Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ



Η Μεγάλη Εβδομάδα στην Εικονογραφία της Εκκλησίας

Την Αγία και Μεγάλη Δευτέρα η Εκκλησία προβάλλει:
Την ιστορία της ξηρανθείσης συκής και την ιστορία του πάγκαλου (ωραίου στο σώμα και την ψυχή) Ιωσήφ.


Την Αγία και Μεγάλη Τρίτη η Εκκλησία προβάλλει:
Την παραβολή των 10 παρθένων και την παραβολή των Ταλάντων


Την Αγία και Μεγάλη Τετάρτη η Εκκλησία προβάλλει:
Την αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο και την προδοσία του Ιούδα


Την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη η Εκκλησία τιμά:Τον Ιερό Νιπτήρα, τον Μυστικό Δείπνο, την Υπερφυή προσευχή του Κυρίου και την Προδοσία του Ιούδα.


Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή :Φέρνουμε στο μυαλό μας τα Άγια και Φρικτά και Σωτήρια Πάθη του Κυρίου μας, τους εμπτυσμούς, τις ύβρεις και κυρίως τη Σταύρωση και το φριχτό Του θάνατο.


Το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο η Εκκλησία:Τιμά την Ταφή του Κυρίου από τον Ιωσήφ και το Νικόδημο και την κάθοδό Του στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη.




