Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία Μια κυοφορούμενη αίρεση στην Ορθόδοξη Εκκλησία Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου




Η λέξη αίρεση προέρχεται από το ρήμα αιρέομαι-ούμαι και δηλώνει την επιλογή και προτίμηση μιας επί μέρους πλευράς μιας διδασκαλίας που απολυτοποιείται σε βάρος της καθολικότητος, της όλης αληθείας.
Από πλευράς Ορθοδοξίας αίρεση είναι η απόκλιση από την καθιερωμένη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τους Αποστόλους, τους Πατέρας της Εκκλησίας, κυρίως στις Τοπικές και τις Οικουμενικές Συνόδους. Για παράδειγμα, η διδασκαλία για την ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό διατυπώθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώθηκαν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στην υπόσταση του Λόγου.
Όταν κάποιος υπερτονίζη την θεία φύση σε βάρος της ανθρωπίνης φύσεως, περιπίπτει στην αίρεση του μονοφυσιτισμού. Όταν κάποιος άλλος υπερτονίζη την ανθρωπίνη φύση σε βάρος της θείας φύσεως και κυρίως σε βάρος της ενότητος των δύο φύσεων, τότε περιπίπτει στην αίρεση του νεστοριανισμού.
Το προηγούμενο δείχνει ότι πρέπει να αποδεχόμαστε τα δόγματα της Εκκλησίας τα οποία διατυπώθηκαν στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, δηλαδή στα κείμενα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, οι τελευταίοι δε τα διετύπωσαν στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, γιατί διαφορετικά, αλλοιώνεται η αποκεκαλυμμένη αλήθεια της πίστεως, και κυρίως αυτή η αλλοίωση γίνεται με στοχασμούς και ευσεβείς σκέψεις πάνω σε δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας.
1. Οι δήθεν δύο τύποι εκκλησιολογίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Τον τελευταίο καιρό υφέρπει και κυοφορείται μια αιρετική διδασκαλία που υπονομεύει όλο το οικοδόμημα της ορθοδόξου διδασκαλίας. Δεν θα έδινα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή, αν δεν έβλεπα ότι αυτή η κακοδοξία διαδίδεται σαν λύμη, την οποία συναντώ σε βιβλία και κείμενα, θεολόγων και φιλοσοφούντων, σε άρθρα, σε προφορικές ομιλίες που ακούγονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Δεν κτυπιέται ευθέως η δογματική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά κυρίως προσβάλλονται ύπουλα οι προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας.
Γράφεται και λέγεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετά αλλοίωσαν την αρχέγονη εκκλησιαστική παράδοση.
Η αρχαία Εκκλησία, όπως υποστηρίζεται, ζούσε το μυστήριο της Εκκλησίας στην θεία Ευχαριστία, η οποία θεία Ευχαριστία «αποτελεί εικόνα και προληπτική φανέρωση της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού», οπότε η θεία Ευχαριστία εξομοιώνει, κατά το δυνατόν, τις ιστορικές κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες ως «αυθεντική έκφραση της εσχατολογικής δόξας της βασιλείας του Θεού».
Οι απόψεις μπορούν να φαίνονται ως ευλογοφανείς, ουσιαστικά όμως δημιουργούν πρόβλημα, όταν δεν ερμηνεύωνται ορθόδοξα τα περί της θείας Ευχαριστίας ως φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού, και τα περί της μεθέξεως της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας.
Λέγεται αυτό, γιατί όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις συνήθως αγνοούν ή περιφρονούν την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για το ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η φανέρωση του Θεού ως Φωτός, όπως έγινε στο όρος της Μεταμορφώσεως.
Επίσης, δεν ερμηνεύουν την δόξα του Θεού ως το άκτιστο Φως και την βίωση της εσχατολογικής δόξας ως μέθεξη του ακτίστου Φωτός, κατά την διάρκεια της θεοπτίας, όπως το έζησαν οι τρεις Μαθητές στο όρος της Μεταμορφώσεως και οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Αυτή η θεοπτία και η μέθεξη της δόξας του Θεού είναι η βίωση της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας και κατά την θεία Λειτουργία από τους αξίους αυτής της εμπειρίας, τους θεουμένους.
Όμως, όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις, όπως Εκκλησία, θεία Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού, τις ερμηνεύουν πολύ εξωτερικά, συναισθηματικά ή τουλάχιστον με έναν αφηρημένο στοχαστικό θεολογικό λόγο.
Στην θεία Ευχαριστία βιώνουν την εσχατολογική δόξα της Βασιλείας όσοι φθάνουν στην θεοπτία και όχι απλώς όσοι νομίζουν ότι συμμετέχουν σε αυτήν μηχανικά με τα πάθη τους και τις αδυναμίες τους.
Η εμπειρία της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας δεν γίνεται απλώς με τα ωραία άμφια και τις ψαλμωδίες ούτε με την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, αλλά με την εμπειρία της θεώσεως στην θεία Ευχαριστία και κατά την θεία Κοινωνία.
Αυτό δείχνει η εμπειρία της δόξας της Βασιλείας που είχε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, κατά την ημέρα της Κυριακής, και την περιγράφει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως. Ουσιαστικά περιγράφεται η ουράνια θεία Λειτουργία.
Η ανησυχία, όμως, και ο έντονος προβληματισμός είναι κυρίως στο ότι όσοι ομιλούν κατά τέτοιον αφηρημένο, συναισθηματικό και στοχαστικό τρόπο, αφ' ενός μεν παραθεωρούν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μεθέξεως της «εσχατολογικής δόξας», αφ' ετέρου δε προχωρούν ακόμη πιο πέρα για να τις παρερμηνεύσουν.
Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι αυτήν την ζωή της πρώτης Εκκλησίας, που εκφραζόταν ως «εσχατολογική δόξα της Βασιλείας του Θεού», την αλλοίωσαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες στους μεταγενέστερους αιώνες!
Δηλαδή, η ίδια η Εκκλησία που εκφράζεται δια των αγίων Πατέρων, τους οποίους εκείνη τιμά και γεραίρει, και τελικά αποδέχεται την διδασκαλία τους, δήθεν αλλοίωσε αυτήν την «βασική βιβλική και αρχέγονη χριστιανική εκκλησιολογία και πνευματικότητα».
Αυτό έγινε, γιατί ασκήθησαν, όπως υποστηρίζουν, «έντονες ιδεολογικές πιέσεις του χριστιανικού γνωστικισμού και κυρίως του (νέο-) πλατωνισμού», που άρχισαν από τον 3ο αιώνα, οπότε υπεχώρησε η αρχέγονη εκκλησιολογία. Στην καλύτερη, όμως, περίπτωση «συνυπάρχει με μιαν άλλην πνευματικότητα (αλλά και εκκλησιολογία)».
Επομένως, οι Πατέρες συνετέλεσαν στο να υποχωρήση η αρχέγονη εκκλησιολογία, και αυτό το αποδέχθηκε σιωπηρώς η Εκκλησία, (δηλαδή η μια εκκλησιολογία στρέφεται εναντίον της άλλης εκκλησιολογίας) ή συνυπάρχουν δύο εκκλησιολογίες παράλληλα.
Η μεταγενέστερη δε αυτή «πνευματικότητα» και «εκκλησιολογία» «έχει τις ρίζες της στη νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή και τη μεσσαλιανίζουσα μακαριανή μυστική θεολογία, αλλά θεμελιώνονται και επιστημονικά από την κατηχητική Σχολή της Αλεξανδρείας».
Αυτή δε η μεταγενέστερη «εκκλησιολογία» χαρακτηρίζεται «όχι απλώς τροπή αλλά ανατροπή», της εκκλησιολογίας της πρώτης Εκκλησίας!
Όταν γίνεται λόγος για «νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή» και «μακαριανή μυστική θεολογία», εννοούνται τα έργα του Ευαγρίου του Ποντικού και τα έργα του Μακαρίου του Αιγυπτίου. Εννοείται ότι τα έργα αυτών των δύο, στο θέμα όμως της ασκητικής και της προσευχής, επηρέασαν όλην την μεταγενέστερη πατερική παράδοση, που φθάνει μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, και καταγράφεται στο γνωστό έργο «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών», την οποία κατήρτισαν οι άγιοι Μάκαριος πρώην Κορίνθου Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης, από διάφορες συλλογές που είχαν ήδη συγκροτηθή. Αυτήν την συλλογή, με προσθαφαιρέσεις έργων, μετέφρασε στην ρωσοβλαχική γλώσσα ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, δημιούργησε μια θαυμαστή στροφή στις χώρες του Βορρά και ανέδειξε πλήθος οσίων και ασκητών και τελικά αγίων της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό όσοι υποστηρίζουν την πιο πάνω άποψη καταφέρονται σκληρά και εναντίον του βιβλίου της Φιλοκαλίας των ιερών νηπτικών, της οποίας ο υπότιτλος είναι «εν ή δια της κατά την Πράξιν και Θεωρίαν Ηθικής Φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Γι’ αυτό το συλλεκτικό έργο των αγίων Νικοδήμου Αγιορείτου και Μακαρίου Νοταρά, τους οποίους η Εκκλησία συμπεριέλαβε στο αγιολόγιό της, πράγμα που αποδεικνύει ότι η νηπτική-φιλοκαλική παράδοση αναγνωρίζεται ως η προϋπόθεση της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου, σε απαραίτητο συνδυασμό βέβαια με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι σημαντική.
Όσοι έχουν την άποψη που παρατέθηκε πιο πάνω, χαρακτηρίζουν την Φιλοκαλία ως «τα μηδενιστικά αδιέξοδα του φιλοκαλικού αντινεωτερικού προγράμματος των Νικοδήμου-Μακαρίου».
Έτσι, λοιπόν, κατά την μοντέρνα και προτεσταντίζουσα αυτή άποψη, η αρχέγονη «εκκλησιολογία» υπεχώρησε για να έλθη μια άλλη «εκκλησιολογία» ή στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούν παράλληλα οι δύο εκκλησιολογίες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μια τέτοια, όμως, άποψη δημιουργεί σύγχυση στους πιστούς. Και το εκπληκτικότερο είναι ότι αυτή η σύγχυση, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τους αμφισβητίες αυτούς, έγινε δήθεν από την ίδια την Εκκλησία δια των Πατέρων της. Δηλαδή, κατ’ αυτούς, η ίδια η Εκκλησία αυτοαναιρείται.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η προτεσταντίζουσα θεωρία αποτελεί πραγματικά αίρεση, και δυναμίτιδα μέσα στα θεμέλια της ίδιας της Εκκλησίας.
Επομένως, σύμφωνα με την θεωρία αυτή από τον 3ο αιώνα και μετά περνά μια αλλαγή στην θεολογία και την εκκλησιολογία της Εκκλησίας και σε αυτό συνετέλεσαν ο Ευάγριος ο Ποντικός με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο. Ο Ευάγριος χωρίζει τον νου από τις αισθήσεις και την διάνοια και αυτό θεωρείται ως ένας «θεωρητικός μυστικισμός».
Αντίθετα, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος επαναφέρει τον νου στην καρδιά, οπότε εκφράζεται ένας «πνευματικός υλισμός». Έτσι, λοιπόν, η «ευαγριομαξιμιανή προβληματική», «το (νέο) πλατωνικό υπόβαθρο της ευαγριανής θέσεως» γίνεται «υπόβαθρο επίσης του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης».
Η θεολογία της προσευχής, όπως την διετύπωσε ο Ευάγριος, αλλά και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, «διέσχισε τους αιώνες με το κύρος σημαντικών προσωπικοτήτων που την εφήρμοσαν, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, ο Φιλόθεος ο Σιναΐτης, ο Ισαάκ ο Σύρος και πλήθος άλλοι, για να λάβη περίπου δογματική κατοχύρωσι τον δεκατέταρτο αιώνα με τον Γρηγόριο τον Παλαμά και τους ησυχαστές του Άθω». «Ο ψευδο-Διονύσιος παρέλαβε το ευαγριανό σχήμα: κάθαρσι, φωτισμός, θέωσι» και επηρέασε και τον άγιο Μάξιμο τον σχολιαστή του «ψευδοδιονυσίου».
Φαίνεται καθαρά ότι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, οι δύο εκφράσεις της ησυχαστικής ζωής, δηλαδή ο «θεωρητικός μυστικισμός» του Ευαγρίου και ο «πνευματικός υλισμός» του Μακαρίου του Αιγυπτίου πέρασαν δια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέσα στην Εκκλησία, και κατέληξαν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, κατ’ αυτούς, ο ησυχασμός και ο σύγχρονος μοναχισμός μορφοποιήθηκε από τις δύο αυτές κατευθύνσεις.
Αυτή η νέα θεωρία, που προσπαθεί να ανατρέψη την παραδοσιακή ασκητική ζωή της Εκκλησίας, διατείνεται ότι οι βαθμοί της πνευματικής ζωής, κάθαρση, φωτισμός, θέωση είναι επίδραση ωριγενιστική.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Ευάγριος επηρεάσθηκε από τον Ωριγένη και όλος αυτός ο επηρεασμός επέδρασε στους μεταγενεστέρους Πατέρας (Μακάριο Αιγύπτιο, Καππαδόκες, Μάξιμο Ομολογητή, Συμεών Νέο Θεολόγο, άγιο Γρηγόριο Παλαμά κ.α.) και έφθασε μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και, βεβαίως, στους Πατέρας της Φιλοκαλίας.
Μερικοί φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι οι θεοπτίες των ιερών ησυχαστών είναι «δαιμονοφαντάσματα», «δαιμονικαί φαντασιώσεις», «δαιμονοκίνητοι», «αλλοπρόσαλλα», «αλλόκοτα», «τραγελαφικά», «εκτρωματικά» κ.λ.π. και ότι ο ιερός ησυχασμός, η ζωή των συγχρόνων ησυχαστών είναι μαγικές καταστάσεις και επίδραση του Ινδουϊσμού. Άλλοι τα περί της ιεράς ησυχίας και της οράσεως του ακτίστου Φωτός τα ερμηνεύουν ως συναισθηματικές καταστάσεις, ασθένεια των νεύρων, φαντασιώσεις κλπ..
2. Συνοπτική αντίκρουση
Η παρουσίαση αυτής της κυοφορούμενης αίρεσης μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που έγινε προηγουμένως δείχνει την σοβαρότητα του θέματος και δεν πρέπει να παραμείνη αναπάντητη, γιατί διαφορετικά δημιουργείται ένας κακοήθης όγκος μέσα στο σώμα της Εκκλησίας με απρόβλεπτες συνέπειες. Στην συνέχεια θα γίνη μια συνοπτική αντίκρουση αυτής της κακόδοξης θεωρίας και στην επόμενη ενότητα θα αναλυθή περισσότερο το θέμα.
Κατ' αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι δεν μπορεί να υπάρχη διπλή «εκκλησιολογία» και διπλή «πνευματικότητα» μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, και αυτό που χαρακτηρίζεται ως πνευματικότητα είναι η εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι ζωή την οποία ζη ο Χριστιανός με τα άγια Μυστήρια και την ασκητική παράδοση.
Η αληθής εκκλησιολογία είναι στενά συνδεδεμένη με την ενανθρώπηση του Χριστού και την Πεντηκοστή. Εξ άλλου, ο ησυχασμός δεν συνιστά μια ιδιαίτερη εκκλησιολογία, αλλά είναι η ευαγγελική ζωή, η τήρηση των εντολών του Χριστού και είναι η απαραίτητη προϋπόθεση μεθέξεως της ακτίστου καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Η λατρεία της Εκκλησίας και οι ευχές των Μυστηρίων παρουσιάζουν όλην αυτήν την ησυχαστική παράδοση, η οποία κατοχυρώθηκε και συνοδικώς με την Σύνοδο του έτους 1351, η οποία θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος.
Έπειτα, από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι υπάρχει ταυτότητα διδασκαλίας και εμπειρίας των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων.
Οι Απόστολοι δεν διαφοροποιούνται από τους Προφήτες ούτε και οι Πατέρες από τους Αποστόλους και τους Προφήτας και, επομένως, είναι κοινή η εμπειρία και η πίστη τους. Η διαφορά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο, ενώ στην Καινή Διαθήκη και την ζωή της Εκκλησίας βλέπουν και κοινωνούν του σεσαρκωμένου Λόγου. Όλα τα άλλα είναι κοινά. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «τι γε άλλο ή ότι τούτο τελειότης εστι σωτήριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι' ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτού».
Ακόμη, από την θεολογία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η εμπειρία της θεοπτίας που γίνεται με άρρητα ρήματα και άλλο είναι η καταγραφή αυτής της εμπειρίας που γίνεται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.
Η διαφορά μεταξύ Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων στην ορολογία δεν συνιστά διαφορά και στην εμπειρία. Βεβαίως τον 3ο και 4ο αιώνα οι Πατέρες και διδάσκαλοι χρησιμοποίησαν μια ιδιαίτερη ορολογία, την οποία προσέλαβαν από την γλώσσα της εποχής τους, προκειμένου να αντικρούσουν τους ελληνίζοντας αιρετικούς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξαν και το περιεχόμενο της ορολογίας.
Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Η αντιμετώπιση των κακοδοξιών είναι η ανάγκη προσθήκης στην ορολογία. Αντιμετωπίζοντας τους κακοδόξους χρησιμοποιούμε σύμβολα, αυτά τα νοήματα δηλαδή, και προσπαθούμε να κτυπήσουμε την κακοδοξία στην καρδιά της».
Έτσι, είναι παράδοξο το γεγονός να θεωρούνται ως ωριγενιστική ή νεοπλατωνική διδασκαλία τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, επειδή οι Πατέρες υιοθέτησαν τους όρους αυτούς, οι οποίοι ούτως η άλλως υπάρχουν στην Αγία Γραφή και ως λέξεις ή ως πραγματικότητες.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας επειδή κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιούσε φράσεις του Νεστορίου, σε μια επιστολή του, η οποία εντάχθηκε στα Πρακτικά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, γράφει ότι δεν πρέπει να αποφεύγουμε όλα όσα λέγουν οι αιρετικοί, γιατί υπάρχουν και πράγματα τα οποία συμφωνούν με την διδασκαλία μας. Γράφει συγκεκριμένα: «Ότι ου πάντα, όσα λέγουσιν οι αιρετικοί, φεύγειν, και παραιτείσθαι χρη· πολλά γαρ ομολογούσι ων και ημείς ομολογούμεν».
Στην συνέχεια αναφέρει σχετικά παραδείγματα. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει σημασία εάν κάποια ορολογία εισήχθη από τον Ωριγένη, τον Ευάγριο τον Ποντικό ή τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, αλλά σημασία έχει ότι υιοθετήθηκε από τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τους μεταγενεστέρους Πατέρες και κατοχυρώθηκε συνοδικώς, επειδή αποτελεί κτήμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Επομένως, είναι κακόδοξη νοοτροπία το να χαρακτηρίζεται η κατοχυρωμένη διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία βιώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ως ωριγενιστική, ευαγριανή, μακαριακή κλπ.
Επί πλέον, μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας και όχι η χρησιμοποίηση απλώς των όρων. Η θεολογία είναι καρπός της αποκαλύψεως του Θεού στους θεουμένους, ενώ η φιλοσοφία είναι καρπός στοχασμού και ανακαλύψεως της λογικής του ανθρώπου.
Το να χαρακτηρίζεται η ησυχαστική παράδοση ως ωριγενιστική, ευαγριανή, μακαριακή και ακόμη ως νεοπλατωνική, επειδή υπάρχει μια εξωτερική ομοιότητα στις λέξεις, είναι επιπόλαια ερμηνεία, εάν δεν εκφράζει και κάτι βαθύτερο, δηλαδή είναι προσπάθεια υπονομεύσεως της ορθοδόξου ησυχαστικής παραδόσεως.
Το πόσο είναι επιπόλαια αυτά τα συμπεράσματα φαίνεται από το ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να κατηγορήσουν τους Πατέρας της Εκκλησίας που προσέλαβαν την ορολογία (πρόσωπο, υπόσταση, ουσία, ενέργεια κλπ.) και άλλα εξωτερικά πολιτιστικά γεγονότα από τους ειδωλολάτρες και τους αιρετικούς, και να χαρακτηρίσουν την θεολογία των Πατέρων για τον Τριαδικό Θεό και την όλη εκκλησιολογία τους, ως ειδωλολατρική.
Έφθασε σε αυτό το σημείο ο Χάρνακ και άλλοι προτεστάντες, δεν αποκλείεται να φθάσουν και εκείνοι οι ορθόδοξοι (ήδη μερικοί έφθασαν), που σκέπτονται επιπόλαια και έξω από την Ορθόδοξη Παράδοση, αφού αγνοούν το ουράνιο και βαθύ περιεχόμενό της.
Τελικά, η άποψη ότι μέσα στην Εκκλησία επικρατεί μια διπλή εκκλησιολογία –αρχέγονη και μεταγενέστερη– είναι η λεγομένη «μεταπατερική θεολογία», δηλαδή μια άποψη η οποία μεταφέρεται από τους Προτεστάντες και μερικούς Ορθοδόξους, οι οποίοι προσπαθούν με τον τρόπο αυτόν να αρνηθούν την διδασκαλία των Πατέρων, την λατρεία της Εκκλησίας, την ησυχαστική παράδοση και, βεβαίως, τον μοναχισμό.
Και είναι εκπληκτικό, πράγματι, το γεγονός να επιχειρήται ο εκπροτεσταντισμός της ορθόδοξης θεολογίας με το να επαινήται από τους πιο πάνω θεολόγους και φιλοσοφούντας η προτεσταντική ερμηνεία, να υπονομεύεται η ησυχαστική, εκκλησιαστική, πατερική Παράδοση, χάριν μια «αρχέγονης εκκλησιολογίας», η οποία αναφέρεται στην θεία Ευχαριστία, την Βασιλεία του Θεού και στηρίζεται απλώς στα κείμενα της Καινής Διαθήκης.
Με όσα λέγονται από αυτούς τους νέους προτεσταντίζοντες και φιλοσοφούντες θεολόγους φαίνεται σαφέστατα ότι γίνεται προσπάθεια να διαβρωθή ολόκληρη η ασκητική παράδοση και ζωή της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται δια των μεγάλων Πατέρων της, ήτοι των Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλων των Νηπτικών-Φιλοκαλικών Πατέρων της Εκκλησίας μέχρι των νεωτέρων, αλλά και όλων των οσίων ασκητών που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια (Ιωσήφ Σπηλαιώτου, Εφραίμ Κατουνακιώτου, Παϊσίου Αγιορείτου, Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Εφραίμ Φιλοθεΐτου κ.α.) και οι οποίοι ομιλούν για την ασκητική ζωή, την μετάνοια, την νοερά προσευχή και γενικά ομιλούν για την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.
Αυτό δημιουργεί και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που υπονομεύει την όλη εκκλησιολογία της Εκκλησίας. Δηλαδή, ερμηνεύονται τα δόγματα της Εκκλησίας έξω από τις βασικές προϋποθέσεις τους που είναι η εμπειρία, η οποία συγκεκριμενοποιείται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, αλλά υπονομεύεται και η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ήτοι το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η θεία Ευχαριστία και όλα τα άλλα Μυστήρια, όταν αποσυνδέωνται από την ασκητική ζωή, όπως εκφράζεται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
Γνωρίζουμε, όμως, ότι ούτε τα Μυστήρια αποδεσμεύονται από την ησυχαστική παράδοση, γιατί αυτό συνιστά έναν μαγικό τρόπο ζωής, ούτε η ησυχαστική παράδοση βιώνεται χωρίς τα Μυστήρια της Εκκλησίας, γιατί αυτό οδηγεί στην ανατολική φιλοσοφία και στον μασαλιανισμό.
3. Ευρύτερες αναλύσεις
Η σύντομη αντίκρουση της κυοφορούμενης αυτής αίρεσης μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία προηγήθηκε, μας δίνει την δυνατότητα να προχωρήσουμε σε ευρύτερες επισημάνσεις, ουσιαστικά να επεκτείνουμε τις σκέψεις αυτές για να αντιμετωπισθή αυτή η επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να βλάψη τα μέλη της Εκκλησίας.
Γιατί, όπως φαίνεται καθαρά, πρόκειται για μια προτεσταντική αιρετική κακοήθεια, που εισήλθε μέσα στον οργανισμό μερικών μελών της Εκκλησίας και δεν πρέπει να γίνη ένας εκκλησιαστικός κακοήθης όγκος που θα προσβάλη τον οργανισμό της Εκκλησίας.
Θα μπορούσα προς ανατροπή όλων αυτών των θεωριών να παραπέμψω στο δίτομο βιβλίο που εξέδωσα με τίτλο «Εμπειρική Δογματική», μέσα στο οποίο παρουσιάζεται η διδασκαλία του αυθεντικού και γνησίου δογματολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ο οποίος γνώρισε όλες αυτές τις απόψεις στην Αμερική, από την σχολαστική και προτεσταντική θεολογία τις οποίες σπούδασε, και μας παρουσίασε την γνησιότητα της πατερικής σκέψης και ζωής.
Όλες αυτές οι απόψεις που διατυπώθηκαν από μερικούς σύγχρονους θεολόγους αντιμετωπίζονται πολύ καλά από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, σε κείμενα που θα δημοσιευθούν και αργότερα, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τον έχουν δυσφημήσει πολύ.
Αλλά η αλήθεια θα λάμψη, αφού δεν θα αφήση ο Θεός το όνειδος να επικρατήση μέσα στον αγιασμένο και ευλογημένο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτό φάνηκε στην ιστορία της Εκκλησίας. Το αυθεντικό θα αντέξη στον χρόνο και στις πιέσεις, ενώ το ψεύτικο θα εξαφανισθή.
Στην συνέχεια θα υπογραμμίσω μερικά χαρακτηριστικά σημεία που αποδεικνύουν την προτεσταντική αυτή αιρετική κακοήθεια που επηρέασε και μερικούς Ορθοδόξους, ώστε να μη γίνουν πνευματικός και εκκλησιαστικός όγκος και προκαλέση ασθένειες στους Χριστιανούς.
Α. Οι προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν
Οι άγιοι Πατέρες μας δίδαξαν ότι προκειμένου να αντιμετωπισθή μια διδασκαλία πρέπει να τονίζωνται οι προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας. Το ερώτημα είναι: ποιός τελικά είναι θεολόγος μέσα στην Εκκλησία και ποιός μπορεί να θεολογή; Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στην αρχή των θεολογικών του λόγων, με τους οποίους αντιμετώπισε την αίρεση των Αρειανών, κυρίως των Ευνομιανών της εποχής του, που ήταν η κυριότερη αίρεση μεταξύ των Αρειανών, οι οποίοι Αρειανοί χρησιμοποιούσαν φιλοσοφικά επιχειρήματα, χρειάσθηκε να κάνη λόγο για τις προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν, δηλαδή τόνισε ποιός μπορεί και πρέπει να θεολογή.
Εκεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για «τους εν λόγω κομψούς», που χαίρονται «ταις βεβήλοις κενοφωνίαις» και τις αντιθέσεις «της ψευδωνύμου γνώσεως», αλλά είναι και «σοφισταί λόγων άτοποι και παράδοξοι».
Με τον φιλοσοφικό λόγο των Ευνομιανών «κινδυνεύει τεχνύδριον είναι το μέγα ημών μυστήριον». Τον ευνομιανό που θεολογεί φιλοσοφικά και ζη εκτός της παραδόσεως της Εκκλησίας τον ονομάζει «διαλεκτικόν και λάλον».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ξεκαθαρίζει για το ποιές είναι οι βασικές προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας. Λέγει ότι η θεολογία δεν είναι οποιοδήποτε έργο, μάλιστα αυτών που έρχονται από τα χαμηλά. Δεν είναι όλων το έργο να θεολογούν, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί είναι επικίνδυνο στον «μη καθαρόν άπτεσθαι καθαρώ», όπως είναι επικίνδυνη η ηλιακή ακτίνα σε άρρωστο οφθαλμό. Έτσι, εκείνος που θεολογεί πρέπει προηγουμένως να καθαρισθή, αλλιώς καταλήγει σε αίρεση. Και για να έχη αυτές τις προϋποθέσεις της θεολογίας πρέπει να περάση μέσα από την ησυχία.
Δηλαδή, μπορούμε να θεολογούμε «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις», σαν να αναμειγνύωνται τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα ή η ευωδία των μύρων με την ακαθαρσία.
Β. Πρέπει κανείς προηγουμένως να σχολάση για να γνωρίση τον Θεό. «Δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν».
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που προτάσσεται των θεολογικών του λόγων, δείχνει καθαρά ότι δίνεται μεγάλη σημασία στις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί όταν αυτές οι προϋποθέσεις αλλοιώνωνται, τότε αναποδράστως ο άνθρωπος οδηγείται σε απόκλιση από την αλήθεια και, επομένως, στην κακοδοξία και την αίρεση.
Έτσι, οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας είναι η ιερά ησυχία, η σχόλη κατά Θεόν, η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός του νου. Αυτά που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δεν είναι μια άλλη μεταγενέστερη εκκλησιολογία, αλλά η ορθή εκκλησιολογία, που την συναντάμε στους Αποστόλους, αλλά και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και όταν αυτή καταργήται, τότε δεν υπάρχει καμμιά βεβαιότητα για την απόδοση της ορθοδόξου διδασκαλίας και εκκλησιολογίας.
Στον λόγο στα Θεοφάνεια, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί για την κάθαρση, την έλλαμψη και την θέωση ως απαραίτητη προϋπόθεση της ορθοδόξου θεολογίας, για να φθάση ο άνθρωπος στο χάρισμα της αληθείας και να δουλεύη «Θεώ ζώντι και αληθινώ».
Μόνον έτσι μπορεί κανείς να φιλοσοφή-θεολογή περί του Θεού. Και στην συνέχεια καθορίζει τον τρόπο της ορθοδόξου θεολογίας: «Ου γαρ φόβος, εντολών τήρησις· ου δε εντολών τήρησις, σαρκός κάθαρσις του επιπροσθούντος τη ψυχή νέφους, και ουκ εώντος καθαρώς ιδείν την θείαν ακτίνα· ου δε κάθαρσις, έλλαμψις· έλλαμψις δε, πόθου πλήρωσις, τοις των μεγίστων, ή του μεγίστου, ή υπέρ το μέγα εφιεμένοις».
Αυτό είναι απαραίτητο «δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Σαφέστατα εδώ γίνεται λόγος για κάθαρση, έλλαμψη-φωτισμό και πορεία προς το «μέγα», δηλαδή την όραση του ακτίστου Φωτός, την θεοπτία, οπότε αποκτάται η αληθινή θεογνωσία.
Η ιερά ησυχία είναι ο ορθόδοξος τρόπος ζωής, όπως την συναντάμε στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας και όπως την έζησαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι δια μέσου των αιώνων. Δεν πρόκειται για μια «εκκλησιολογία» μεταγενέστερη που υποσκέλισε και εξουδετέρωσε την «αρχέγονη εκκλησιολογία».
Ούτε μερικοί Πατέρες επηρέασαν τους άλλους μεταγενέστερους Πατέρες. Διερωτώμαι: όσοι διατυπώνουν τέτοιες απόψεις θεωρούν τους Πατέρας της Εκκλησίας ως ανόητους και ανώριμους που δέχονται απλώς ανέλεγκτα μερικές θεωρίες που δημιούργησαν κάποιοι άλλοι, και οι οποίες θεωρίες αλλοιώνουν την παράδοση της Εκκλησίας, οπότε συντελούν και αυτοί αφελώς στην παρέκκλιση από την ορθόδοξη θεολογία;
Και το χειρότερο είναι ότι δήθεν έρχεται στην συνέχεια η Εκκλησία δια των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους και κατοχυρώνει αυτήν την αλλοίωση! Απορώ πώς τέτοια σοφίσματα υποστηρίζονται από δήθεν ορθοδόξους, που αναμασούν τις διατυπωθείσες προτεστάντικες απόψεις.
Η άποψη που αναφέραμε προηγουμένως παραθεωρεί τελείως την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία και την διδασκαλία ότι οι άγιοι είναι θεούμενοι, όπως επανειλημμένως τονίζεται στα κείμενα των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.
Κάνοντας λόγο για ησυχαστικό τρόπο ζωής εννοούμε όλη την ευαγγελική ζωή, που αναφέρεται στον αγώνα για την αντιμετώπιση του διαβόλου, του θανάτου και της αμαρτίας, για την θεραπεία των λογισμών, την καθαρότητα της καρδιάς, την ενεργοποίηση της νοεράς ενεργείας, ώστε ο νους να προσεύχεται καθαρά στον Θεό, την απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης, την θεραπεία του τριμερούς της ψυχής κλπ.
Αυτή η ασκητική ζωή συνδέεται στενότατα με την μυστηριακή ζωή και αποτελεί την πεμπτουσία του ευαγγελικού-εκκλησιαστικού τρόπου ζωής.
Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι ο Ευάγριος ο Ποντικός, για τον οποίο οι νέοι προτεσταντίζοντες θεολόγοι θεωρούν ότι εισήγαγε την παρέκκλιση από την «αρχέγονη εκκλησιολογία» και ότι δήθεν αυτός επηρέασε τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και υπηρέτησε ως διάκονός του, όταν εκείνος ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως, ο Ευάγριος δέχθηκε έναν επηρεασμό από τον Ωριγένη σε μερικές απόψεις, αλλά σε θεολογικά θέματα επηρεάσθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες, μάλιστα δε στην ασκητική του διδασκαλία αποτυπώνεται η μοναχική παράδοση της ερήμου, όπως βιωνόταν στην εποχή του, όπως υποστηρίζει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Πάντως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου δεν μπορεί να θεωρηθή ως επηρεασμός από τον Ευάγριο τον Ποντικό, μάλλον το αντίθετο έγινε, ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στα ησυχαστικά θέματα επηρέασε τον Ευάγριο, ο οποίος διετύπωσε αυτήν την ησυχαστική παράδοση με τον δικό του λεκτικό τρόπο.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο τίτλος του αγίου Γρηγορίου είναι Θεολόγος και όχι Ναζιανζηνός, όπως το έλεγαν περιφρονητικά οι εχθροί του αρειανοί στην εποχή του και το επαναλαμβάνουν και οι Προτεστάντες στην εποχή μας, αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι που επηρεάζονται από αυτούς.
Εμείς οι Ορθόδοξοι θα τον αποκαλούμε όπως τον χαρακτηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήτοι άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Με όσα γραφούν στην συνέχεια, θα διευκρινισθή ακόμη περισσότερο η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Γ. Η εμπειρία της δόξης του Θεού και η διατύπωσή της
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και τα μέλη της Εκκλησίας είναι μέλη του αναστημένου Σώματός Του και ζουν μυστηριακά και ασκητικά. Δεν υπάρχουν δύο ή και περισσότεροι τύποι εκκλησιολογίας ούτε ο ένας τύπος εκκλησιολογίας υποχωρεί από την πίεση ενός άλλου τύπου εκκλησιολογίας, αλλά μία είναι η εκκλησιολογία, όπως καθορίζεται από την όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αλλοίωσαν την «αρχέγονη παράδοση» την οποία κληρονόμησαν, αλλά ζουν οργανικά «συν πάσι τοις αγίοις», εντάσσονται μέσα στην ενότητα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων.
Η ίδια η Εκκλησία, δια των Πατέρων που φωτίζονται από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, βιώνουν την εμπειρία της δόξης του Θεού και την διατυπώνουν ανάλογα με τις προκλήσεις της εποχής τους. Έτσι, διαφυλάσσεται η ίδια αποκαλυφθείσα αλήθεια, αλλά μερικές φορές αλλάσσουν οι όροι και οι λέξεις, χωρίς να χάνεται το πνευματικό τους νόημα.
Έτσι, η λέξη θέωση δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή, αλλά δι’ αυτής διατυπώνονται τα νοήματα που έχουν άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός κλπ. Στην Αγία Γραφή δεν μπορούμε να βρούμε την λέξη ομοούσιος ούτε και άλλους παρόμοιους όρους.
Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτήν την ορολογία από την φιλοσοφία, όπως την χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, την αποφόρτισαν από το νόημα που είχε και της έδωσαν διαφορετικό νόημα. Αυτό, σύμφωνα με την άποψη των στοχαστών θεολόγων είναι αλλοίωση της ορθοδόξου θεολογίας και της εκκλησιολογίας;
Αυτό που έκαναν οι Πατέρες στο δόγμα το έκαναν και στις προϋποθέσεις του δόγματος, που είναι η ιερά ησυχία, η κάθαρση της καρδιάς, η εσωτερική νοερά προσευχή, η θεοπτία κλπ.
Όπως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Πατέρας ότι δήθεν αλλοίωσαν την «αρχέγονη θεολογία» στο δόγμα της Αγίας Τριάδος, επειδή χρησιμοποίησαν την φιλοσοφική ορολογία της εποχής τους, έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Πατέρας επειδή χρησιμοποίησαν μερικούς όρους από την νεοπλατωνική φιλοσοφία ή επειδή δέχθηκαν έστω τους όρους που χρησιμοποίησε ο Ευάγριος ο Ποντικός και ο άγιος Μάκαριος ο Αιγύπτιος. Δεν πρόκειται για μια διαφορετική και αντίθετη εκκλησιολογία, αλλά για την ίδια εκκλησιολογία, η οποία διατυπώνεται με όρους που απέδιδαν καλύτερα την εμπειρία την οποία ζούσαν οι ίδιοι ως θεούμενοι.
Στην πραγματικότητα οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν διαφόρους όρους από την φιλοσοφική γλώσσα της εποχής τους για να ανατρέψουν τις θέσεις της φιλοσοφίας και τις απόψεις των αιρετικών, όπως θα δούμε σε άλλη ενότητα.
Όποιος δεν μπορεί να καταλάβη την διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ακτίστων ρημάτων και των κτιστών ρημάτων και νοημάτων, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δεν μπορεί να καταλάβη στο ελάχιστον την ορθόδοξη θεολογία. Άλλο είναι η εμπειρία της δόξης του Θεού και άλλο είναι η διατύπωση αυτής της εμπειρίας.
Οι Πατέρες έζησαν σε μια εποχή που επικρατούσε η ελληνική φιλοσοφία και χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσουν την ορολογία της εποχής τους για να αντιμετωπίσουν τους εξελληνισμένους Χριστιανούς. Αν ζούσαν στην σημερινή εποχή θα χρησιμοποιούσαν την ορολογία της εποχής μας για τον άνθρωπο, δηλαδή θα χρησιμοποιούσαν τους βιολογικούς όρους (π. Ιωάννης Ρωμανίδης), όταν βέβαια δεν ανατρέπεται η υπονομεύεται η ορολογία των Οικουμενικών Συνόδων.
Πάντως, η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρας και καθιερώθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους είναι πλέον δεδομένη, είναι μέρος της Παραδόσεως αναπαλλοτρίωτο, δεν μπορεί κανείς, εν ονόματι δήθεν μιας παλαιάς εκκλησιολογίας, να την ανατρέψη και να την απομυθεύση.
Οι πρώτες μελέτες του π. Ιωάννου Ρωμανίδη στους Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας, φανερώνουν ότι η νηπτική-ασκητική παράδοση είναι το ουσιαστικότερο τμήμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, είναι εκείνο που δείχνει τις πραγματικές προϋποθέσεις των ορθοδόξων δογμάτων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου