στους άλλους και όταν ακόμη τους επιδαψιλεύουμε την «αγάπη» μας.
Στο επίκεντρο των διατομικών σχέσεων που συμπλέκονται ψυχολογικά απ’ το παραπλανητικό παιχνίδι της προβολής και της ενδοβολής ευρίσκεται πάντοτε η απώθηση της ενοχής. Όποιος απωθεί την ενοχή του, μένει τελικά ξένος προς τον πλησίον του γιατί ήδη έχει αποξενωθή από τον εαυτό του. Η απώθηση της ενοχής τον προικίζει με σκληρότητα στη συμπεριφορά του προς τον πλησίον και πολύ περισσότερο με μια έλλειψη κατανοήσεως και συμπαθείας. Η καταδίκη του αδελφού από τον γέροντα ασκητή πρέπει να κατανοηθή σαν αντίδραση στη δική του απωθουμένη ενοχή. Ο γέρων ασκητής δεν είχε εξοικειωθή με την ενοχή του με την δύναμη μιας «φωτιστικής» αυτογνωσίας. Γι’ αυτό κατακρίνοντας τον αδελφό τόσο βίαια, κατέκρινε ανεπίγνωστα (χωρίς να το γνωρίζει) τον ίδιο τον εαυτό του. Αν είχε μάθει να κατακρίνη τον εαυτό του μ’ ένα αυθεντικό πνεύμα ασκητικής ταπεινώσεως, θα έδειχνε συμπάθεια στον αγώνα του αδελφού. Γιατί είναι αλήθεια ακλόνητη και αδιάσειστη, ότι, όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς την άβυσσο του ενοχικού και ακαθάρτου βάθους του εαυτού του, τόσο περισσότερη συμπάθεια και κατανόηση δείχνει στους πειρασμούς του αδελφού. Όσο περισσότερο σκληρός κριτής του πλησίον είναι, τόσο καθαρότερα αποκαλύπτει την παγίδευσή του στα ενοχικά και πάντοτε απωθούμενα συμπλέγματά του.
Οπωσδήποτε όμως ο γέρων ασκητής, χάρις στη θεία οικονομία, έλαβε ένα εντυπωσιακό μάθημα ετερογνωσίας. Έστω και με αυτόν τον ανεπιθύμητο τρόπο ανεκάλυψε στους πειρασμούς του αδελφού την αληθινή πνευματική του φυσιογνωμία: τον «καθυστερημένο» πνευματικά Εαυτό του.
Πώς όμως θα ημπορέση ο σύγχρονος χριστιανός να αντιληφθή το είδος και την ποιότητα της ιδικής του εσωτερικότητος και μάλιστα πώς θα κατορθώση να κατανοήση την ψυχολογική και πνευματική αμοιβαιότητα αυτογνωσίας και ετερογνωσίας σε σχέση με την εσωτερικότητα αυτή; Το πρόβλημα δεν είναι εδώ θεωρητικό. Είναι πρώτα - πρώτα υπαρξιακό..!

1.    Ο Γέρων Σιλουανός του Άθω. Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 97.
2.    Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 81 εξ.
3.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 90 εξ.

6. Πέρα από τον Ιορδάνη...!

6. Πέρα από τον Ιορδάνη...!
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
6. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΡΔΑΝΗ..!
Η βασική θεραπευτική άποψη της ψυχολογίας του Βάθους, και επομένως και της ψυχοθεραπείας, είναι ότι οι δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής, τα ψυχικά τραύματα και οι ψυχικές συγκρούσεις και γενικά κάθε παρόμοια αρνητική εμπειρία, πρέπει να γίνεται αντικείμενο μιας συνειδητής επεξεργασίας εκ μέρους της προσωπικότη¬τος του ανθρώπου. Γιατί κάθε ανεπιθύμητη εμπειρία, όταν απωθείται με βία από την περιοχή του συνειδητού βίου στο ασυνείδητο, δημιουργεί εσωτερικά προβλήματα στο βάθος της προσωπικότητος, που όμως οι προεκτάσεις τους προδίδονται στη διαταραγμένη συμπεριφορά της προσωπικότητος αυτής.
Η απώθηση είναι μια αρνητική λειτουργία, που η ψυχολογία υπογραμμίζει πολύ έντονα με όλο το δυναμικό της θεωρητικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε όλο το νόημα του ψυχαναλυτικού διαλόγου συμπυκνώνεται στην προσπάθεια της συνειδητοποιήσεως των απωθουμένων ψυχικών περιεχομένων και εμπειριών.
Εξ άλλου η θέση αυτή, σύμφωνα με την οποία η συνειδητοποίηση των απωθήσεων, στις οποίες αποδίδεται η διαταραχή της συμπεριφοράς του ατόμου, είναι ένας βασικός θεραπευτικός παράγων, επιβεβαιώνεται από την πείρα της ζωής. Κι αν συμβαίνη να μη αποδεικνύεται έγκυρη πάντοτε η άποψη αυτή της ψυχολογίας, οπωσδήποτε η διατήρηση στην περιοχή της «μνήμης» ή του συνειδητού μιας αρνητικής εμπειρίας, είναι συνήθως μια καλή προϋπόθεση της αποφυγής ή της μειώσεως των δυσαρέστων συνεπειών της στην όλη προσωπικότητα. Μάλιστα εκεί που η προσωπικότης αυτή διαθέτει αναδημιουργικές δυνάμεις για μια φυσιολογική ψυχική αφομοίωση της εμπειρίας αυτής, η συνειδητοποίηση είναι πράγματι μια θεραπευτική λειτουργία του όλου ψυχικού οργανισμού του ανθρώπου.
*
Την άποψη αυτή της θεραπευτικής λειτουργίας της συνειδητοποιήσεως την αποδέχεται ανεπιφύλακτα κάθε γνήσιος πνευματικός άνθρωπος που εκτιμά ιδιαίτερα τη λυτρωτική σημασία της αυτογνωσίας. Γιατί αυτογνωσία δεν θα ειπή βέβαια να γνωρίζης μόνο εκείνο που φαίνεται μόνο του ή εκείνο που σου αρέσει να γνωρίζης από όλη τη συμπεριφορά της προσωπικότητός σου. Αυτογνωσία, στην ασκητική της μάλιστα εκδοχή, θα ειπή μια δραματική αυτοθεώρη¬ση. θα ειπή μια ειλικρίνεια στο διάλογο με τον εαυτό σου που πληγώνει και αναστατώνει! Κι η συνειδητοποίηση των ψυχικών τραυμάτων, των αρνητικών εμπειριών μ’ ένα περιεχόμενο ενοχικό, είναι πολλές φορές μια αυτογνωσία που εξισώνεται απόλυτα μ’ ένα αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως!
*
Ο ασκητής της ερήμου είναι εξοικειωμένος με τη λειτουργία της συνειδητοποιήσεως σ’ ένα βαθμό που εκπλήσσει! Γυμνασμένος «εμπόνως» στον εκλεπτυσμένο διάλογο με την εσωτερική του ενοχική ακαθαρσία, διατηρεί πάντοτε συνειδητά όλα τα στοιχεία της αρνητικής του συμπεριφοράς ή μάλλον της «εσωτερικής αισθήσεως» του ενοχικού του βάθους. Είναι συνεχώς ενήμερος της τοπογραφίας αλλά και της στρατηγικής κάθε σκληρής μάχης που δίδει, στην προσπάθειά του να πολεμήση τα υπολείμματα των παθών του ή συνήθως τις προσβολές των δαιμονικών και «εμπαθών» λογισμών.
Ο Όσιος Νείλος ο Ασκητής, περιγράφοντας στάδια της προσπαθείας που αποβλέπει στην εσωτερική κάθαρση, μας δίνει μια πολύ ωραία εικόνα της βασικής πνευματικής λειτουργίας της συνειδητοποιήσεως όλων των δραματικών στοιχείων του αγώνος κατά των παθών.
Όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει, ομιλώντας για τη συμπεριφορά και τον ηγετικό ρόλο του ποιμένος. «Δει γαρ πρότερον μαχήσασθαι τοις πάθεσι και μετά πολλής νήψεως τα εν τω πολέμω τη μνήμη παραδούναι. και ούτως εκ των καθ’ εαυτούς, ετέροις υποτίθεσθαι τα της μάχης. και την νίκην αυτοίς ευχερεστέραν ποιήσαι, διά το προλέγειν τας εν τω πολέμω μεθόδους»1.
Η φράση «τη μνήμη παραδούναι» είναι η ασκητική εκφορά του όρου «συνειδητοποίηση». Εκείνος λοιπόν που αγωνίζεται κατά των παθών, οφείλει «μετά πολλής νήψεως», δηλαδή λεπτομερώς και προσεκτικώς να διατηρή στη μνήμη του κάθε τι που εβίωσε κατά την εξέλιξη του αγώνος του αυτού. Η συντήρηση της εμπειρίας του αυτής στο οπτικό πεδίο της συνειδήσεως θα φανή χρήσιμη σ’ εκείνους που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, να αγωνισθούν κατά των παθών. Μα πολύ περισσότερο θα ωφεληθή ο ίδιος ο πνευματικός αγωνιστής από τη συνειδητοποίηση αυτή του αοράτου πολέμου κατά των παθών. Γιατί, γνωρίζοντας πολύ καλά κάθε λεπτομέρεια του πολέμου αυτού, θα είναι πάντοτε σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητος και θα αντιμετωπίζη μ’ ένα αλάνθαστο στρατηγικό νου τις μεθοδείες και τις ενέδρες των πονηρών και εμπαθών λογισμών. Ενώ εάν δεν διαθέτη τέτοια πολεμική ενημέρωση, οι ενδεχόμενες νίκες του δεν του παρέχουν σχεδόν καμμιά υπαρξιακή ασφάλεια έναντι των επιβουλών των «αιθιόπων», των δαιμονιωδών λογισμών. Κι αυτό επειδή οι νίκες αυτές εκερδήθηκαν νύκτα, «στα σκοτεινά»! «Εισί γαρ τινες, λέγει ο όσιος Νείλος, κεκρατηκότες των παθών, διά πολλήν ίσως σκληραγωγίαν. και τον τρόπον αγνοούντες της νίκης, διά το ως εν νυκτομαχία παρακολουθηκέναι ταις συμβολαίς, μηδέ ταις των εχθρών επιβουλαίς παραστήσαι τον νου». Στην πολύ εύστοχη και χαρακτηριστική αυτή παρατήρηση του οσίου πατρός πληροφορείται κανείς τον λόγο μιας ενάρετης ζωής που όμως είναι πολύ ασταθής και εύθραυστη. Πρόκειται δηλαδή για μια αρετή που οφείλεται στην πολλή σκληραγωγία, σε μια «εξωτερική» πράξη ατομικού εκβιασμού και πιέσεως. Η αρετή αυτή δεν αποκτήθηκε ύστερα από μια ενσυνείδητη και συγχρόνως μεθοδική αγωνιστική προσπάθεια. Ήλθε σαν αποτέλεσμα μιας εξωτερικής πιέσεως, χωρίς εσωτερικό λόγο. Ο άνθρωπος που απόκτησε με τον τρόπο αυτό την αρετή μοιάζει μ’ εκείνον που εκέρδησε μια νίκη σε νυκτομαχία, χωρίς δηλ. να γνωρίζη το πώς και το γιατί. Μέσα στο σκοτάδι της νυκτός δεν ημπόρεσε να καταλάβη πώς εκέρδησε τη νίκη. Αλλ’ η άγνοια αυτή είναι συνήθως κι η προϋπόθεση μιας συντριπτικής ήττας στην πρώτη συνάντηση μ’ ένα δυναμικό εχθρό.
Ο πνευματικός λοιπόν αγωνιστής δεν είναι ένας ελεύθερος σκοπευτής, που αυτοσχεδιάζει ανεύθυνα. Είναι ο «επιστήμων» στρατηγός που είναι πάντοτε εν γνώσει όλων των φάσεων και των λεπτομερειακών εξελίξεων των πνευματικών του προσπαθειών. Ό,τι αποκομίζει σαν πείρα πνευματικής στρατηγικής, δεν το παραπέμπει στο σκοτεινό «αρχείο» του ασυνειδήτου, αλλά το στήνει τρόπαιο και μνημείο νίκης αλλά και νήψεως! Η αποκτηθείσα αυτή εμπειρία από τις οδομαχίες μέσα στους δαιδαλώδεις και σκοτεινούς δρομίσκους του ασυνειδήτου αποτελεί πάντοτε τηλαυγή φάρο και άγρυπνο δείκτη της μεθοδικής διεξαγωγής των νέων πνευματικών προσπαθειών. Οι καινούργιες πνευματικές νίκες στηρίζονται στην πείρα που αποκτήθηκε στις προηγούμενες πνευματικές προσπάθειες. Έτσι μόνο εμπεδώνει κανείς το όφελος μιας πνευματικής μάχης και το αξιοποιεί δημιουργικά σε μια συνέχεια πνευματικής αναβάσεως στην ουράνια κλίμακα των αρετών!
Βαθύς γνώστης της δυναμικής όψεως του ασυνειδήτου ο όσιος Νείλος, υπογραμμίζει πολύ ζωηρά την αξία της συνειδητοποιήσεως των περιεχομένων του ασυνειδήτου με την ψυχολογική ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος από τη ζωή του Ισραήλ. Συγκεκριμένως, ο όσιος πατήρ, αναφέρεται στο Βιβλίο του Ιησού του Ναυή (4, 3 εξ.). Στο χωρίο αυτό διασώζεται μια συμβολική πράξη του μεγάλου αυτού αρχηγού της πορείας προς τη γη της Επαγγελίας, ύστερα από τη θαυματουργική διάβαση του Ιορδάνου από το λαό με επί κεφαλής τη Κιβωτό της Διαθήκης.
*
Μια φορά οι Ισραηλίται επέρασαν τον Ιορδάνη κατά το διάστημα της νυκτός, αφού προηγουμένως απεσύρθησαν τα ύδατά του και ο λαός επάτησε τη κοίτη του ποταμού. Ύστερα από το θαυματουργικό αυτό γεγονός, ο Ιησούς του Ναυή έδωσε την εξής εντολή. Αφού εκάλεσε δώδεκα άνδρες, ένα από κάθε φυλή, τους διέταξε να κατέβουν στη στεγνή ακόμη κοίτη του Ιορδάνου να αναλάβουν καθένας ένα μεγάλο λίθο από την κοίτη αυτή στον ώμο τους και να στήσουν όλοι μαζί τους δώδεκα λίθους κοντά στην όχθη του Ιορ¬δάνου. «ίνα υπάρχωσιν υμίν ούτοι εις σημείον κείμενον διαπαντός, ίνα όταν ερωτά σε ο υιός σου αύριον λέγων, τί εισιν οι λίθοι ούτοι ημίν; και συ δηλώσης τω υιώ σου λέγων. ότι εξέλιπεν ο Ιορδάνης ποταμός από προσώπου κιβωτού διαθήκης Κυρίου πάσης της γης, ως διέβαινεν αυτόν. και έσονται οι λίθοι ούτοι υμίν μνημόσυνον τοις υιοίς Ισραήλ έως του αιώνος» (4, 4-7).
Ο όσιος Νείλος, ερμηνεύων  ψυχολογικώς την πράξη αυτή του Ιησού, λέγει ότι αυτή η διαιώνιση της υπομνήσεως ενός θαύματος που έγινε νύκτα σημαίνει «ότι δει τα βύθια της εμπαθούς διαγωγής νοήματα εις φανερόν άγειν και σαφώς στηλιτεύειν... ίνα μόνον ο παρελθών γινώσκει τον τρόπον της διαβάσεως, αλλά και οι το αυτό ποιείν προαιρούμενοι, ευχερή την διάβασιν εκ της μαθήσεως ποιήσωνται και η ετέρων πείρα γένηται και ετέρων διδασκαλία»2.
Τα «βύθια» νοήματα είναι ασφαλώς οι άγνωστες και άδηλες κινήσεις που αποτελούν τη λειτουργία του ασυνειδήτου. Είναι η σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητος που μόνο με μια δραματική αυτογνωσία ημπο¬ρεί να κατακτηθή. Με μια αυτογνωσία που δεν ημπορεί να είναι αποκλειστικό κατόρθωμα της προσωπικότητος αυτής. Μάλλον πρέπει να είναι δώρο της Θείας Χάριτος. Γιατί, όπως τα νερά του Ιορδάνου απεσύρθησαν με την παρουσία της Κιβωτού της Διαθήκης, έτσι τα εμπαθή νοήματα αναγνωρίζονται και στηλιτεύονται μόνον με τη βοήθεια της Χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό ο όσιος Εφραίμ υπενθυμίζει μια μεγάλη αλήθεια με τη κατανυκτική του προσευχή. «Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα»! Έργο της δυνάμεως της Κιβωτού της διαθήκης ήτο η διάβαση του Ιορδάνου, η κατάκτηση της «κοίτης», του εσχάτου δηλ. βάθους της προσωπικότητος. Έργο της προσωπικότητος είναι η ψυχολογική διαιώνιση της κατακτήσεως αυτής, που στη ζωή του νέου Ισραήλ προσφέρει η Χάρη του Θεού. Κι η διαι¬ώνιση αυτή είναι, αλήθεια, μια πορεία πέρα από τον Ιορδάνη, δηλ. πέρα από το ασυνείδητο, με τη δύναμη του Μυστηρίου της Μετανοίας..!

1.    Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 205.
2.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 205.

5. Η ασκητική ερήμωση του ασυνειδήτου



5. Η ασκητική ερήμωση του ασυνειδήτου
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
5. Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΡΗΜΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ
Η πιο βασική κατάκτηση της ψυχολογίας υπήρξε ασφαλώς η «ανακάλυψη» του  ασυνειδήτου.
Η επισήμανση της άγνωστης αυτής περιοχής της ανθρωπίνης προσωπικότητος άνοιξε οπωσδήποτε τη θύρα διά της οποίας ημπορεί κανείς να ρίξη το βλέμμα του στο σκοτεινό βάθος της ψυχής. Ή τουλάχιστον, ύστερα από την ανακάλυψη αυτή, είναι σε θέση κανείς να αντιληφθή τη σημασία του ασυνείδητου αυτού βάθους για την όλη ψυχική και πνευματική πορεία του ατόμου.
Εξ άλλου είναι γεγονός που δεν ημπορεί κανείς να αμφισβητήση, ότι οι ερευνητικές προσπάθειες της ψυχολογίας μέσα στο σκοτεινό και σχεδόν ανερεύνητο ασυνείδητο βάθος της ανθρωπίνης προσωπικότητος έχουν μέχρι τώρα μια κάποια αξιόλογη επιτυχία. Η μεθοδολογία της προσπελάσεως στον χώρο του ασυνειδήτου μας έχει αποκαλύψει μέχρι σήμερα ωρισμένα μυστικά μονοπάτια που στο σύνολό τους διαγράφουν μια κάποια νομοτέλεια ωρισμένων μορφών ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Η ψυχολογία του βάθους με τις επί μέρους σχολές της μας έχει μέχρι τώρα δώσει αξιόλογα στοιχεία του ψυχολογικού «μηχανισμού» της συμπεριφοράς αυτής και έχει ρίξει φως σε ωρισμένες περιοχές της προβληματικής της ψυχολογικής γενικά αντιδράσεως του ατόμου. Η αναγνώριση αυτής της υπηρεσίας της ψυχολογίας είναι μια ηθική υποχρέωση κάθε τιμίου ερευνητού.
*
Παρ’ όλα όμως αυτά οι επιτυχίες της ψυχολογίας του Βάθους αποδεικνύονται πολλές φορές εξαιρετικώς ασήμαντες μπροστά στο μέγεθος αλλά και την πολύπλοκη σύνθεση της προβληματικής της ψυχολογικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Οι ίδιοι οι ψυχολόγοι, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, όσο ικανοί και αν είναι σε βυθοσκοπήσεις στην ασυνείδητη περιοχή της ανθρωπίνης προσωπικότητος, αντιλαμβάνονται πως η αισιοδοξία για μια εκτεταμένη κατανόηση και γνωριμία της προσωπικότητος αυτής είναι προς το παρόν ο πιο ανέλπιστος καρπός των προσπαθειών τους. Λ.χ. η ψυχανάλυση γνωρίζει σήμερα πολύ καλά πως ο εσωτερικός προβληματισμός του ασυνειδήτου είναι τελικά terra incognita. Μάλιστα από της πλευράς της ψυχαναλύσεως που, ως γνωστόν, μεθοδεύει το έργο της σύμφωνα με τις φροϋδικές ψυχολογικές αρχές, το καταστάλαγμα των προσπαθειών της είναι η επισήμανσις του ασυνειδήτου με όλο το αρνητικό ορμεμφυτικό του περιεχόμενο. Η φροϋδική ψυχανάλυση μας έχει δώσει την εντύπωση πως έχει ανακαλύψει μια σπηλιά μέσα στο βάθος της ανθρωπίνης προσωπικότητος, μέσα στην οποία ζουν συμπλεκόμενα και αγωνιζόμενα να εξορμήσουν απειλητικά μυθικά τέρατα. Τη σπηλιά αυτή, όσο κι αν μοχθή η ψυχολογική έρευνα, ελάχιστα μόνο ημπορεί να την φωτίση στο εσωτερικό της. Έτσι η ψυχολογία του Βάθους γενικά μας συνειδητοποίησε πιο έντονα τις εσωτερικές απειλές από τα ενστικτικά τέρατα, κι ίσως γι’ αυτό έχει κι ένα χαρακτήρα αφυπνιστικό. Ο διάλογός μας, με διερμηνέα την ψυχολογία, με τους μυθικούς αφέντες της σπηλιάς του ασυνειδήτου, είναι μια πολύ χρήσιμη πνευματική λειτουργία από κάθε άποψη, εάν βέβαια είμαστε ικανοί να αξιολογήσουμε σωστά τη θέση του ασυνειδήτου μέσα στην όλη προσωπικότητα.
*
Αλλά το σπουδαιότερο, στην περίπτωση του διαλόγου με τη σπηλιά του ασυνειδήτου, είναι πως η ψυχολογία ούτε η ίδια ημπορεί ούτε υποδεικνύει κάποιο άλλο μέσο ουσιαστικής εξώσεως των απειλητικών τεράτων από τη σπηλιά αυτή. Έτσι ιδίως η ψυχανάλυση μας αποκαλύπτει τα δόντια των ενστικτικών τεράτων του ασυνειδήτου, χωρίς να αναλαμβάνη και το έργο της προστασίας μας ή της απαλλαγής από τον κίνδυνο να μας αλέσουν τα δόντια αυτά, σε κάποια κρίσιμη ώρα!
Εν τούτοις τα πράγματα αυτά φαίνεται πως αντιμετωπίζονται καλύτερα και αποτελεσματικότερα στην περιοχή της ασκητικής ερήμου. Ο αγωνιζόμενος εναντίον των ζωντανών μυθικών τεράτων του ασυνειδήτου ασκητής έχει μια καταπληκτική ευχέρεια όχι μόνο να τους συντρίβη τα δόντια αλλά και να τα εκδιώκη μέσα από το πιο σκοτεινό βάθος της σπηλιάς τους. Πραγματικά ωρισμένες φάσεις του πνευματικού αγώνος μέσα στην ασκητική έρημο δείχνουν πως ημπορούμε να ομιλούμε για την ασκητική ερήμωση του ασυνειδήτου. Ο ασκητής έχει την καταπληκτική ευχέρεια να ερημώνη το ασυνείδητό του από κάθε κακούργο λογισμό. Μόνο που αυτό το κατορθώνει με μέσα που είναι άγνωστα στην ψυχαναλυτική μεθοδολογία.
*
Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, γράφων «Προς Θεόδουλον», υπενθυμίζει σε πολλά σημεία της επιστολής του αυτής δυο βασικούς παράγοντες του επιτυχημένου αγώνος για την κάθαρση της ψυχής και επομένως την ερήμωση του ασυνειδήτου από «τους των Αιγυπτίων υιούς πρωτοτόκους». «Ως γαρ ου δυνατόν, γυμνόν σώματι εισελθείν εις πόλεμον ή πλεύσαι μέγα πέλαγος μετ’ ενδυμάτων ή ζην άνευ του αναπνείν. ούτως αδύνατον χωρίς ταπεινώσεως και συνεχούς προς Χριστόν ικεσίας, τον νοητόν και κρυπτόν πόλεμον εκμαθείν. και τεχνικώς τούτον καταδιώκειν και βάλλειν»1. Κατά τον άγιο πατέρα η ταπείνωση, σαν αγωνιστική προσπάθεια ψυχικής καθαρότητος και η επίκληση του Ιησού Χριστού, η καρδιακή δηλαδή και «καθαρά» και «μονολόγιστος» προσευχή, κάνουν τον ασκητή ικανό να μάθη όλα τα μυστικά του νοητού και «κρυπτού» πολέμου και να τον διεξάγη επομένως με σύστημα και επιτυχία.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού δεν είναι βέβαια εδώ μια εργασία χειλέων. Είναι κυρίως μια «υπαρξιακή» εργασία, ως καθολική εσωτερική βίωση της παρουσίας του Υιού του Θεού στο βάθος της προσωπικότητος του ασκητού. Είναι μια άμεση εμπειρία της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου ως «προσωπικής ζωής». Πρόκειται εδώ όχι μόνο για μια μέθοδο αυτογνωσίας αλλά και για μια υπαρξιακή θέση ζωής που είναι άγνωστη στην ψυχολογία του Βάθους και που εξ άλλου θα παραμείνη απρόσιτη στον «επιστημονικό» νου που ενδιαφέρεται για τη θεωρητική γνώση. Κι αυτό δείχνει για μια ακόμη φορά τις τραγικές αυταπάτες της ψυχολογίας για μια καθολική ψυχολογική ερμηνεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος (Psychologismus). Από τη στιγμή που η Ψυχολογία θα σεβασθή τον εαυτό της και θα περιορισθή στο δικό της πεδίο, θα αποβή χρήσιμο όργανο στη διερεύνηση του βάθους της προσωπικότητος.
Προς το παρόν, στην περιοχή της ερημικής εσωτερικότητος, έχει θεμελιακή αξία το αξίωμα αυτό. «Ο μη έχων ευχήν καθαράν λογισμών, όπλον ουκ έχει εις πόλεμον, ευχήν δε λέγω αενάως ενεργουμένην εν αδύτοις της ψυχής, ίνα τη του Χριστού επικλήσει, ο κρυφίως πολεμών πολέμιος μαστίζηται και φλέγηται»2. Η υπαρξιακή επίκληση του Ιησού Χριστού, μάλλον δε η εμπειρία της συμβιώσεως μετά της παρουσίας του Υιού του Θεού, εισχωρεί εις τα άδυτα της ψυχής και κατακαίει κάθε αρνητικό ψυχικό περιεχόμενο και τότε ο ασκητής «ορά τηλαυγώς ευθύτητα καρδίας». Στην περίπτωση αυτή ούτε απωθήσεις ούτε ενέργειες της λήθης ημπορούν να κρυφθούν κάτω από την ακτινοβολία της επικλήσεως της «μνήμης του Ιησού». Διότι. «Λήθη σβεννύειν είδε νοός φυλακήν, ώσπερ σβέννυσι πυρ ύδωρ. Συνεχής δε Ιησού ευχή, εις τέλος αυτήν εκδαπανά εκ της καρδίας μετά νήψεως συντόνου. Χρήζει γαρ η ευχή της νήψεως, ώσπερ λαμπάδιον φωτός λύχνου». Επομένως. «αδύνατον καθαρίσαι την ημών καρδίαν εξ εμπαθών νοημάτων και αποδιώξαι νοητούς εχθρούς εξ αυτής, άνευ συχνής επικλήσεως Ιησού Χριστού»3.
*
Η συχνή αυτή επίκληση του Ιησού Χριστού ακολουθεί, ως γνωστόν, τη διαδικασία της «κυκλικής κινήσεως του νοός», όπως μας την γνωρίζουν τα ασκητικά συγγράμματα Διονυσίου του Αρειοπαγίτου. Ο νους στρέφει προς εαυτόν και ορά εαυτόν. Η ασκητική αυτή πνευματική διαδικασία, συντροφευμένη από τους πόνους και τους αγώνες κατά των παθών και των πονηρών λογισμών, είναι πράγματι μια υπαρξιακή εκμηδένιση του ασυνειδήτου και των μυθικών του ενστικτικών τεράτων που ακολουθεί τα εξής στάδια: «Δει τον αγωνιζόμενον ένδον, κατά στιγμήν χρόνου έχειν τα τέσσαρα ταύτα. ταπείνωσιν, προσοχήν τε άκραν, αντίρρησιν και προσευχήν. και ταπείνωσιν μεν, ότι προς υπερηφάνους δαίμονας αντιθέτους εστίν αυτώ η πάλη. ίνα την του Χριστού βοήθειαν εν χειρί καρδίας έχη διά το, τον Κύριον υπερηφάνους μισείν. Προσοχήν δε, ίνα αεί την εαυτού καρδίαν ποιή μηδένα λογισμόν έχειν, καν δήθεν αγαθός φαίνηται. Αντίρρησιν δε ίνα οπηνίκα οξέως γνω τον ελθόντα, ευθύς μετ’ οργής αντιλογηθείη τω πονηρώ. Και αποκριθήσομαι, φησί, τοις ονειδίζουσί μοι κακά. ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; Ευχήν δε, ίνα κραυγάση προς Χριστόν στεναγμώ αλαλήτω ευθύς μετά την αντίρρησιν. και τότε αυτός ο αγωνιζόμενος βλέψεται τον εχθρόν λυόμενον ή διωκόμενον τω προσκυνητώ ονόματι του Ιησού, ως χουν υπό ανέμου ή ως καπνόν εκλείποντα μετά της φαντασίας αυτού»4.
Η ασκητική πνευματική αυτή διαδικασία της «κυκλικής κινήσεως του νοός» είναι η πιο έγκυρη μέθοδος της υπαρξιακής εκμηδενίσεως του ασυνειδήτου. Με το πνευματικό πυρ της διαδικασίας αυτής που εξάπτεται από την ευχήν. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με», κατακαίονται ολοκληρωτικά τα τέρατα της σπηλιάς του ασυνειδήτου και εξαφανίζονται «ως χους υπό ανέμου». Πρόκειται λοιπόν πράγματι για μια ασκητική ερήμωση του ασυνειδήτου που υπογραμμίζει συγχρόνως την αδυναμία της Ψυχολογίας. Η επιστήμη αυτή μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις ημπορεί να παρηγορήση και να βοηθήση τον σύγχρονο άνθρωπο. Κατά κανόνα τον φέρνει κοντά στη σπηλιά των τεράτων, τονίζοντάς του συγχρόνως την τραγική του μόνωση. Γιατί ο άνθρωπος αυτός πρέπει να αντι¬μετωπίση τις απειλές και τις ορμεμφυτικές επιθέσεις των ενστικτικών δυνάμεων του ασυνειδήτου  μόνος, τελείως μόνος.
*
Οπωσδήποτε όμως η εμπειρία της ερημώσεως του ασυνειδήτου, στην ασκητική της εκδοχή, είναι μια παρήγορη ανταύγεια της πατερικής ερήμου. Γιατί υπογραμμίζει υπαρξιακά τη λυτρωτική παρουσία του Ιησού Χριστού μέσα στην προσωπικότητα του αγωνιζομένου ασκητού. Αυτή δε η υπαρξιακή υπογράμμιση υπενθυμίζει στον εγκόσμιο χριστιανό το ψυχολογικό και πνευματικό νόημα των λόγων του Κυρίου. «Ιδού η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί» (Λουκ. 17, 21). Η ερήμωση του ασυνειδήτου με τη διαδικασία της κυκλικής κινήσεως του νου είναι μια δυναμική υπερφαλλάγιση των θεραπευτικών μέσων της εποχής μας και μια έξαρση της λυτρωτικής σημασίας της «καρδιακής προσευχής».
Έχει άραγε τη δύναμη ο εγκόσμιος χριστιανός να δοκιμάση τη λυτρωτική δύναμη αυτής της διαδικασίας; Είναι σε θέση να στρέψη το νου του λυτρωτικά προς το εσώτερο βάθος του είναι του; Η σπηλιά του ασυνειδήτου είναι και γι’ αυτόν πάντοτε μια συγκλονιστική πρόκληση, αλλά και μια θανάσιμη απειλή!

1.    Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 156.
2.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 144.
3.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 145.
4.    Ένθ’ ανωτ. σελ. 144.