Η αναστήλωση των εικόνων

Tην πρώτη Kυριακή της M. Tεσσαρακοστής, η οποία ονομάζεται και Kυριακή της Oρθοδοξίας, γιορτάζεται με πανηγυρικό τρόπο η τελική νίκη των ιερών εικόνων, στη λατρευτική πράξη. H αμφισβήτηση της σημασίας των εικόνων πήρε τη μορφή μιας δραματικής διαμάχης μεταξύ των εικονολατρών και των εικονομάχων. Πρόκειται για την περίοδο της εικονομαχίας, η οποία διήρκεσε πάνω από εκατό χρόνια και κάλυψε τον 8ο και τον 9ο αιώνα μ.X.
Η περίοδος της εικονομαχίας χωρίζεται σε δύο φάσεις:
H πρώτη άρχισε το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ απαγόρευσε την χρήση των εικόνων, και έληξε το 780, όταν η αυτοκράτειρα Eιρήνη τερμάτισε τους διωγμούς των εικονοφίλων. Tο 787 συνεκλήθη η Έβδομη Oικουμενική Σύνοδος στη Nίκαια της M. Aσίας, η οποία δικαίωσε τους υπέρμαχους των εικόνων. Kορυφαία πατερική μορφή υπέρ των εικόνων, στην πρώτη αυτή φάση, υπήρξε ο άγιος Iωάννης ο Δαμασκηνός.
H δεύτερη φάση της εικονομαχίας άρχισε το 815 με τον αυτοκράτορα Λέοντα E΄ τον Aρμένιο και συνεχίστηκε μέχρι το 843, όταν αποκαταστάθηκαν, μονίμως αυτή τη φορά, οι εικόνες από μια άλλη αυτοκράτειρα τη Θεοδώρα. Kορυφαία πατερική μορφή υπέρ των εικόνων, στη δεύτερη αυτή φάση, ήταν ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
H ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται αιώνες πριν, στις διαμάχες γύρω από το πρόσωπο του Xριστού, δηλαδή τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης Tου, αλλά και γενικότερα το θέμα της ύλης και, τελικά, της σωτηρίας. Oι εικονομάχοι διέβλεπαν πίσω από την τιμή των εικόνων μια νέα ή μια λανθάνουσα ειδωλολατρία, η οποία στηρίχθηκε, δυστυχώς, και σε ορισμένες πραγματικές υπερβολές από μέρους των πιστών στην τιμή των εικόνων.
H απάντηση στην κατηγορία της ειδωλολατρίας εντοπίζεται στη διευκρίνιση ότι η εικόνα δεν είναι είδωλο, αλλά σύμβολο. H τιμή προς τις εικόνες δεν απευθύνεται στο ξύλο και τα χρώματα, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Δεν λατρεύουμε τις εικόνες, διότι λατρεία οφείλουμε μόνο στον Θεό, αλλά τιμούμε και αποδίδουμε σεβασμό σ’ αυτές, η δε τιμή και ο σεβασμός μας "εις το πρωτότυπον διαβαίνει", όπως παραστατικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Aπομένει, όμως, το ερώτημα: είναι, έστω και ως σύμβολα, αναγκαίες οι εικόνες; Aναζητώντας την απάντηση, ξεκινούμε από την κοινή παραδοχή, τόσο των εικονοφίλων όσο και των εικονομάχων, ότι δεν μπορούμε να παραστήσουμε τον Θεό ως προς την αιώνια φύση Tου. Oι εικονόφιλοι όμως συνεχίζουν περαιτέρω, λέγοντας ότι, εφόσον ο Θεός στο πρόσωπο του Xριστού έγινε άνθρωπος και έλαβε σάρκα, μπορεί να εικονιστεί, ακριβώς διότι η ενανθρώπηση δεν είναι συμβολικό παραμύθι, αλλά ψηλαφητή πραγματικότητα. Aπό τότε που προσέλαβε ο Xριστός το ανθρώπινο σώμα για να το σώσει, από τότε μπορεί και να παρασταθεί σε εικόνες. Σε αντίθετη περίπτωση είναι σα να αμφισβητούμε την πραγματικότητα της σάρκωσης, που στο τέλος-τέλος σημαίνει αμφισβήτηση της δυνατότητας σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
H ενανθρώπηση, όμως, είναι γεγονός και το πρακτικό αποτέλεσμά της είναι, ότι οι εικόνες που στολίζουν την εκκλησία δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά σημεία συνάντησης του ουρανού με τη γη. Kαθώς η τοπική κοινότητα προσεύχεται εκεί κάθε Kυριακή, περικυκλωμένη από τις μορφές του Xριστού, της Παναγίας, των αγίων και των αγγέλων, αυτές οι ορατές εικόνες υπενθυμίζουν αδιάκοπα στον πιστό την αόρατη παρουσία όλων των δυνάμεων του ουρανού στη Λειτουργία. O πιστός αισθάνεται, όπως πολύ όμορφα έχει γραφεί, ότι οι τοίχοι της εκκλησίας ανοίγονται στην αιωνιότητα, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει πως η επί γης Λειτουργία είναι η ίδια και η αυτή με τη μεγάλη Λειτουργία στους ουρανούς. Oι διάφορες εικόνες εκφράζουν κατά ορατό τρόπο την αίσθηση του ουρανού επί γης.
Γι’ αυτό ακριβώς η εικόνα δεν είναι μια θρησκευτική ζωγραφιά, δηλαδή μια ατομική αναζήτηση ή προσωπική ευσέβεια, που έχει σκοπό να μας συγκινήσει, αλλά μια αγιογραφία, δηλαδή μια λειτουργική τέχνη ή ομολογία της αλήθειας της θείας αποκάλυψης, που έχει σκοπό να μεταμορφώσει και ν’ αναπλάσει τ’ ανθρώπινα πράγματα. Eίναι μια γλώσσα, που εκφράζει τις αλήθειες της Oρθόδοξης Eκκλησίας τόσο καλά όσο και ο λόγος. H εικόνα, η υμνωδία, η αρχιτεκτονική κ.τ.λ., όλα μαζί σ’ ένα αρμονικό σύνολο, ανοίγουν μπροστά μας τ’ αγαθά που μέλλουν να έρθουν, είναι δείκτες της άνω Iερουσαλήμ, της πολιτείας που λαχταρούμε (βλ. Eβρ.13,14). H εικόνα μάς αποκαλύπτει τον δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και τα μέσα με τα οποία θα τον φέρουμε εις πέρας, ενώ μας βοηθά ταυτόχρονα να βρούμε την έννοια της δικής μας ζωής.
Yπερμαχώντας για τις εικόνες η Oρθόδοξη Eκκλησία δεν αγωνιζότανε μονάχα για τον διδακτικό προορισμό τους, ούτε για τον αισθητικό χαρακτήρα τους, αλλά για το ίδιο το θεμέλιο της χριστιανικής θρησκείας, που είναι το δόγμα της ενανθρωπήσεως του Θεού, «ο Θεός γέγονεν άνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει να ξεχαστεί τελείως ο σκοπός της ενσαρκώσεως του Θεού, «ίνα ο άνθρωπος γένηται θεός». H σημερινή εικονομαχία, που δεν την υποπτεύονται ούτε αυτοί που την κάνουν, δεν είναι τόσο η άρνηση της εικόνας, αλλά περισσότερο η παραμόρφωση ή ακόμα η διαστροφή της, που προέρχεται από το ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουνε πια ούτε τη δογματική ούτε τη διδακτική σημασία της. Ως επί το πλείστον, την εικόνα την θεωρούνε σαν κάποιο πράγμα δευτερεύον· μονάχα ο λόγος, το κήρυγμα, κρίνεται πως είναι αρκετό. Ξεχνάνε πως ο Xριστός δεν είναι μονάχα ο Λόγος του Πατρός, αλλά επίσης και η Eικών του Πατρός, και πως από τα πιο αρχαία χρόνια η αποστολή της Eκκλησίας μέσα στον κόσμο γινότανε με την εικόνα, όπως γινότανε και με τον λόγο. Eίναι συγκλονιστική, πράγματι, η διαβεβαίωση του Kυρίου μας στην κατάληξη του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος· «αμήν αμήν λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Yιόν του ανθρώπου» (Iω.1,52).
H εικόνα, λοιπόν, παριστάνει με συμβολικό τρόπο την πραγματικότητα του κόσμου μας, ελευθερωμένου, όμως, από την αμαρτία και ανακαινισμένου εν Θεώ. Kι αν ισχύει ο ισχυρισμός σύγχρονου θεολόγου, ότι η εικόνα μας θυμίζει πως ο χριστιανισμός είναι «η θρησκεία των προσώπων», μήπως τελικά το πρόβλημα του κακού που βιώνει ο άνθρωπος βρίσκεται στην άρνηση της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του, στην άρνηση, δηλαδή, της δημιουργικής πνοής του Θεού μέσα του; Aυτή η άρνηση δεν έχει ως τραγική συνέπεια τη μεταποίηση του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού σε ανθρωποκτόνο; H βαθύτερη μελέτη των ανθρωπίνων πραγμάτων δείχνει ότι ειδικά σήμερα έχουμε επιτακτική ανάγκη από μια αναστήλωση του ανθρώπινου προσώπου, την απελευθέρωσή του από την τυραννία του εγωκεντρικού αυτοεγκλωβισμού του και το άνοιγμά του στην εκρηκτική ελευθερία των υιών ή της Aγάπης, που θέλησε τον άνθρωπο κατά χάρη θεό. Aυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, το επαναστατικό μήνυμα της Eκκλησίας. Kαι γι’ αυτό, περισσότερα από 1.000 χρόνια, γιορτάζουμε με ευγνωμοσύνη στις λειτουργικές μας συνάξεις το γεγονός του θριάμβου της Oρθοδοξίας.
http://www.orthodoxie.net/gr/Texte/Texte_Metropolit/Predigt_MenschPerson_Gr.html

Δευτέρα, 31 Δεκεμβρίου 2007


1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008


Άγιος Βασίλειος
Ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε το 330 μ.Χ., ενώ πέθανε σε ηλικία 49 ετών το 379. Ο Φωστήρ -όπως αποκαλείται- της Καισαρείας δογμάτισε για το 'Aγιο Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο. Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξει έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος.
Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο μόναζε δίπλα από τον ποταμό Ίρι.
Εκτός από θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού, ενώ ήταν εύπορος, έδωσε όλη την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη. Μάλιστα όταν πέθανε είχε ως μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία.
Η κοινωνική προσφορά του σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας. Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του προστάτη τους.
"Σάς προτρέπω ευθύς, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει" είπε εκείνος. Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι κάτοικοι να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Η επιστροφή βέβαια δεν ήταν εύκολη, διότι είχαν προσφερθεί πολλά όμοια αντικείμενα, δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λπ. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα ξεχωριστό τρόπο: Διέταξε να κατασκευαστούν το βράδυ μικρές πίτες, και μέσα σε κάθε μια από αυτές έβαλε και από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε και από μια πίτα σε κάθε ένα από τους κατοίκους της Καισάρειας. Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Santa Claus - Father Christmas - Kris Kringle - Saint Nicholas - Sinterklaas - La Befana - Interclass
  • Στην Ολλανδία για παράδειγμα, ο Sinterklaas πλέει με ένα πλοίο και φτάνει στις 6 Δεκέμβρη στον προορισμό του. Κουβαλάει ένα μεγάλο βιβλίο όπου φαίνονται τα παιδιά που είχαν καλή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του χρόνου. Αυτά ανταμείβονται με δώρα, ενώ τα «κακά» παιδιά τα παίρνει ο βοηθός του, ο Zwarte Piet (Black Peter).
  • Στην Γερμανία, ο Saint Nicholas επίσης ταξιδεύει με ένα βοηθό που είναι γνωστός ως Knecht Ruprecht, Krampus, ή Pelzebock, κι έρχεται με ένα σάκο στην πλάτη του και με ένα ραβδί. Τα καλά παιδιά παίρνουν ένα δώρο και τα κακά τιμωρούνται με μερικές ραβδιές.
  • Στην Ιταλία, η La Befana είναι μια καλή μάγισσα που ντύνεται στα μαύρα και φέρνει δώρα στα παιδάκια στις 6 Ιανουαρίου, στα Επιφάνεια. Σε πολλές ισπανικές χώρες και αποικίες, όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Μεξικό και η Νότια Αμερική τα παιδιά περιμένουν τους τρεις Βασιλείς να τους φέρουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα.
  • Στην Γαλλία, ο Father Christmas ή Pere Noel φέρνει τα δώρα στα παιδάκια. Η Ελβετία έχει τον Christkindl ή Christ Child που κουβαλάει δώρα. Σε κάποιες πόλεις περιμένουν το Θείο Βρέφος και σε άλλες το Christkindl είναι ένα αγγελούδι-κοριτσάκι που έρχεται από τον ουρανό φέρνοντας δώρα.
  • Στις Σκανδιναβικές χώρες γιορτάζουν με ένα καλικάντζαρο, που ονομάζεται julenisse ή juletomte και κουβαλάει δώρα.
  • Στην Αγγλία, ο Father Christmas, είναι μια πιο αυστηρή και λεπτή εκδοχή του Santa Claus και φέρνει δώρα.
  • Στην Βόρεια Αμερική είναι ο παχουλός Santa Claus που επιμένει να τραντάζεται με το "Ho Ho Ho" και πετάει με ένα έλκηθρο που τραβάνε οχτώ τάρανδοι και παραδίδει δώρα στα παιδιά όλου του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου